Δυο φεγγάρια, χιλιάδες δρόμοι. Και κόσμοι πολύχρωμοι, χτισμένοι με λέξεις

ISSN:1792-2674

του Νίκου Ψιλάκη

(Εισήγηση στη συζήτηση με τους «Ταξιδευτές στο φως» για το βιβλίο του «Δυο φεγγάρια δρόμο»)

Πριν από κάμποσα χρόνια μια πολύ γνωστή Καναδή συγγραφέας που έζησε στη Γαλλία, η Μέιβις Γκάλαντ (Mavis Gallant), και που πέθανε τον περασμένο Φλεβάρη, έγραφε: “Δεν μπορώ να καταλάβω τι κάνει έναν λογικό άνθρωπο να παραμερίζει την πραγματικότητα και να περνά μια ολόκληρη ζωή περιγράφοντας ανύπαρκτους χαρακτήρες…». Όταν πρωτοδιάβασα αυτά τα λόγια προβληματίστηκα. Διαπίστωνα πως είχα κι εγώ περάσει ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μου με ανύπαρκτους χαρακτήρες, αν και τα δικά μου ταξίδια κινούνταν πάντα ανάμεσα στην ιστορία και στον μύθο· τη μια αναδιφούσα κείμενα, έψαχνα ιστορικά τεκμήρια και την άλλη έπλαθα ιστορίες, αφηγήσεις, εικόνες. Είχα στο νου μου ένα ποίημα που έγραψα το 1993 στην περιοχή του Αμαρίου, στην Αγία Άννα, έναν λιτό και όμορφο βυζαντινό ναό. Ή, μάλλον, δεν το έγραψα εγώ. Κάποιος παλιός λιθοξόος το είχε γράψει πριν από μένα, σε επιτύμβια επιγραφή. Τέσσερις λέξεις μονάχα:

ΑΚΑΤΑΣ ΑΚΑΤΑ ΥΙΟΣ ΕΤΩΝ ΙΘ (19).

Βιαστικά σημείωσα σ’ ένα κομμάτι λευκού χαρτιού πως «σε τέσσερις λέξεις μπορεί να χωρέσει η βιογραφία του αχώρητου». Την ίδια στιγμή έβλεπα τις «άταφες πέτρες να εξοστρακίζονται στο φως» και το άγραφο χώμα να «συλλαβίζει την ιστορία του κόσμου» σε χρώμα – σύμβολα. Ο Ακατάς, ένας νέος 19 ετών, που πέθανε κάποτε, θα σήκωνε σίγουρα μια σημαία μέσα από τη λήθη του χρόνου, μέσα από την αθανασία της γραφής. Ίσως μιαν ανθεμίδα, ίσως μια κόκκινη παπαρούνα. Χωρίς να το καταλάβω, είχα σκαρώσει πάλι μια ιστορία. Ή έναν μύθο. Ίσως και να έβαλα την ιστορία πλάι στον μύθο, να περπάτησα μαζί τους, προσπαθώντας να κατανοήσω τον κόσμο: τον Ακατά υιό, τον Ακατά πατέρα, τον λιθοξόο, τα χαμένα μέσα στον χρόνο όνειρα, αλλά και εμένα τον ίδιο, τον αναγνώστη που διαβάζει ένα κείμενο ύστερα από τόσους αιώνες.

Τι είναι, λοιπόν, αυτό που κάνει έναν συγγραφέα να παραμερίζει τον πραγματικό κόσμο και να περνά μια ολόκληρη ζωή με ανύπαρκτους χαρακτήρες; Θα απαντούσα κι εγώ με ένα ερώτημα: Τι ήταν εκείνο που έκανε τον πρώτο άνθρωπο να τραβήξει γραμμές και να σχηματίσει τις πρώτες βραχογραφίες; Ή, αλλιώς, να τραβήξει γραμμές και να αφηγηθεί με τον τρόπο του την πρώτη ιστορία; Τι είναι αυτό που έκανε τον πρώτο παραμυθά να συνάξει πλάι του κάποιον ή κάποιους και να τους πει το πρώτο παραμύθι; Αλλά, και τώρα που τα λέμε όλα τούτα, δεν φτιάχνομε εικόνες; Δεν πλάθομε ιστορίες;

Τώρα που γράφω τούτες τις γραμμές, σκέφτομαι πως την πρώτη ιστορία, την πρώτη αφήγηση, μπορεί να την είπε κάποτε μια μάνα. Σαν τη δική μου, σαν τη δική σας, σαν την πρώτη κοινή μάνα των ανθρώπων, πριν ακόμη αρχίσει να διασπάται η ενότητα του κόσμου σε φυλές, σε μαύρους, άσπρους, κίτρινους. Κι εκείνη η μάνα μπορεί να νανούρισε το παιδί της, πλάθοντας ιστορίες και μύθους, πλάθοντας πόθους και όνειρα. Μήπως δεν είναι μια αφήγηση και το νανούρισμα; Θυμηθείτε: κοιμήσου και παρήγγειλα στην πόλη τα προικιά σου…

Η λέξη…

Γεννήθηκα στην Κρήτη, όπως και πολλοί από σας, αγαπητοί «Ταξιδευτές στο Φως». Γεννηθήκαμε στην Ελλάδα, σε μια γωνιά του κόσμου όπου οι άνθρωποι μεγαλώνουν ακούγοντας πότε τον Όμηρο ν’ αφηγείται τις ιστορίες ενός πολέμου ή τις περιπέτειες ενός αμετανόητου ταξιδευτή, πότε τους Συναξαριστές να φτιάχνουν ψηφιδωτά λέξεων και να τα χρωματίζουν με φωτοστέφανα, πότε τον Κορνάρο να πλέκει λέξεις – ύμνους στον Έρωτα.

Γιατί, αγαπητοί φίλοι, βασικό υλικό της αφήγησης είναι η λέξη. Το κοινό κτήμα που μας κάνει να καταλαβαίνουμε τον κόσμο. Λες βιβλίο και εννοείς αυτό που βλέπεις εδώ μπροστά, λες πιρούνι, κουτάλι και εννοείς τα εργαλεία που σε βοηθούν να απολαύσεις την υλική τροφή, λες ελευθερία, αξιοπρέπεια, ελπίδα, αγάπη, έρωτας και καταλαβαίνεις αμέσως ότι προσπαθείς να τιθασεύσεις έναν απέραντο κόσμο αφηρημένων εννοιών. Αυτή, λοιπόν, η λέξη, είναι το δομικό μας υλικό. Συζητάμε, χτίζομε κόσμους, χτίζομε ακόμη και καταφύγια για να μπορούμε να κρατηθούμε σ’ έναν βίαιο κόσμο που σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ, τον πλάθει και τον μεταπλάθει η εξουσία του χρήματος. Κι αυτή η εξουσία ξεπερνά τα έθνη, τα κράτη· είναι παγκόσμια.

Δεν σας κρύβω πως ανησυχώ. Μας κλέβουν τις λέξεις, μας γκρεμίζουν τους κόσμους, προσπαθούν να υποτάξουν τους πολιτισμούς. Και δεν εννοώ αυτό που έγραψε κάποτε ένας σπουδαίος λόγιος, ο Ι. Θ. Κακριδής, πως «όταν πεθαίνει μια λέξη είναι σα να πεθαίνει ένας άνθρωπος». Άλλο λέω. Κάθε επιστημονικός κλάδος, κάθε ελίτ, χρησιμοποιεί όλο και πιο εξειδικευμένους κώδικες επικοινωνίας, όλο και πιο δυσνόητες λέξεις, που απλώς απομονώνουν τους ανθρώπους και τους αφαιρούν τη χαρά της επικοινωνίας, τη χαρά της κοινής κληρονομιάς και της κοινής πολιτιστικής παρακαταθήκης.

Ποιος μπορεί, λοιπόν, να είναι ο ρόλος της λογοτεχνίας σε μια τέτοια εποχή; Και ο ρόλος του μύθου; Δεν θα σταθώ στα πολλά θεωρητικά ζητήματα ούτε στις θεωρίες της αφήγησης. Θα πω μόνο πως η λογοτεχνία μπορεί να συνεχίσει να αποτελεί τον πιο όμορφο τρόπο κατανόησης του κόσμου. Οι φανταστικοί χαρακτήρες στους οποίους αναφέρθηκα πριν είναι απεικάνσεις του πραγματικού κόσμου, ακόμη και στις πιο κοινές ή τις πιο ακραίες μορφές του. Η λογοτεχνία μπορεί να υψώνει σαν σημαία τη λέξη, να πλουτίζει τη γλώσσα, να οξύνει την κρίση, να πλάθει παράλληλους κόσμους και να μας δίνει εισιτήρια για ταξίδια.

Κάποτε μπορεί να λέγανε τον Όργουελ φαντασιόπληκτο. Μίλησε για τον έλεγχο της ανθρώπινης συνείδησης, μίλησε για κόσμους που μόλις είχαν αρχίσει να αναδύονται. Αργότερα τον είπαν προφήτη. Κατάλαβαν πως ο κόσμος που περιέγραψε δεν ήταν και τόσο φανταστικός. Πραγματικός ήταν, προβολή του μέλλοντος στο παρόν. Μόνο που τότε δεν μπορούσαν να το δουν οι άλλοι. Να, λοιπόν, τι μπορεί να σημαίνει φαντασία.

Ο χρόνος

Από την πρώτη αφήγηση, λοιπόν, μέχρι σήμερα η λογοτεχνία μοιάζει με παιγνίδι. Παίζεις με τους χαρακτήρες, παίζεις με τον χρόνο, παίζεις με τη φαντασία. Κάθε φορά που λέμε «μια φορά κι έναν καιρό» μεταθέτομε τον χρόνο σ’ ένα αβέβαιο και αόριστο παρελθόν, φέρνομε τον παρελθόντα χρόνο στο παρόν. Κι αυτό το πάντρεμα μοιάζει αλλόκοτο. Πόσες φορές, όμως, διαβάζοντας ένα βιβλίο νιώσαμε να καταργούμε τον χρόνο; Καταλαβαίνομε τη μοναξιά του συγγραφέα, μια μοναξιά που δεν μπορεί να είναι ποτέ πληκτική, γιατί πλάθεται κάθε μέρα, κάθε ώρα, και καταργείται κάθε μέρα, κάθε ώρα. Ο συγγραφέας ενός μυθιστορήματος ζει με τους ήρωές του, κουβεντιάζει μαζί τους, πάσχει μαζί τους, χαίρεται, αγωνιά, ξεδιπλώνει τα συναισθήματά του, όπως ξεδιπλώνει τη φαντασία, ή και την ψυχή του ακόμη.

Μια και μου κάνατε την τιμή να με καλέσατε σε μια τόσο δημιουργική συντροφιά, θα σας εξομολογηθώ ότι από μικρός ζούσα με φανταστικούς ήρωες, σε διάφορους χρόνους. Κι ας διέγραψα μια μακρά διαδρομή παλεύοντας με τον άγραφο χάρτη, άλλοτε σκαρώνοντας στίχους, άλλοτε παλεύοντας με το εφήμερο ως διαχειριστής της είδησης, άλλοτε ως συλλογέας της μνήμης των άλλων (αυτή που κάποιοι τη λένε και συλλογική), άλλοτε προσπαθώντας να υπερβώ την πραγματικότητα με πινελιές του μαγικού, του υπερρεαλιστικού μέσα στο πραγματικό. Το πρώτο αφηγηματικό μου κείμενο, εξ ολοκλήρου δημιούργημα της φαντασίας, το έγραψα κάτω από μια γριά ελιά, στην τρυφερή ηλικία των 10 ετών. Κι ο νονός μου, που το έμαθε (δάσκαλος ήταν), πρότεινε να το τυπώσει σαν παραμύθι. Ευτυχώς δεν το έκανε, ίσως να μην το άντεχα το πρόωρο παιδικό ξεγύμνωμα. Δεν χρειάζεται, ίσως, να το ακούσετε από μένα, ξέρουμε όλοι πως εκδίδοντας ένα λογοτεχνικό κείμενο, και κυρίως αφηγηματικό, είναι σα να εκθέτεις την ψυχή σου σε κοινή θέα. Αποκαλύπτοντας φανταστικούς ήρωες αποκαλύπτεις τον κόσμο, συχνά τον κόσμο σου, κι ακόμη συχνότερα, έναν κόσμο που σε έλκει. Ή κι έναν κόσμο που σε απωθεί. Οι συγγραφείς μπορεί να κάνουν πως δεν το ξέρουν. Ή κάνουν πως δεν θέλουν να το παραδεχτούν.

Γράφοντας τούτες τις λίγες γραμμές, θυμήθηκα έναν υπέροχο πίνακα του Γκρέκο: την ταφή του κόμητος Οργκάθ. Έργο πρόωρα μοντέρνο και εξαιρετικά πρωτοποριακό που όταν το βλέπω ακούω ύμνους βυζαντινούς, κοντάκια κι εγκώμια. Ανάμεσα στους άλλους, λένε, έβαλε όχι μόνο τον εαυτό του, αλλά και τον γιο του, τον Χόρχε Μανουέλ, σε παιδική ηλικία. Αν μη τι άλλο, έφτιαξε έναν κόσμο και τον χώρεσε στον πραγματικό, τοποθέτησε τα οικεία του πρόσωπα σ’ ένα ιδιότυπο παρόν, σ’ ένα αιώνιο και ακατάλυτο παρόν, αφήνοντας πάντα από πάνω το δεύτερο επίπεδο, τον υπερβατικό κόσμο που βρίσκεται σε κάποιο μακρινό και απροσπέλαστο υπερπέραν. Δεν ξέρω γιατί σκέφτηκα αυτό το εξαίσιο πάντρεμα του χώρου με το χρόνο, του πραγματικού με το υπερβατικό.

Πλάθοντας κόσμους

Τόλμησα να πλάσω έναν κόσμο και να βάλω δυο φεγγάρια να τον ορίζουν. Συχνά με ρωτάνε τι σημαίνει δυο φεγγάρια δρόμο. Και δεν ξέρω τι να απαντήσω. Γιατί απλώς δεν μπορώ να απαντήσω. Θα απαντήσει ο αναγνώστης. Γιατί ο κάθε αναγνώστης μπορεί να το αισθάνεται αλλιώς. Και να το καταλαβαίνει αλλιώς.

Φίλοι μου, ένα από τα πιο μεγάλα μυστήρια της τέχνης μπορεί να λέγεται λογοτεχνία. Ακούς μουσική και ξέρεις ότι το ερέθισμά σου είναι ακουστικό, ότι μια αίσθηση, η ακοή, αποτελεί το μέσον μέσω του οποίου προσλαμβάνει κανείς αυτή την τέχνη. Βλέπεις έναν πίνακα και ξέρεις ότι το ρόλο της ακοής τον παίρνει η όραση. Στη λογοτεχνία; Διαβάζεις και πλάθεις κόσμους. Χτίζεις κόσμους με λέξεις. Η σύγχρονη λογοτεχνική θεωρία δεν θεωρεί παθητικό αποδέκτη τον αναγνώστη, το ξέρετε, αλλά συν-δημιουργό. Άλλωστε και η ίδια η λέξη συγγραφή είναι σύνθετη. Συν και γραφή. Γιατί κανείς δεν γράφει από μόνος του. Είμαι μέρος ενός πολιτισμού, μέτοχος. Κι αυτός ο πολιτισμός είναι πολιτισμός της κοινότητας, κοινωνικό αγαθό που δεν μπορεί κανείς να θεωρηθεί ούτε αποκλειστικός κληρονόμος του ούτε αποκλειστικός μέτοχος.

Τα δικά μου φεγγάρια είναι και δικά σας. Αναφέρονται σε μια Κρήτη που την αγαπάμε, σ’ έναν τόπο που μας διαμόρφωσε και μας διαμορφώνει κάθε μέρα, όπως τον διαμορφώνομε κι εμείς. Επέλεξα ένα χωριό που ο καθένας μπορεί να το θεωρήσει δικό του. Γιατί το Ανέγνωρο υπάρχει. Κι αν δεν το βρείτε σαν φυσική παρουσία, θα το δείτε σαν μια χάρτινη βαρκούλα, παιγνίδι παιδικό, που ταξιδεύει μέσα από τις σελίδες. Πριν αρχίσω να γράφω, ζωγράφισα το χωριό σ’ ένα χαρτί. Ζωγράφισα τα σπίτια, τους ανθρώπους, έπλασα έναν μυθικό χώρο και τον έβαλα να γειτονεύει με τον πραγματικό. Ήξερα πού είναι η Ανατολή και πού η Δύση. Ήξερα τους ήρωες, τους καλημέριζα κάθε πρωί, έβλεπα την Ερατώ με το θλιμμένο χαμόγελο και ζωντάνευαν οι αφηγήσεις που είχα ακούσει για δεκαετίες από την Κρήτη του χθες. Έβλεπε τον Μηνά και ήξερα ότι θα με περίμενε στη γωνία αν τον αδικούσα. Θα με τιμωρούσε πιο σκληρά απ’ όσο πίστευα. Γιατί ο συγγραφέας νομίζει πάντα ότι αυτός οδηγεί τους ήρωες. Δεν ξέρει ή δεν θέλει να παραδεχτεί ότι συχνά τον οδηγούν οι ήρωες· οι τάχατες ανύπαρκτοι χαρακτήρες είναι αυτοί που του δείχνουν τον δρόμο.

Δεν θα σας κουράσω άλλο. Θέλω μόνο να πω ότι ένα μυθιστόρημα που αναφέρεται στον παρελθόν δεν μπορεί παρά να υπερβαίνει τον χρόνο του. Τα προβλήματα του 1950 είναι και καινούργια προβλήματα: η εθνική μας αξιοπρέπεια, η ζωή, η δημοκρατία, η αξιοπρέπεια του ανθρώπου, η αυθαιρεσία της εξουσίας, ο βουλευτής που δεν αντιπροσωπεύει τους ψηφοφόρους αλλά τους κατευθύνει, ο επινοημένος νόμος που αντιπαρατίθεται με τους άγραφους, οι ισορροπίες που διαταράσσονται όταν επεμβαίνει κάποιος εξωτερικός παράγοντας ξένος προς τα ήθη, τις ανάγκες, τις αξίες μιας κοινότητας ανθρώπων.

Κάποτε μπορεί και να τα λέγαμε όλα αυτά στρατευμένη τέχνη. Εγώ θα τα έλεγα τέχνη που προσπαθεί να ξεχωρίζει την ομορφιά, να την αναζητά. Τέχνη που φτιάχνει όμορφους κόσμους μα όχι για να τους αφήσει κενούς. Γιατί ο κόσμος χωρίς τον άνθρωπο είναι ένας κόσμος άδειος. Ο σημερινός άνθρωπος πρέπει να ζητήσει τη σωτηρία μέσα από την ομορφιά, όπως θα έλεγε ο μέγας Ντοστογιέφσκι. Και να κάνει αυτό που παράγγειλε ο ασκητής μας, ο Πορφύριος: να χτίσει έναν όμορφο κόσμο, να τον μεγαλώσει, να τον μεγαλώσει κι άλλο, να τον κάμει πολύχρωμο. Και τότε θα καταλάβει πως αυτός ο κόσμος δεν είναι μόνο δικός του!