ISSN:1792-2674
Αντώνιος Μανιάτης, Συνεργάτης ΑΣΠΑΙΤΕ
Περίληψη
Κεντρομόλες τάσεις εμφανίζονται διεθνώς όχι μόνο στη διδακτική μαθημάτων διαφόρων κατηγοριών αλλά και στη διοίκηση του εκπαιδευτικού συστήματος, όπως συμβαίνει με την ενιαία φιγούρα του σχολικού διευθύνοντος στην Ιταλία. Οι βασικές προδιαγραφές διαχείρισης ενός σχολικού μαθήματος συνίστανται στο αναλυτικό πρόγραμμα μαθήματος και στο εγχειρίδιο, το οποίο επιτελεί ποικίλες λειτουργίες. Το αναλυτικό πρόγραμμα μαθημάτων ειδικότητας βασίζεται στην παραδοσιακή μέθοδο της Ανάλυσης Επαγγέλματος. Ο εκπαιδευτικός προγραμματισμός περιλαμβάνει επίσης το πρόγραμμα σπουδής και το σχέδιο μαθήματος, το οποίο μπορεί να υποκαθίσταται από το εναλλακτικό μοντέλο των καρτελών σχεδιασμού μαθήματος.
Λέξεις – Κλειδιά
Αναλυτικό πρόγραμμα μαθήματος, διδακτική, εκπαιδευτική διοίκηση, μαθήματα ειδικότητας, σχολικά εγχειρίδια
Abstract
Centripetal tendencies appear on international scale not only in the field of didactics of courses classified in various categories but also in the management of the educational system, as is the case for the single figure of school chief in Italy. The basic standards on the management of a school course consist in the curriculum as well as in the textbook, which performs various functions. The curriculum of specialty courses is based on the traditional method of Job Analysis. Educational planning includes also the class outline of a course and its lesson plan, which may be substituted by the alternative of lesson planning cards.
Keywords
Curriculum, didactics, educational management, school textbooks, specialty courses
Διδακτική μαθημάτων ειδικότητας
Εισαγωγή: Κεντρομόλες τάσεις στη διδακτική και στην εκπαίδευση
Θα ήταν ενδιαφέρον να γίνει μία σφαιρική προσέγγιση βασικών παραμέτρων της διδακτικής των μαθημάτων ειδικότητας, ιδίως των σχολικών. Κατ’ αρχάς ο όρος μαθήματα ειδικότητας (π.χ. το θεωρητικό μάθημα «Περιβαλλοντική Νομοθεσία – Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων») στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση χρησιμοποιείται κατ’ αρχάς για να δηλώσει τα αποκαλούμενα «επαγγελματικά μαθήματα», δηλαδή τα μαθήματα ορισμένου επαγγέλματος (ειδικότητας), π.χ. «Τεχνικού Διαχείρισης και Ανακύκλωσης».
Πάντως, όσον αφορά την άλλη βασική κατηγορία μαθημάτων, που συνίσταται στα μαθήματα γενικής παιδείας, παρατηρούνται ομοιότητες μεταξύ κάποιων από αυτά, στη φυσιογνωμία και επομένως σε ένα βαθμό και στη διδακτική προσέγγιση, με κάποια μαθήματα ειδικότητας (τα οποία είναι σε μεγάλο ποσοστό τεχνολογικού περιεχομένου), με αποτέλεσμα η διάκριση αυτή να μην έχει απόλυτη αξία από τη σκοπιά της διδακτικής. Η τεχνολογία σε κάθε περίπτωση έχει πλέον ένα μεγάλο μερίδιο στα αναλυτικά προγράμματα της μέσης εκπαίδευσης, άσχετα από την τυπική ταξινόμηση των επιμέρους μαθημάτων (π.χ. γενικής παιδείας, επιλογής, ειδικότητας). Για παράδειγμα, το μάθημα της Τεχνολογίας εισήλθε περί τα τέλη της δεκαετίας του 1990 στο πρόγραμμα σπουδών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα ενώ εδώ και αρκετά χρόνια είχε εισαχθεί ως αυτοδύναμο μάθημα στο σύστημα της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης πολλών άλλων χωρών (1). Σκοπός της καθιέρωσης του μαθήματος αυτού σε εκείνες τις χώρες ήταν να σπάσει το φράγμα μεταξύ των τεχνιτών που στην πραγματικότητα είχαν την τεχνογνωσία των τεχνολογικών εφαρμογών (κατασκευή αρχαίων ναών, πυραμίδων, βυζαντινών εκκλησιών, καθεδρικών ναών κλπ.) αλλά είχαν χαμηλό κύρος (status) στην κοινωνία και εκείνων που έπαιρναν τις αποφάσεις, είχαν την εξουσία, αποφάσιζαν για το τι έπρεπε να κατασκευαστεί, έδιναν τις παραγγελίες, δεν είχαν οι ίδιοι όμως την απαραίτητη τεχνογνωσία και διέθεταν υψηλό κύρος (status) στην κοινωνία.
Συγκρίσιμες παρατηρήσεις με αυτές για το μάθημα της Τεχνολογίας αρμόζουν για την Πληροφορική (2). Αυτή εισήλθε ως αντικείμενο σπουδών στην ελληνική εκπαίδευση κατ’ αρχάς στα τεχνικά – επαγγελματικά λύκεια και στα πολυκλαδικά λύκεια κατά την περίοδο 1983-1985 και κάλυψε σταδιακά όλο το φάσμα της εκπαίδευσης, με τελευταία την πρωτοβάθμια. Αντιθέτως, η Πληροφορική ως εκπαιδευτικό μέσο ξεκίνησε πολύ αργότερα (1997) και αφορά πρωτίστως τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και δευτερευόντως την πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Έτσι πλέον οι μαθητές εκπαιδεύονται συστηματικά σε διάφορες τάξεις στην αναζήτηση πληροφοριών στο Διαδίκτυο χρησιμοποιώντας μηχανές αναζήτησης, πράγμα που μπορεί να τους αποβεί χρήσιμο μεταξύ άλλων στην εκπόνηση εργασιών σε διάφορα σχολικά μαθήματα, και της γενικής παιδείας (3).
Είναι αξιοσημείωτο ότι η παρουσίαση της μεθοδολογίας σχεδιασμού και οργάνωσης μαθημάτων όπως της ειδικότητας προϋποθέτει την αναφορά σε βασικές θέσεις της Γενικής Διδακτικής (4). Για αυτό, η παρούσα μελέτη εκκινεί από αντιλήψεις και θεσμούς της Γενικής Διδακτικής και εμβαθύνει σε ζητήματα των μαθημάτων κυρίως ειδικότητας αλλά και παραπλήσιων.
Η εν λόγω κοινότητα αντιλήψεων για μαθήματα ακόμη και διαφορετικών βαθμίδων της εκπαίδευσης μπορεί να παραβληθεί με ευρύτερες κεντρομόλες τάσεις που παρατηρούνται στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού συστήματος. Παράδειγμα αποτελεί η κάθετη προσέγγιση της διοίκησης της σχολικής εκπαίδευσης στην Ιταλία. Δυνάμει των νομοθετημάτων των σχετικών με τη σχολική αυτονομία, από το 1998 έχει εισαχθεί θεσμικό πλαίσιο για τη φιγούρα του «σχολικού διευθύνοντος» («dirigente scolastico») ανά σχολική αυτονομία, πράγμα που σημαίνει ότι το ίδιο πρόσωπο διοικεί σχολεία και της πρώτης και της δεύτερης βαθμίδας της εκπαίδευσης ταυτόχρονα, έχοντας διδακτική εμπειρία είτε στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση είτε στη δευτεροβάθμια.
Εξάλλου, οι κεντρομόλες τάσεις της διδακτικής μπορούν να παραβληθούν και με την εξέλιξη της εκλογικής ενηλικίωσης των Ελλήνων μόλις συμπληρώσουν το 17ο έτος της ηλικίας τους, δυνάμει του πανευρωπαϊκά πρωτοποριακού Ν. 4406/2016 ο οποίος απονέμει δικαίωμα ψήφου στους δεκαεπτάχρονους όσον αφορά τις βουλευτικές εκλογές. Συνεπώς, ο όρος «εκπαίδευση ενηλίκων», ο οποίος ούτως ή άλλως δεν χρησιμοποιούνταν με μία μόνο σημασία (εκπαίδευση των ατόμων ηλικίας 18 και άνω ή, κυρίως, εκπαίδευση των ατόμων ηλικίας από 30 και άνω) είναι πλέον επιδεκτικός μίας νέας προσέγγισης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους διδάσκοντες και τους διδασκομένους στο Λύκειο σε σύγκριση με τη μεταδευτεροβάθμια και την τριτοβάθμια εκπαίδευση (5). Και πάλι η Ελλάδα θυμίζει κατά κάποιον τρόπο την Ιταλία, στην οποία οι πολίτες έχουν δικαίωμα ψήφου στα 18 αλλά ολοκληρώνουν τις δευτεροβάθμιες σπουδές τους στα 19.
Η διδακτική λειτουργία έναντι της μαθησιακής λειτουργίας
Η μοντέρνα εκπαίδευση υιοθετεί το αξίωμα ότι η διδαχή υποστηρίζει ποικιλοτρόπως το διδασκόμενο και διδάσκει αλλά αυτοτελώς δεν μαθαίνει. Χαρακτηριστικά έχει διατυπωθεί η θέση ότι η «διδακτική πράξη ενισχύει, υποστηρίζει, βοηθά, κεντρίζει, ορίζει, συνθέτει, ερμηνεύει, αντανακλά, τεκμηριώνει, αποδεικνύει, εν τέλει διδάσκει, αλλά αυτόνομα δεν μαθαίνει. Η μάθηση δεν είναι προϊόν διδακτικής πράξης αλλά μαθησιακής»(6).
Για παράδειγμα, ένα από τα σπουδαιότερα στοιχεία της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης είναι ότι από τη φύση της διαχωρίζει τη διαδικασία της μάθησης από τη διδασκαλία και δημιουργεί βάσεις για να εναρμονιστούν αυτές οι αντίρροπες αλλά συμπληρωματικές λειτουργίες (7).
Ο διδάσκων (ή/και το διδακτικό υλικό στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση) δεν είναι – όπως πρέσβευε η παραδοσιακή παιδαγωγική αντίληψη – ο μοναδικός ρυθμιστής της πορείας προς τη μάθηση (8). Αντίθετα, η εκπαιδευτική διεργασία ξεκινάει από το διδασκόμενο, από αυτά που χρειάζεται και που μπορεί να μάθει. Υπό αυτό το πρίσμα, οι διδασκόμενοι γίνονται επίκεντρο της διεργασίας της μάθησης, γίνονται συνυπεύθυνοι για την πορεία της και σημαντικοί συντελεστές της. Μέσα από την εμπλοκή τους ενεργοποιείται το ενδιαφέρον τους και εξασφαλίζεται η συμμετοχή τους. Πρέπει να επιδιώκεται η από την πλευρά των διδασκομένων ενεργητική ενσωμάτωση της προς μάθηση «ύλης», δηλαδή να δρομολογείται η «ευρετική πορεία προς τη γνώση». Αυτή πραγματοποιείται μέσα από την αλληλεπίδραση των διδασκομένων με την προς μάθηση «ύλη», πράγμα που επιτυγχάνεται, όταν οι εμπειρίες και οι γνώσεις τους συνδέονται με το περιεχόμενό της. Η διεργασία αυτή αφορά την εκπαίδευση των μεγαλύτερων σε ηλικία ατόμων έναντι των παιδιών και των εφήβων, και μάλιστα τόσο την «πρόσωπο με πρόσωπο» διδασκαλία (φυσική εκπαίδευση) όσο και την εξ αποστάσεως εκπαίδευση. Η μόνη διαφορά είναι ότι, στην τελευταία περίπτωση, τη θέση του διδάσκοντος καταλαμβάνει σε μεγάλο βαθμό το διδακτικό υλικό.
Μολονότι οι παρατηρήσεις αυτές έχουν κατ’ αρχάς διατυπωθεί για τη διδασκαλία ατόμων που δεν είναι παιδιά ή έφηβοι, διατηρούν έστω και σε μικρότερο βαθμό τη σημασία τους και για τη σχολική εκπαίδευση.
Έννοια και σημασία των αναλυτικών προγραμμάτων μαθημάτων
Το πρόγραμμα σπουδών ή πρόγραμμα διδασκαλίας ή αναλυτικό είναι ένα διάγραμμα ή κατάλογος από σκοπούς της διδασκαλίας της διδακτέας ύλης κατά εκπαιδευτική βαθμίδα ή σχολικό τύπο, τάξη και μάθημα. Αναφέρει ποια ύλη, για ποιο σκοπό, σε ποια τάξη και με ποια σειρά πρέπει να διδαχθεί ή ποιες γνώσεις πρέπει να μεταδοθούν στους μαθητές συγκεκριμένης σχολικής εκπαιδευτικής βαθμίδας ή συγκεκριμένου τύπου σχολείου.
Εξάλλου, ο όρος «Curriculum» ερμηνεύτηκε από τους διδακτικολόγους με διαφορετικό τρόπο (9). Με τη στενή σημασία του όρου, το Curriculum ταυτίστηκε με το θεματικό περίγραμμα ενός διδασκόμενου αντικειμένου (αναλυτικό πρόγραμμα). Στην ευρεία προσέγγισή του περιλαμβάνει όλα τα διδακτικά στοιχεία που σχετίζονται με την ανάλυση το σχεδιασμό και τη διεξαγωγή του μαθήματος.
Το αναλυτικό πρόγραμμα συγκεκριμένων μαθημάτων συνδέεται στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες με τα διαθέσιμα σχολικά εγχειρίδια, τα οποία συγκεκριμενοποιούν το περιεχόμενό του. Πρόγραμμα και εγχειρίδια αποτελούν από κοινού τις επίσημες προδιαγραφές της εκπαιδευτικής διαδικασίας, οι οποίες καθορίζονται συχνά από το Κράτος με νόμους υπό την ουσιαστική έννοια (π.χ. προεδρικά διατάγματα, υπουργικές αποφάσεις).
Η ανάγκη για δημιουργία ή ενημέρωση αναλυτικών προγραμμάτων παρατηρείται κυρίως σε μαθήματα είτε νέα στο εκπαιδευτικό σύστημα είτε σε επιστημονικά πεδία που είναι καθαυτά νέα. Για παράδειγμα, τα διάφορα μαθήματα της ειδικότητας των εκπαιδευτικών της Πληροφορικής διδάσκονται εδώ και λίγες δεκαετίες, και μάλιστα η διδασκαλία γίνεται και στις τρεις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Λόγω των συνεχών και ραγδαίων τεχνολογικών εξελίξεων στην Πληροφορική και ιδιαίτερα της συντελούμενης σύγκλισης των τεχνολογιών της πληροφορικής, των τηλεπικοινωνιών και των οπτικοακουστικών μέσων έχουν παρατηρηθεί τα τελευταία χρόνια πολύ σημαντικές σχετικές εξελίξεις, όχι μόνον στον ίδιο τον τομέα της τεχνολογίας αλλά και στο νομοθετικό τομέα (10). Η νομοθεσία, ιδίως της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει λάβει υπόψη της την τεχνολογική σύγκλιση δημιουργώντας κανόνες δικαίου για το αποκαλούμενο φαινόμενο των «Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών» και μάλιστα στην κατεύθυνση της απελευθέρωσης των σχετικών παραδοσιακά κλειστών αγορών αλλά και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων των χρηστών.
Παρατηρώντας την εξέλιξη των αναλυτικών προγραμμάτων τόσο της γενικής όσο και της τεχνικής μέσης εκπαίδευσης κατά το απώτερο παρελθόν στην Ελλάδα, διαπιστώνονται οι εξής σταθερές στον τρόπο με τον οποίο αυτά συγκροτήθηκαν (11):
Κυριαρχία των ιδεολογικοπολιτικών μαθημάτων (π.χ. θρησκευτικά, αγωγή πολίτη, γεωγραφία…), ως προς τη σειρά και το χρόνο. Από τις υπόλοιπες κατηγορίες διαφοροποιούνται τα μαθήματα που μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο χειρισμού ιδεολογικά και να χρησιμοποιηθούν πολιτικά, με αποτέλεσμα η θέση τους να διαφοροποιείται από την ιεραρχική θέση των υπόλοιπων μαθημάτων της κατηγορίας τους και να «αναβαθμίζονται» σε συγκεκριμένες περιόδους.
Τα θετικά μαθήματα (π.χ. μαθηματικά, γεωλογία…) με τη σταδιακά αυξανόμενη ισχυροποίηση του βαθμού ταξινόμησης των περιεχομένων τους αποκόπτονται από την πραγματικότητα των μαθητών και τρέπονται σε «καθαρά» ακαδημαϊκά αντικείμενα, ενώ σταθερά τοποθετούνται μετά από τα ιδεολογικοπολιτικά, δείχνοντας τις προτεραιότητες της νομοθετούσας Πολιτείας ως προς την αξιολόγηση της γνώσης.
Τα ανθρωπιστικά μαθήματα (π.χ. ξένη γλώσσα, λατινικά…) είναι σχετικά υποβαθμισμένα ως προς τις μεταβλητές της ταξινόμησης ενώ η κατηγορία συνολικά είναι περιορισμένη ως προς το εύρος των γνωστικών περιεχομένων που περιλαμβάνει,
Από τα αισθητικά – καλλιτεχνικά μαθήματα (Γυμναστική, Τεχνικά Ωδική), αυτό που κυριαρχεί είναι η γυμναστική, η οποία ειδικά στην περίπτωση της δικτατορίας λειτουργούσε και σε ιδεολογικό επίπεδο, για αυτό και αναβαθμίστηκε τότε η ιεραρχική της θέση στο πρόγραμμα,
Στην τεχνική εκπαίδευση κυριαρχούν ως προς την ιεραρχική σειρά κατάταξης τα γενικά και με ακαδημαϊκή μορφή μαθήματα, τα οποία φθάνουν να καλύπτουν λίγο λιγότερο από το μισό του συνολικού διδακτικού χρόνου,
Τα μαθήματα της ειδικότητας τοποθετούνται μετά από όλα τα γενικά μαθήματα,
Αν εξαιρέσουμε τις πρακτικές ασκήσεις, τότε η τεχνική εκπαίδευση δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια ακαδημαϊκή («καθαρή») προσέγγιση της εφαρμογής των ακαδημαϊκών γνώσεων,
Οι πρακτικές ασκήσεις έχουν το στοιχείο της in vitro εξάσκησης και δεν είναι μια in vivo εφαρμογή των «ακαδημαϊκών» γνώσεων έτσι ώστε να συνδυάζεται η θεωρία με την πράξη, γεγονός που θα ενείχε και τον κίνδυνο του μετασχηματισμού των περιεχομένων και των μορφών της γνώσης που διατίθενται στο σχολείο (η γλώσσα στα βιβλία της τεχνικής εκπαίδευσης είναι δημοτική),
Τα αναλυτικά προγράμματα της τεχνικής εκπαίδευσης εισάγονται με την πηγή δικαίου «υπουργικές αποφάσεις», σε αντίθεση με τα προγράμματα της γενικής εκπαίδευσης, τα οποία θεσπίζονται είτε με τυπικούς νόμους είτε με νομοθετικά διατάγματα, με αποτέλεσμα η απαξίωση της τεχνικής εκπαίδευσης να κατοχυρώνεται και νομικά. Ωστόσο, εκτιμάμε ότι αυτή η θέση είναι συζητήσιμη, ιδίως όσον αφορά τα νομοθετικά διατάγματα, τα οποία εξ ορισμού σημαίνουν μη φυσιολογική άσκηση του νομοθετικού έργου, το οποίο σε αυτή την περίπτωση ασκείται όχι από το νομοθετικό όργανο με (τυπικούς) νόμους αλλά από την Κυβέρνηση, σε ανώμαλες πολιτειακά περιόδους διακυβέρνησης.
Αναλυτικά προγράμματα επαγγελματικών μαθημάτων
Τα επαγγελματικά μαθήματα υπάρχουν στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα στην ανώτατη εκπαίδευση, στην ανώτερη και στη μέση εκπαίδευση, διδασκόμενα από τους εκπαιδευτικούς των σχετικών ειδικοτήτων, καθώς και στο πεδίο της επαγγελματικής κατάρτισης, διδασκόμενα από τους οικείους εκπαιδευτές. Κατά τον προσδιορισμό της διδακτέας ύλης των μαθημάτων αυτών εφαρμόζεται η αυτονόητη αρχή της ανταπόκρισης του περιεχομένου της διδασκαλίας στις απαιτήσεις του επαγγέλματος, που θα ασκήσουν οι μαθητές μετά την αποφοίτησή τους (12). Με την εφαρμογή της αρχής αυτής, αφενός εντάσσονται στη διδασκαλία γνώσεις και δεξιότητες που εμφανίζονται συχνότερα και είναι περισσότερο σημαντικές στο επάγγελμα, αφετέρου απαλλάσσεται η διδασκαλία από γνώσεις και δεξιότητες που είναι περιττές, ή πάντως έχουν μικρή σημασία για τις εργασίες που εκτελεί ένας επαγγελματίας.
Για να επιτευχθούν οι παραπάνω στόχοι, απαιτείται να χρησιμοποιηθεί η μέθοδος της «ανάλυσης επαγγέλματος» (ΑΕ), από την οποία προκύπτουν τα εξής στοιχεία για διδακτικούς σκοπούς:
α. Δεξιότητες που εφαρμόζονται στο επάγγελμα (ΕΔ),
β. Θεωρητικές γνώσεις που απαιτούνται στο επάγγελμα (ΘΓ),
γ. Έργα που εκτελούνται στο επάγγελμα, δηλαδή επαγγελματικά έργα (ΕπΕ).
Ένα σημαντικό πλεονέκτημα της ΑΕ, η οποία άρχισε να ενδιαφέρει τους ασχολούμενους με την εκπαίδευση γενικά και με την επαγγελματική εκπαίδευση ειδικότερα από τις αρχές του εικοστού αιώνα, είναι η δυνατότητα ευκολότερης προσαρμογής του περιεχομένου των επαγγελματικών μαθημάτων στις επαγγελματικές και τεχνολογικές εξελίξεις.
Με την ΑΕ για διδακτικούς σκοπούς καταγράφεται τι πρέπει να γνωρίζουν και τι πρέπει να είναι σε θέση να εκτελούν οι επαγγελματίες για την άσκηση ορισμένου επαγγέλματος. Τα ίδια αυτά στοιχεία χρησιμοποιούνται, μετά από κατάλληλες προσαρμογές απαραίτητες για να ληφθούν υπόψη και οι συνθήκες της διδακτικής διαδικασίας, για την προετοιμασία των αναλυτικών προγραμμάτων των επαγγελματικών μαθημάτων.
Το περιεχόμενο κάθε μαθήματος χωρίζεται σε διδακτικές ενότητες, οι οποίες κατά περίπτωση χαρακτηρίζονται είτε ως πράξεις είτε ως πληροφορίες. Οι πληροφορίες διακρίνονται περαιτέρω σε:
α. τεχνικές πληροφορίες, οι οποίες θεωρούνται ως απαραίτητες,
β. γενικές πληροφορίες (συμπληρωματικές),
γ. επαγγελματικές πληροφορίες (προσανατολισμού).
Οι πράξεις πρέπει να διδάσκονται οπωσδήποτε με επίδειξη ενώ από τις πληροφορίες οι τεχνικές είναι αναγκαίο να διδαχθούν, σε αντιδιαστολή με τις συμπληρωματικές και τις προσανατολιστικές οι οποίες δύνανται να διδαχθούν εφόσον υπάρχει διαθέσιμος χρόνος. Οι δύο προαιρετικές κατηγορίες βοηθούν στην επαγγελματική προσαρμογή, στη συνεργασία με επαγγελματίες άλλων ειδικοτήτων και στην επαγγελματική άνοδο.
Οι πράξεις και οι τεχνικές πληροφορίες συνδυάζονται στην περίπτωση των εκπαιδευτικών έργων. Ειδικότερα, η διδασκαλία δεξιοτήτων, μέσα από τις πράξεις, και η διδαχή θεωρητικών γνώσεων, μέσα από τις (απαραίτητες, τεχνικές) πληροφορίες πρέπει να συναρθρώνονται με την ανάθεση στους μαθητές κατάλληλων έργων προς εκπόνηση, τα οποία ονομάζονται εκπαιδευτικά έργα.
Με την ανάθεση αυτή αφενός δίνεται στους μαθητές η ευκαιρία άμεσης άσκησης, μετά από τη διδασκαλία πράξεων και πληροφοριών, και αφετέρου δημιουργούνται πρόσθετα κίνητρα για μάθηση, αφού οι μαθητές βλέπουν ότι προοδευτικά είναι σε θέση να δημιουργούν ολοκληρωμένα και πραγματικά αντικείμενα του επαγγέλματός τους, δηλαδή συγκρίσιμα με τα προαναφερθέντα επαγγελματικά έργα που είναι διαθέσιμα στην αγορά.
Με αντιπαράθεση των στοιχείων που προσδιορίζονται κατά την ΑΕ με τα στοιχεία που εντάσσονται στο αναλυτικό πρόγραμμα ενός επαγγελματικού μαθήματος, προκύπτει η εξής αντιστοιχία:
α. Διαιρέσεις (Επαγγέλματος) – Μαθήματα
β. Δεξιότητες – Πράξεις
γ. Θεωρητικές γνώσεις – Πληροφορίες
δ. Επαγγελματικά έργα – εκπαιδευτικά έργα.
Επισημαίνεται ότι αυτή η αντιστοιχία δεν θεωρείται ως απόλυτη αλλά ότι ισχύει σε ικανοποιητικό βαθμό και είναι ιδιαίτερα χρήσιμη στο διδάσκοντα για να επιλέγει, σύμφωνα με τις εκάστοτε επαγγελματικές ανάγκες, τα στοιχεία της διδασκαλίας ως προς τα οποία μπορεί να αναπτύσσει πρωτοβουλία (πράξεις, πληροφορίες, εκπαιδευτικά έργα).
Όσο η βαθμίδα ενός επαγγέλματος είναι υψηλότερη, τόσο οι απαιτήσεις για ανάληψη πρωτοβουλιών, για λήψη αποφάσεων και για καθοδήγηση άλλων, που ασκούν επαγγέλματα σε χαμηλότερη βαθμίδα, είναι αυξημένες. Για να ανταποκριθεί ένας επαγγελματίας στις απαιτήσεις αυτές, πρέπει να κατέχει σε βάθος πολλές και ποικίλες θεωρητικές γνώσεις. Σύστοιχα, όσο η βαθμίδα ενός επαγγέλματος είναι χαμηλότερη, τόσο οι απαιτήσεις για εκτέλεση εργασιών και χειρισμών κατά μία τυποποιημένη διαδικασία είναι μεγαλύτερες. Επομένως, αντίστοιχα, για ένα επάγγελμα όσο η εκπαιδευτική βαθμίδα (ανώτατη, ανώτερη, μέση επαγγελματική εκπαίδευση) είναι υψηλότερη, τόσο το ποσοστό του χρόνου που διατίθεται για θεωρητικές γνώσεις είναι μεγαλύτερο ενώ όσο η εκπαιδευτική βαθμίδα είναι χαμηλότερη, τόσο το ποσοστό του χρόνου που διατίθεται για δεξιότητες είναι μεγαλύτερο.
Έννοια και σημασία του διδακτικού εγχειριδίου
Όπως έχει επισημανθεί, το αναλυτικό πρόγραμμα ενός μαθήματος συμπληρώνεται από μία άλλη βασική προδιαγραφή, η οποία συνίσταται στο επίσημο διδακτικό υλικό. Είναι ενδεικτικό της σπουδαιότητας της χρήσης του σχολικού εγχειριδίου ότι σε πολλές περιπτώσεις αυτό στην πράξη αντικαθιστά το ίδιο το Αναλυτικό Πρόγραμμα (13). Πάντως, σε κάθε περίπτωση ο εκπαιδευτικός είναι αυτός που έχει τον τελικό λόγο όσον αφορά τη χρήση του βιβλίου στη σχολική τάξη.
Αν και πολλές έρευνες προσεγγίζουν τα εγχειρίδια ως ημιανεξάρτητα μέσα, αυτά θεωρούνται ωστόσο διδακτικά μέσα και καθορίζουν πολλές φορές αποφασιστικά το περιεχόμενο της σχολικής γνώσης, τις διδακτικές δραστηριότητες που αναπτύσσει ο εκπαιδευτικός και τις μαθησιακές δραστηριότητες που αναπτύσσουν οι μαθητές (14). Με βάση τα παραπάνω καθώς και λαμβανομένου υπόψη ότι αναπτύσσεται και μία ιδεολογική λειτουργία από τη χρήση του βιβλίου, αυτό συνολικά μπορεί να επιτελεί στην πράξη τις εξής λειτουργίες:
α. Γνωσιακή,
β. Διδακτική,
γ. Μαθησιακή,
δ. Κοινωνικοποιητική και ιδεολογική.
Η τελευταία λειτουργία μπορεί να παραβληθεί με την ευρέως γνωστή περίπτωση της κοινωνικοποιητικής καινοτομίας «El Sistema» (δηλαδή «Το Σύστημα»). Ειδικότερα, η Ορχήστρα Quattrocanti συγκεντρώνει 45 παιδιά οκτώ εθνικοτήτων, που ζουν σε συνθήκες μειονεξίας στο κέντρο του Παλέρμο. Αυτά μαθαίνουν να δημιουργούν ήχους δωρεάν, με ένα όργανο που τους έχει δοθεί ως χρησιδάνειο. Και, διαμορφώνοντας ήχους, μαθαίνουν το σεβασμό, την από κοινού συμμετοχή, τη δικαιοσύνη: γίνονται ανθρώπινα όντα. Υποστηρίζεται η άποψη ότι υπάρχει περισσότερο πολιτισμός σε μία από τις πρόβες τους παρά σε όλη την πολιτική του ιταλικού Υπουργείου Πολιτιστικών Αγαθών και Δραστηριοτήτων. Αυτό το διδακτικό μοντέλο εισήχθη στην Ιταλία από τον Claudio Abbado, αφού τέθηκε σε εφαρμογή στη Βενεζουέλα από το μαέστρο José Antonio Abreu. Ο παππούς του τελευταίου ήταν Ιταλός, από το Νησί Έλβα και διηύθυνε τη φιλαρμονική του χωριού του, της Marciana. Το πνεύμα με το οποίο ο Abbado έχει μεταφέρει στην Ιταλία αυτόν τον τρόπο να κοιτάζει κανείς τη μουσική συνοψίζεται καλά στην ακόλουθη φράση του: «Ο πολιτισμός επιτρέπει να διακρίνουμε μεταξύ καλού και κακού. Επιτρέπει να κρίνουμε αυτόν που μας κυβερνά. Ο πολιτισμός σώζει» (15).
Εξάλλου, από το 2002 έχει αρχίσει να χρησιμοποιείται ο όρος «διδακτική της χρήσης του σχολικού εγχειριδίου», που αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο οι εκπαιδευτικοί χρησιμοποιούν τα εγχειρίδια στις σχολικές τάξεις, πώς τα προμηθεύονται και πώς τα προσαρμόζουν ή διαμορφώνουν το πλαίσιο για τη χρήση τους. Ο όρος χρησιμοποιείται και για να αναφερθεί σε εκείνες τις λειτουργίες και τα χαρακτηριστικά των σχολικών βιβλίων που μπορούν να διευκολύνουν ή αντίθετα να επιβραδύνουν τη διαδικασία της μάθησης και επομένως επηρεάζουν τον τρόπο που χρησιμοποιούνται από τον εκπαιδευτικό μέσα στη σχολική τάξη.
Η έννοια αυτή αλληλοσυμπληρώνεται με εκείνη της Παιδαγωγικής Γνώσης Περιεχομένου (ΠΓΠ) η οποία αποτελεί εξειδικευμένο κράμα του περιεχομένου και της παιδαγωγικής γνώσης που διακρίνει τον εκπαιδευτικό από τον ειδικό επιστήμονα του αντίστοιχου περιεχομένου. Αυτή η υβριδική γνώση αποτελείται από τα εξής κύρια συστατικά:
α. τη γνώση του περιεχομένου της διδακτέας ύλης,
β. τη γνώση σχετικά με τους μαθητές και τα χαρακτηριστικά τους και
γ. τη γνώση σχετικά με το πλαίσιο του σχολείου, της κοινότητας και της σχολικής τάξης όπου λαμβάνει χώρα η μάθηση. Συνεπώς, τίθεται θέμα και της κουλτούρας που ενυπάρχει στο σχολείο η οποία αντανακλάται στο σχολικό κλίμα (16). Οι εκπαιδευτικοί αποκτούν την ΠΓΠ και από τη διδακτική τους εμπειρία και από την αλληλεπίδρασή τους με τους μαθητές.
Το σχολείο απαιτεί κάθε φορά όλο και περισσότερο οι μαθητές να συμμετέχουν σε εξερευνήσεις που προϋποθέτουν άμεσες εμπειρίες και έρευνες, τόσο μέσα στην τάξη όσο και έξω από αυτήν. Τα σχολικά εγχειρίδια κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών σχεδιάζονται με στόχο να στηρίξουν αυτές τις λειτουργίες. Ωστόσο, ο τρόπος που χρησιμοποιούνται στην τάξη εξαρτάται αποκλειστικά από το περιβάλλον διδασκαλίας που δημιουργεί ο εκπαιδευτικός και το οποίο θα μπορούσε να αναπαρασταθεί με το τρίγωνο «Εκπαιδευτικός – Μαθητής – Σχολικό Βιβλίο». Αυτό το σχήμα απεικονίζει τις τρεις σχέσεις – κλειδιά που διαμορφώνονται στις σχολικές τάξεις. Διάφοροι είναι οι παράγοντες που επηρεάζουν τη σχέση του διδάσκοντος με το εγχειρίδιο, όπως η έλλειψη της γνώσης του περιεχομένου του γνωστικού αντικειμένου.
Το παραδοσιακό παράδειγμα της παιδαγωγικής που κυριαρχούσε μέχρι πρόσφατα θεωρούσε τη μάθηση ως απόκτηση γνώσεων ενώ τα σχολικά βιβλία θεωρούνταν κυρίως ως εργαλεία για τη μετάδοση γνώσεων και εστίαζαν στη μετάδοση πληροφοριών και στην απομνημόνευσή τους. Οι έρευνες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι τα σχολικά εγχειρίδια διαδραματίζουν ένα σημαντικό ρόλο στη μύηση των μαθητών σε ακαδημαϊκές πρακτικές. Μάλιστα, οι έρευνες που έγιναν με άμεση παρατήρηση των εκπαιδευτικών στις σχολικές αίθουσες καταλήγουν στη θέση ότι οι εκπαιδευτικοί χρησιμοποιούν με πολύ διαφορετικούς τρόπους τα βιβλία. Συγκεκριμένα, διαπιστώνονται σημαντικές διαφορές μεταξύ των νεοδιόριστων και των έμπειρων. Για παράδειγμα, οι νεοδιόριστοι δίνουν πολύ λιγότερη έμφαση σε σύγκριση με τους έμπειρους στη χρήση των σχολικών εγχειριδίων ως πολιτισμικών εργαλείων. Επίσης, οι έμπειροι προωθούν σε μεγαλύτερο βαθμό μέσω των σχολικών βιβλίων την ομαδοσυνεργατική μάθηση. Από αυτήν την τάση των παλαιοτέρων αναδεικνύεται η εν δυνάμει συλλογική χρήση του εγχειριδίου με τη χρήση ενεργητικών εκπαιδευτικών τεχνικών, πράγμα που αποτελεί σημαντικό παράδειγμα προς μίμηση για τους νεότερους. Με άλλα λόγια, το βιβλίο αποτελεί ένα εργαλείο διδασκαλίας και μάθησης, με ευρύτερο αντίκτυπο στην προσωπικότητα του διδασκόμενου, ιδίως του ανήλικου.
Προγράμματα σπουδής επαγγελματικών μαθημάτων
Ως πρόγραμμα σπουδής για τη διεξαγωγή ενός μαθήματος από τον αρμόδιο εκπαιδευτικό ονομάζεται εκείνο το πρόγραμμα που περιλαμβάνει το «τι» θα διδαχθεί, καθώς επίσης το «πότε» και το «πώς» (17).
Ειδικότερα, για την προετοιμασία του προγράμματος σπουδής ενός συγκεκριμένου επαγγελματικού μαθήματος πρέπει να ληφθούν υπόψη διάφοροι παράγοντες. Μερικοί είναι κοινοί σε όλα τα σχολεία επαγγελματικής εκπαίδευσης ή κατάρτισης, όπως οι επίσημες προδιαγραφές διαχείρισης μαθήματος (αναλυτικά προγράμματα και τα βιβλία που δίνονται ως επίσημα βοηθήματα σε όλους τους μαθητές) και τα ωρολόγια προγράμματα. Ωστόσο, οι περισσότεροι από αυτούς διαφοροποιούνται, ανάλογα με το συγκεκριμένο σχολείο και τη συγκεκριμένη τάξη μαθητών, όπως λόγου χάρη τα προσωπικά χαρακτηριστικά του διδάσκοντος.
Είναι σκόπιμο να δίνεται συγκεκριμένη βοήθεια προς όλους τους εκπαιδευτικούς που διδάσκουν το ίδιο επαγγελματικό μάθημα, έτσι ώστε η προετοιμασία του αντίστοιχου προγράμματος σπουδής, που θα εφαρμόσει καθένας από αυτούς, να αποβαίνει πιο αποδοτική. Αυτή η βοήθεια μπορεί να δοθεί με την προετοιμασία ενός πρότυπου προγράμματος σπουδής, το οποίο εκπονείται υπό την καθοδήγηση ενός επιτελικού φορέα, με τη συνεργασία έμπειρων και ικανών εκπαιδευτικών που έχουν ήδη διδάξει το μάθημα. Το πρότυπο αυτό πρόγραμμα σπουδής έχει μορφή ενός πλήρους φακέλου και παραδίδεται σε καθένα εκπαιδευτικό που πρόκειται να διδάξει το οικείο μάθημα. Στοιχειώδη μορφή συγκεντρωτικής καθοδήγησης, χωρίς να μπορεί να χαρακτηριστεί ως μία ολοκληρωμένη προετοιμασία προγραμμάτων σπουδής, αποτελεί η έκδοση βοηθημάτων για τους διδάσκοντες. Τα βοηθήματα αυτά κυκλοφορούν παράλληλα με τα βοηθήματα – βιβλία που έχουν γραφεί για να χρησιμοποιηθούν ως πηγές μελέτες και μάθησης από τους μαθητές. Εφαρμογή αυτού του τρόπου καθοδήγησης των διδασκόντων είναι συνήθης στην περίπτωση της διδασκαλίας των ξένων γλωσσών ενώ τείνει να γενικευθεί σε αρκετά μαθήματα της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Βοηθήματα έχουν διατεθεί και για μαθήματα της δευτεροβάθμιας.
Ο εκπαιδευτικός που διδάσκει ένα συγκεκριμένο επαγγελματικό μάθημα, σε μια συγκεκριμένη σχολή, πρέπει να προσαρμόζει το πρόγραμμα σπουδής που εφαρμόζει, ανάλογα με τα εκάστοτε δεδομένα. Προκύπτει λοιπόν το ειδικό πρόγραμμα σπουδής, το οποίο είναι αυτό που εφαρμόζει ο εκπαιδευτικός σε καθεμία συγκεκριμένη περίπτωση. Βασίζεται στο πρότυπο πρόγραμμα σπουδής, που έχει προετοιμάσει ο εκπαιδευτικός έχοντας υπόψη ορισμένες ιδεατές συνθήκες. Διαμορφώνεται σταδιακά, τηρώντας τις εξής βαθμίδες:
α. Οριοθέτηση περιεχομένου διδακτικών ενοτήτων σύμφωνα με το αναλυτικό πρόγραμμα και το διαθέσιμο χρόνο ενώ για καθεμία διδακτική ενότητα επιλέγονται και διατυπώνονται οι κατά περίπτωση κατάλληλοι Αντικειμενικοί Σκοποί Διδασκαλίας, οπότε προκύπτει αν η ενότητα είναι πράξη ή πληροφορία,
β. επιλογή μεθόδων και μέσων διδασκαλίας και άσκησης,
γ. επιλογή διαδικασίας και μέσων αξιολόγησης,
δ. προετοιμασία μέσων διδασκαλίας και, τέλος,
ε. καταγραφή των στοιχείων της διδασκαλίας κατά τρόπο σαφή και εποπτικό ενώ ακολουθεί ένας τελικός έλεγχος ο οποίος γίνεται για να εξασφαλιστεί η ομαλή και αποδοτική πραγματοποίηση της διδασκαλίας.
Σχέδιο μαθήματος
Σχέδιο μαθήματος ονομάζεται η καταγραφή των στοιχείων της διδασκαλίας μίας διδακτικής ενότητας, σύμφωνα με τον προγραμματισμό που έχει κάνει ο διδάσκων (18).
Το σχέδιο μπορεί να αποβεί διπλά χρήσιμο στο συντάκτη του δεδομένου ότι αποτελεί καταγραφή των στοιχείων του σχεδιασμού που έχει γίνει για τη διδασκαλία καθεμίας διδακτικής ενότητας και παρέχει τη δυνατότητα στον εκπαιδευτικό που το προετοίμασε να το συμβουλεύεται κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας, για πολύ σύντομα χρονικά διαστήματα και εφόσον υπάρχει ανάγκη για κάτι τέτοιο, προκειμένου η διδασκαλία να διεξαχθεί σύμφωνα με το σχεδιασμό της. Θεωρείται ότι η διδασκαλία μίας ενότητας στη βάση ενός σχεδίου μαθήματος είναι αποδοτικότερη από μία διδασκαλία άνευ σχεδίου.
Η μορφή που λαμβάνει το σχέδιο εξαρτάται κατ’ αρχάς από την προσωπική επιλογή του εκπαιδευτικού δεδομένου ότι το κείμενο αυτό προετοιμάζεται από τον ίδιο για δική του χρήση. Πάντως, αυτός ο μηχανισμός προσφέρεται για λεπτομερή καταγραφή των στοιχείων της σχεδιαζόμενης διδασκαλίας.
Μία τυπική μορφή σχεδίου περιλαμβάνει τα εξής:
α. Προκαταρκτικά στοιχεία
Αναγράφονται κατά σειρά: α) ο τίτλος του μαθήματος, β) ο τίτλος της ενότητας που θα διδαχθεί, γ) οι αντικειμενικοί σκοποί, δηλαδή η επιδιωκόμενη συμπεριφορά που πρέπει να είναι σε θέση να επιδείξουν οι μαθητές μετά τη διδασκαλία της ενότητας, δ) η βιβλιογραφία και τα πάσης φύσεως βοηθήματα που χρησιμοποιήθηκαν για τη συλλογή του περιεχομένου της ενότητας καθώς και τα υλικά και μέσα διδασκαλίας.
β. Στοιχεία ως προς τα επιμέρους στάδια της διδασκαλίας
Τηρείται η εξής τετραμερής σειρά των σταδίων της διαδικασίας της διδασκαλίας: α) Προετοιμασία (ή εισαγωγή), ως προς την οποία αναγράφονται συνοπτικά η διαδικασία και οι δραστηριότητες με τις οποίες θα γίνει η προετοιμασία των μαθητών, για να είναι η διδασκαλία αποτελεσματικότερη, β) Παρουσίαση (ή προσφορά), ως προς την οποία σημειώνονται σε μορφή πίνακα αριστερά οι βαθμίδες του περιεχομένου της ενότητας, δεξιά οι μέθοδοι και τα μέσα διδασκαλίας που θα χρησιμοποιηθούν για κάθε βαθμίδα, γ) Εφαρμογή (ή εξάσκηση), για την οποία, ανάλογα με το σκοπό της ενότητας απόκτηση θεωρητικών γνώσεων ή δεξιοτήτων) σημειώνονται οι δραστηριότητες που έχουν προγραμματιστεί για το στάδιο της εφαρμογής, πράγμα που σημαίνει ότι όσον αφορά τις πληροφορίες χρησιμοποιείται συνήθως η τεχνική των προφορικών ή γραπτών ερωτήσεων που συνδέονται με προβληματικές καταστάσεις ενώ για τις πράξεις αποκλειστικά η άσκηση των μαθητών στις σχετικές δεξιότητες. Με άλλα λόγια, ο μαθητής καλείται να επαναλάβει τις βαθμίδες καθεμίας δεξιότητας τηρώντας τη σειρά επίδειξής τους κατά την παρουσίαση. δ) Έλεγχος (ή αξιολόγηση ή δοκιμασία), οπότε με όμοιο τρόπο, ανάλογα με το σκοπό της ενότητας αναγράφεται συνοπτικά η διαδικασία του ελέγχου που θα γίνει ως προς τη μάθηση που επήλθε μετά την ολοκλήρωση της διδασκαλίας. Ο έλεγχος στις πληροφορίες γίνεται συνήθως με τα διάφορα τεστ αξιολόγησης και στις πράξεις με ειδικά τεστ εκτέλεσης, με τα οποία επιδιώκεται η διαπίστωση αν ο μαθητής είναι σε θέση να εκτελεί την αντίστοιχη δεξιότητα με μια προκαθορισμένη ταχύτητα και ακρίβεια. Ενώ κατά το στάδιο της εφαρμογής ο εκπαιδευτικός παρεμβαίνει και καθοδηγεί κατάλληλα τους μαθητές, αντίθετα κατά το στάδιο του ελέγχου απλώς παρατηρεί, διασφαλίζοντας ότι ο καθένας μαθητής εργάζεται μόνος του, χωρίς να του παρέχεται βοήθεια από τον ίδιο ούτε από τους συμμαθητές του. Ωστόσο, διευκρινίζεται ότι ο έλεγχος, τουλάχιστον νοούμενος ως ένα αυτοτελές στάδιο, μπορεί και να παραλειφθεί, είτε επειδή κατά το στάδιο της εφαρμογής μίας πράξης ο εκπαιδευτικός μπορεί να συγκεντρώσει και καταγράψει αρκετά στοιχεία αξιολόγησης από τη διεξαγόμενη άσκηση είτε να επιφυλαχθεί για το μέλλον. Αν γίνει μετάθεση στο μέλλον, αφιερώνεται μία ολόκληρη διδακτική ώρα (ή και περισσότερες, αν κριθεί σκόπιμο), οπότε η αξιολόγηση αφορά εκτενέστερο περιεχόμενο, που έχει δηλαδή διδαχθεί σε έναν αριθμό προηγούμενων διδακτικών ωρών.
γ. Επισημάνσεις ως προς το κλείσιμο της διδακτικής ώρας
Υπάρχουν τα εξής πεδία: α) Ανακεφαλαίωση, όπου σημειώνονται συνοπτικά τα κύρια σημεία που πρέπει να τονιστούν ακολουθώντας την «απλή μέθοδο των τριών», πράγμα που σημαίνει ότι ορισμένα κύρια σημεία της ύλης παρουσιάστηκαν στην εισαγωγή, στην παρουσίαση (κυρίως θέμα) και στο τέλος (ανακεφαλαίωση), β) Ανάθεση εργασίας, προς εκπόνηση από τους μαθητές ενώ είναι σκόπιμο να διανέμεται και αντίστοιχο φύλλο. Τέλος, μετά την ολοκλήρωση της προετοιμασίας του σχεδίου, δίπλα σε καθεμία δραστηριότητα αναγράφεται εντός παρενθέσεως ο χρόνος που έχει προγραμματιστεί να διατεθεί σε αυτή.
δ. Θέση για αναγραφή παρατηρήσεων μετά την πραγματοποίηση της διδασκαλίας
Αν πραγματοποιούνται Πρακτικές Ασκήσεις Διδασκαλίας (ΠΑΔ), στο χώρο αυτό αναγράφονται συνοπτικά από τον επόπτη οι σημαντικότερες παρατηρήσεις, όπως προκύψουν από τη σχετική συζήτηση, έτσι ώστε να χρησιμεύσουν ως στοιχείο ανατροφοδότησης. Ωστόσο, ακόμη και ο εκπαιδευτικός υπηρεσίας μπορεί να σημειώσει, αμέσως μετά τη διδασκαλία καθεμίας ενότητας, σχετικές παρατηρήσεις για τη βελτίωση των αποτελεσμάτων.
Τέλος, επισημαίνεται ότι το σχέδιο μαθήματος αποτελεί σε κάθε περίπτωση έναν οδηγό για την πραγματοποίηση μίας διδασκαλίας και πρέπει να προσεγγίζεται με ευελιξία και διάθεση προσαρμογής στις συγκεκριμένες συνθήκες που διαμορφώνονται κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας.
Καρτέλες σχεδιασμού μαθήματος
Ένα σύστημα για την καταγραφή των στοιχείων διδασκαλίας επαγγελματικού μαθήματος, διάφορο του σχεδίου μαθήματος, συνίσταται στη χρήση καρτελών σχεδιασμού (19). Διακρίνονται καρτέλες πράξεων, πληροφοριών και έργων, στις οποίες καταγράφονται τα απαραίτητα κατά περίπτωση στοιχεία. Η χρησιμοποίηση του συστήματος αυτού παρουσιάζει αρκετά πλεονεκτήματα, όπως η διαφύλαξη της αρχικής εργασίας οργάνωσης ενός επαγγελματικού μαθήματος για επόμενες χρήσεις, η καλύτερη αξιοποίηση της διδακτικής πείρας, η προοδευτική αναθεώρηση περιεχομένου και μέσων διδασκαλίας και η ετοιμότητα των βοηθητικών στοιχείων διδασκαλίας. Είναι σκόπιμο για τη δημιουργία των καρτελών να γίνεται χρήση καρτελών από λεπτό χαρτόνι, για να μη φθείρονται εύκολα, να έχουν όλες οι καρτέλες ίδιες διαστάσεις (για καλαίσθητη τακτοποίηση) και να επιλέγεται διαφορετικό, κατά προτίμηση ανοικτό, χρώμα χαρτονιού για καθένα από τα τρία είδη καρτελών (π.χ. γαλάζιο για τις πληροφορίες, άσπρο για τις πράξεις και πορτοκαλί για τα έργα), προκειμένου να διασφαλίζεται άμεση διάκριση. Όταν διαπιστώνεται η δυνατότητα συμπλήρωσης και βελτίωσης της διδασκαλίας του επαγγελματικού μαθήματος (π.χ. εντοπισμός σχετικού άρθρου σε περιοδικό της ειδικότητας), συνιστάται να γίνεται η κατάλληλη προσθήκη (αναθεώρηση) στην αντίστοιχη καρτέλα πράξης ή πληροφορίας ή έργου σύντομα, έτσι ώστε να ληφθεί υπόψη κατά το χρόνο χρησιμοποιήσεως της καρτέλας. Αν δεν γίνει άμεση συμπλήρωση της καρτέλας, η οποία μαζί με τις υπόλοιπες είναι αρχειοθετημένη (σε ένα απλό κουτί), η πιθανότητα να θυμηθεί ο εκπαιδευτικός την ύπαρξη του άρθρου κατά το χρόνο που θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη στη διδασκαλία είναι πολύ μικρή.
Επίλογος: Συμπεράσματα για τα τρία επίπεδα προγραμματισμού
Από την παρούσα μελέτη προκύπτει η κεντρική σημασία της λειτουργίας του προγραμματισμού ή σχεδιασμού (planning) ως μίας από τις αυτοτελείς, βασικές λειτουργίες στο πλαίσιο της λειτουργίας της διαχείρισης ενός μαθήματος ή ενοτήτων του. Υπάρχει μία, λιγότερο ή περισσότερο σε ανάπτυξη ανάλογα με την περίπτωση, ιεραρχία των διαφόρων προγραμμάτων, η οποία κατά φθίνουσα σειρά είναι η εξής: αναλυτικό πρόγραμμα μαθήματος, πρόγραμμα σπουδής (πρότυπο ή ειδικό), σχέδιο μαθήματος.
Ειδικότερα όσον αφορά το τελικό επίπεδο προετοιμασίας της διδασκαλίας, το οποίο πρέπει να τηρηθεί με σχολαστικότητα σε περίπτωση ΠΑΔ, επισημαίνεται ότι οι καρτέλες πληροφοριών και πράξεων και τα σχέδια μαθήματος έχουν το κοινό χαρακτηριστικό ότι καταγράφουν τα στοιχεία που συλλέγονται κατά το σχεδιασμό που γίνεται για τη διδασκαλία των διαφόρων ενοτήτων ενός επαγγελματικού μαθήματος (20). Κατ’ αρχάς μπορεί λοιπόν να θεωρηθεί ότι οι καρτέλες υποκαθιστούν τα σχέδια μαθήματος, αφού περιλαμβάνουν τα ίδια περίπου στοιχεία και προετοιμάζονται για τον ίδιο ακριβώς σκοπό.
Σε κάθε περίπτωση, ο εκπαιδευτικός έχει μια ακόμη σημαντική προδιαγραφή στη διαχείριση του μαθήματος, το διαθέσιμο επίσημο διδακτικό υλικό, ιδιαίτερα το τυχόν διδακτικό εγχειρίδιο, το οποίο είναι σκόπιμο να αξιοποιήσει και ως προς την κοινωνικοποιητική – ιδεολογική του λειτουργία.
Σημειώσεις τέλους
Χαλκιά Κ. (1999). Εισαγωγή στη διδακτική της τεχνολογίας. Τυπωθήτω Γιώργος Δαρδανός Αθήνα. σ. 40.
Κόμης Β. (2005). Εισαγωγή στη Διδακτική της Πληροφορικής, Κλειδάριθμος. σσ. 36-37.
Βλ. Γρηγοριάδου Μ., Γουλή Ε., Γόγουλου Α. (Επιμ.) (2009). Διδακτικές Προσεγγίσεις και Εργαλεία για τη Διδασκαλία της Πληροφορικής. Εκδόσεις Νέων Τεχνολογιών Αθήνα. σσ. 53-55.
Πρβλ. Hütner A. (2008). Διδακτική Τεχνολογικών Μαθημάτων Μέθοδοι και Διαδικασίες. Ίων Ευρωπαϊκές Τεχνολογικές Εκδόσεις. σ. 17.
Πρβλ. Μανιάτης Α. (2005). Η προσέγγιση της Εκπαίδευσης Ενηλίκων. Διοικητική Ενημέρωση. τ. 33. σσ. 49-59.
Λιοναράκης Α. Προς μία θεωρία της Ανοικτής και εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης – η εξέλιξη της πολυπλοκότητάς της. (κείμενο 10 σελίδων) σ. 5.
Βλ. Λιοναράκης Α. (2003). Εξ αποστάσεως και συμβατική εκπαίδευση: συγκλίνουσες ή αποκλίνουσες δυνάμεις;. σ. in Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Παράλληλα Κείμενα για την Θεματική Ενότητα «Ανοικτή και Εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση» ΕΚΠ 65. Πάτρα.
Κόκκος Α., Λιοναράκης Α. (1998). Ανοικτή και εξ αποστάσεως εκπαίδευση Σχέσεις διδασκόντων – διδασκομένων Τόμος Β. Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Πάτρα. σσ. 36-39.
Hütner A. (2008). Διδακτική Τεχνολογικών Μαθημάτων Μέθοδοι και Διαδικασίες. Ίων Ευρωπαϊκές Τεχνολογικές Εκδόσεις. σ. 43.
Πρβλ. Κόμης Β. (2005). Εισαγωγή στη Διδακτική της Πληροφορικής. Κλειδάριθμος. σ. 58.
Φωτεινός Δ. Αναλυτικά προγράμματα Ιδεολογία και τεχνολογία πολιτικής κυριαρχίας (μέσα από το παράδειγμα ορισμένων μαθημάτων). http://www.eriande.elemedu.upatras.gr/eriande/synedria/synedrio3/praltika%2011/fotinos.htm.
Βλ. Πλαγιανάκος Σ. (2002). Διδακτική Επαγγελματικών Μαθημάτων Ο σχεδιασμός της διδασκαλίας. Εκδόσεις Έλλην. σσ. 50-51, 119-120, 136-139.
Ματσαγγούρας Η. (2006). Διδακτικά εγχειρίδια: Κριτική αξιολόγηση της Γνωσιακής. Διδακτικής και Μαθησιακής Λειτουργίας τους. Συγκριτική και Διεθνής Εκπαιδευτική Επιθεώρηση. τ. 7. σσ. 60-92.
Σοφού Ευ., Κατσαντώνη Σ., Ταβουλάρη Ζ. (2011). Η διδακτική της χρήσης των σχολικών βιβλίων. Επιθεώρηση Εκπαιδευτικών Θεμάτων. τ. 17. σ. 105 επ.
Montanari T. Ladri di sovranità. p. 72. in Algostino A., Ciotti L., Montanari T., Pepino L. (2016). Modifiche costituzionali e italicum Io dico no. Edizioni Gruppo Abele.
Πασιαρδής Π. (2004). Εκπαιδευτική ηγεσία Από την περίοδο της ευμενούς αδιαφορίας στη σύγχρονη εποχή. Μεταίχμιο. σ. 149.
Βλ. Πλαγιανάκος Σ. (2006). Διδακτική Επαγγελματικών Μαθημάτων Η οργάνωση του μαθήματος. Εκδόσεις ΄Ελλην. σσ. 17 – 27.
Βλ. Πλαγιανάκος Σ. (2006). Διδακτική Επαγγελματικών Μαθημάτων Η οργάνωση του μαθήματος. Εκδόσεις ΄Ελλην. σσ. 150 – 185.
Βλ. Πλαγιανάκος Σ. (2006). Διδακτική Επαγγελματικών Μαθημάτων Η οργάνωση του μαθήματος. Εκδόσεις ΄Ελλην. σσ. 150 – 185.
Πλαγιανάκος Σ. (2006). Διδακτική Επαγγελματικών Μαθημάτων Η οργάνωση του μαθήματος. Εκδόσεις ΄Ελλην. σ. 166.
Βιβλιογραφία
Γρηγοριάδου Μ., Γουλή Ε., Γόγουλου Α. (Επιμ.) (2009). Διδακτικές Προσεγγίσεις και Εργαλεία για τη Διδασκαλία της Πληροφορικής. Εκδόσεις Νέων Τεχνολογιών Αθήνα.
Hütner A. (2008). Διδακτική Τεχνολογικών Μαθημάτων Μέθοδοι και Διαδικασίες. Ίων Ευρωπαϊκές Τεχνολογικές Εκδόσεις.
Κόκκος Α., Λιοναράκης Α. (1998). Ανοικτή και εξ αποστάσεως εκπαίδευση Σχέσεις διδασκόντων – διδασκομένων Τόμος Β. Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Πάτρα.
Κόμης Β. (2005). Εισαγωγή στη Διδακτική της Πληροφορικής, Κλειδάριθμος.
Λιοναράκης Α. (2003). Εξ αποστάσεως και συμβατική εκπαίδευση: συγκλίνουσες ή αποκλίνουσες δυνάμεις;. in Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Παράλληλα Κείμενα για την Θεματική Ενότητα «Ανοικτή και Εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση» ΕΚΠ 65. Πάτρα.
Λιοναράκης Α. Προς μία θεωρία της Ανοικτής και εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης – η εξέλιξη της πολυπλοκότητάς της.
Μανιάτης Α. (2005). Η προσέγγιση της Εκπαίδευσης Ενηλίκων. Διοικητική Ενημέρωση. τ. 33. σσ. 49-59.
Ματσαγγούρας Η. (2006). Διδακτικά εγχειρίδια: Κριτική αξιολόγηση της Γνωσιακής. Διδακτικής και Μαθησιακής Λειτουργίας τους. Συγκριτική και Διεθνής Εκπαιδευτική Επιθεώρηση. τ. 7. σσ. 60-92.
Montanari T. (2016). Ladri di sovranità. pp. 51- 74. in Algostino A., Ciotti L., Montanari T., Pepino L. (2016). Modifiche costituzionali e italicum Io dico no. Edizioni Gruppo Abele.
Πασιαρδής Π. (2004). Εκπαιδευτική ηγεσία Από την περίοδο της ευμενούς αδιαφορίας στη σύγχρονη εποχή. Μεταίχμιο.
Πλαγιανάκος Σ. (2002). Διδακτική Επαγγελματικών Μαθημάτων Ο σχεδιασμός της διδασκαλίας. Εκδόσεις Έλλην.
Πλαγιανάκος Σ. (20016). Διδακτική Επαγγελματικών Μαθημάτων Η οργάνωση του μαθήματος. Εκδόσεις Έλλην.
Σοφού Ευ., Κατσαντώνη Σ., Ταβουλάρη Ζ. (2011). Η διδακτική της χρήσης των σχολικών βιβλίων. Επιθεώρηση Εκπαιδευτικών Θεμάτων. τ. 17. σ. 104-119.
Φωτεινός Δ. Αναλυτικά προγράμματα Ιδεολογία και τεχνολογία πολιτικής κυριαρχίας (μέσα από το παράδειγμα ορισμένων μαθημάτων). http://www.eriande.elemedu.upatras.gr/eriande/synedria/synedrio3/praltika%2011/fotinos.htm.
Χαλκιά Κ. (1999). Εισαγωγή στη διδακτική της τεχνολογίας. Τυπωθήτω Γιώργος Δαρδανός Αθήνα.