Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΑΦΗΓΗΣΗΣ ΣΤΗ ΜΑΘΗΣΙΑΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ISSN:1792-2674

Δήμητρα Βαλαβάνη

dimitrita@hotmail.com

Εκπαιδευτικός Π.Ε.60

Δέσποινα Τζιάκη

d.tziaki@gmail.com

Εκπαιδευτικός Π.Ε.60

Περίληψη

Αντικείμενο της παρούσας εισήγησης είναι η δυναμική της αφήγησης στη μαθησιακή διαδικασία  και η διερεύνησή της στις σχολικές μονάδες της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Θα γίνει αναφορά στην αφηγηματική τέχνη και πώς αυτή μπορεί να ενταχθεί στην καθημερινή εκπαιδευτική πράξη. Θα αναζητήσουμε τα οφέλη της στην επικοινωνία, την αλληλεπίδραση μεταξύ δασκάλου και μαθητών, μαθητών και μαθητών αλλά και στον γνωστικό τομέα της γλωσσικής και νοητικής ανάπτυξης των παιδιών. Ο εκπαιδευτικός σε κάθε τάξη έχει το δικό του τρόπο επικοινωνίας με τους μαθητές και το δικό του τρόπο διδασκαλίας των διαφόρων θεμάτων που επεξεργάζεται. Θα αναφέρουμε κάποια σημεία που θεωρούνται επιτυχημένα για την αφήγηση και στη συνέχεια καθένας θα προσαρμόσει τις ιδέες αυτές στο δικό του προσωπικό στυλ επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης με τους μαθητές του. Σ’ έναν κόσμο που αλλάζει, σ’ ένα σχολείο που εισβάλουν οι νέες τεχνολογίες το λαϊκό παραμύθι έρχεται ξανά να βρει τη θέση του γιατί έχει πολλά να δώσει στα μικρά παιδιά που το έχουν ανάγκη όσο και οι μεγάλοι.   

Λέξεις κλειδιά: αφήγηση, σχολείο, λαϊκά παραμύθια

1. Εισαγωγή

Το σχολείο είναι ένα ανοικτό κοινωνικό σύστημα που βρίσκεται σε διαρκή αλληλεπίδραση με το περιβάλλον του (Ζαβλανός,1999). Τα πολιτισμικά εργαλεία αλλάζουν, η υλικοτεχνική υποδομή διαφοροποιείται, οι ανθρώπινες αξίες μεταβάλλονται. Και σ’ όλο αυτό το διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, οι δάσκαλοι αναζητούν νέες ελκυστικές μαθησιακές διαδικασίες για να ανταποκριθούν στον ιδιαίτερα απαιτητικό ρόλο τους. Κάποιες φορές τα πολιτιστικά εργαλεία έρχονται από τα παλιά και προσαρμόζονται στις σύγχρονες συνθήκες. Παρατηρούμε ότι είναι πετυχημένα και τώρα όπως και τότε, γιατί έχουν τη δύναμη να καλύψουν βασικές ανάγκες των ανθρώπων. Τα λαϊκά παραμύθια και οι μύθοι καθώς και η τέχνη της αφήγησης ανήκουν σε αυτά και  τα επιλέγουμε για ν’ ασχοληθούμε παρακάτω εκτενέστερα.

2. Κυρίως μέρος

2.1 Η τέχνη της αφήγησης

Τα τελευταία χρόνια όλο και πιο συχνά συναντάται η αναβίωση της αφηγηματικής τέχνης, κάτι που αποτελεί ένα φαινόμενο κοινωνικό και πολιτιστικό των πρόσφατων δεκαετιών. Το κίνημα της «νέο-αφήγησης», όπως ονομάστηκε, παρατηρήθηκε πολύ έντονα στα  αστικά κέντρα της Β. Αμερικής, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ελβετίας και άλλων χωρών. Το ρόλο των νέων παραμυθάδων έπαιξαν οι εκπαιδευτικοί, οι βιβλιοθηκάριοι, οι ηθοποιοί και όσοι ασχολήθηκαν με τη μελέτη και καταγραφή των παραμυθιών. Η κίνηση για την αφήγηση, δυναμώνει διεθνώς και ολοένα περισσότεροι εκπαιδευτικοί εντάσουν την αφήγηση στη μαθησιακή διαδικασία. Στην Αγγλία για παράδειγμα από το 1993 ιδρύθηκε «η κοινωνία για την αφήγηση» (the society for storytelling) που έχει ως στόχο να διαδώσει πληροφορίες που αφορούν την αφήγηση, καλλιεργεί μια κοινότητα κοινών εμπειριών και αυξάνει την ευαισθητοποίηση σχετικά με τη δύναμη της αφήγησης ως μέσου εκπαίδευσης, ψυχαγωγίας και πολιτιστικής διατήρησης. (Ζαν,1996).

Η άνθηση της τέχνης του αφηγητή πρόεκυψε κυρίως όταν στις βιβλιοθήκες διαμορφώθηκαν χώροι ειδικοί για παιδιά ή παιδικές βιβλιοθήκες και έτσι οι υπεύθυνοι σύντομα συνειδητοποίησαν πως η αφήγηση ιστοριών είναι ένας τρόπος να φέρουν τα παιδιά πιο κοντά στην ανάγνωση και στα βιβλία (Κουλουμπή, 1995). Επίσης χρόνια πριν δεν υπήρχαν όπως σήμερα  πολλά παιδικά βιβλία, έτσι η αφήγηση ιστοριών ήταν μια λύση για να καλύψουν αυτό το κενό. Ένας ακόμη λόγος είναι πως στις μεγάλες πόλεις στα σχολεία υπήρχαν και πολλά παιδιά μεταναστών, που δεν γνώριζαν τη γλώσσα της χώρας υποδοχής. Έτσι οι βιβλιοθηκονόμοι ή οι εκπαιδευτικοί στα σχολεία επινοούσαν ή αφηγούνταν ιστορίες, απλές και κατανοητές διασκευάζοντας ή απλοποιώντας μύθους για να κατανοούνται καλύτερα και από τα αλλοδαπά παιδιά. Με την πάροδο των χρόνων και εφόσον είδαν τα θετικά αποτελέσματα αυτής της εφαρμογής ξεκίνησαν προγράμματα προκειμένου να εκπαιδεύσουν βιβλιοθηκονόμους στην τέχνη της αφήγησης. Επίσης κρίθηκε αναγκαίο να ενταχθεί  και στα προγράμματα σπουδών των νηπιαγωγών.

Στην πορεία άρχισαν να διοργανώνονται διάφορα φεστιβάλ και συνέδρια σχετικά με την τέχνη και τη δύναμη της αφήγησης. Τώρα πλέον υπάρχουν σχολές αφήγησης, μεταπτυχιακά καθώς και πολλά βιβλία που εμπεριέχουν καταγραφές που έχουν γίνει από μελετητές αλλά και διασκευές λαϊκών παραμυθιών.

Η Αμερικανίδα παραμυθού CathrynWellner αναφέρει ότι ορισμένοι ινδιάνοι της χώρας της πιστεύουν ότι τα παραμύθια διατηρούν την αρμονία του κόσμου και αποκαθιστούν την υγεία όχι μόνο του ατόμου αλλά και της κοινότητας (Κουλουμπή, 1995). Εξάλλου μεγάλοι ψυχαναλυτές όπως ο Φρόιντ, ο Γιουνγκ, ο Φρομ χρησιμοποίησαν μεθόδους συγγενικές προς το παραμύθι. Εξακολουθούν να εφαρμόζονται θεραπευτικά τεχνικές όπως η δραματοθεραπεία (dramatherapy) που περιλαμβάνουν αφήγηση και δημιουργία ιστορίας (storytelling-storymaking). 

Επομένως, το παραμύθι δε χρησιμοποιείται μόνο σε παιδαγωγικούς τομείς αλλά και σε θεραπευτικούς. Επίσης εισάγεται σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης από τα Νηπιαγωγεία έως και τα Πανεπιστήμια. Η εξοικείωση των παιδιών με το αφηγηματικό υλικό των παραμυθιών καλλιεργεί τη φαντασία και την κριτική τους ικανότητα, τα κάνει τα ίδια αφηγητές και όχι απλά καταναλωτές μιας ιστορίας. Εμπλουτίζει την αφηγηματική τους ικανότητα και το λεξιλόγιό τους και τους προσφέρει ένα μέσο για να ανακαλύπτουν συνέχεια τον εαυτό τους. Η σύνδεσή του με την παιδική ηλικία συμβάλλει και στο να δεχθεί το παιδί συμβουλές από τους μεγαλύτερους με έμμεσο τρόπο, καθώς και να εισαχθεί στην πραγματικότητα μέσα από τον κόσμο των παραμυθιών.

Η αφήγηση ή storytelling είναι η τέχνη να μεταφέρεις σημαντικά μηνύματα μέσω της διήγησης ιστοριών σε ένα κοινό. Σύμφωνα με τον Campbell (2014) την πρώτη μορφή αφήγησης αποτελούν οι μύθοι, οι ιστορίες που διηγούνταν οι πρόγονοι μας προκειμένου να καταγράψουν και να μεταβιβάσουν σημαντικά γεγονότα και δρώμενα της εποχής στις νεότερες γενιές. Συνήθως, το περιεχόμενο των μύθων είχε σαν στόχο να δοξάσει κάποιον ήρωα, να μεταδώσει σημαντικά γεγονότα και ν’ αναδείξει πρότυπα της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

Ο Μερακλής  (1999) αναφέρει ότι το παραμύθι είναι το αρχαιότερο είδος αφήγησης, πράγμα που σημαίνει ότι κατά την πρωτόγονη εποχή της ανθρωπότητας αυτό υπήρξε ίσως η καλύτερη έκφραση της ζωής και των μυστηρίων της. Σ’ αυτή την άγνωστη περίοδο γεννήθηκαν τα θαυμαστά πλάσματα της φαντασίας που δημιούργησε ο άνθρωπος προκειμένου να ερμηνεύσει και να εξευμενίσει τις αόρατες φυσικές δυνάμεις. Ο ανιμισμός του πρωτόγονου, όπως αναφέρει, έδωσε μορφή και υπόσταση στα φυσικά φαινόμενα πλάθοντας θεούς και ημίθεους, μάγους και μάγισσες, πρίγκιπες και πριγκίπισσες, δράκους και νεράιδες.

Από την άλλη, το λαϊκό παραμύθι σύμφωνα με τον Αυδίκο (2017) «μέσα από την προφορική του παράδοση, εξακολουθεί να είναι ένα σημαντικό μέσο διδασκαλίας προάγοντας τον πολιτισμό, αφού είναι ένα σημαντικό είδος της λαϊκής λογοτεχνίας που αποτελεί για αιώνες αναπόσπαστο κομμάτι της προφορικής παράδοσης, χώρος ανάπτυξης της συλλογικής μνήμης και φαντασίας, μέσο προβολής της εθνικής – πολιτισμικής ταυτότητας, αλλά  και σημείο συνάντησης διαφορετικών πολιτισμών» (σ. 9). Επιπλέον, το παραμύθι είναι «προϊόν ομαδικής και όχι προσωπικής δημιουργίας. Υπάρχει ο αφηγητής που είναι ένας δημιουργικός φορέας, αυτός που έχει από πολλούς το χάρισμα, που κινείται με άνεση σ’ όλους τους χώρους της παράδοσης και μπορεί να συνθέτει μοτίβα, αλλά δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τη σημασία του ακροατηρίου που ενεργεί αναγκάζοντας τον παραμυθά – αφηγητή να προσαρμόσει την αφήγησή του στις ιδιομορφίες του τόπου και του χρόνου (γλωσσικό όργανο, διαφοροποίηση ονομάτων ηρώων, νοοτροπίες, παρεμβολή τοπιογραφίας)» (σ. 9).

Για τα ελληνικά δεδομένα, από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, μετά από παρότρυνση του Νικόλαου Πολίτη, συγκεντρώνεται μεγάλος όγκος λαϊκών αφηγήσεων. Το έργο, για την κατάταξη των παραμυθιών αυτών, ανέλαβε ήδη στις αρχές του 20ου αιώνα, ο Γεώργιος Μέγας, ο οποίος ασχολήθηκε στη διάρκεια όλης της ζωής του με την έρευνα των λαϊκών παραμυθιών και δημοσίευσε το πρώτο μέρος του ελληνικού κατάλογου (1978) «Μύθοι ζώων». Με το θάνατό του διακόπηκε η έκδοση του έργου αλλά σύμφωνα με την Καπλάνογλου (2012)  η νέα διερεύνηση του υλικού του Καταλόγου ξανάρχισε κατά τη δεκαετία του 1990 με ομάδα ειδικών που υπέδειξε ο Μερακλής, δεδομένου ότι ο Μέγας στη διαθήκη του εμπιστεύεται σε εκείνον το υλικό, με στόχο την τελική επεξεργασία και την έκδοσή του.

Σχετικά με τη μοναδικότητα του αφηγητή, η Καπλάνογλου (2012) αναφέρει: «κάθε αφηγητής ξεχωρίζει από τον τρόπο που αφηγείται μια ιστορία και τα μέσα που χρησιμοποιεί. Το λεξιλόγιο και οι γλωσσικές του επιλογές, το αφηγηματικό του ύφος και η τεχνική του στη χρήση του λόγου, τους αυτοσχεδιασμούς, το χιούμορ ή τη δραματική ένταση, ο τρόπος της παράστασης του με κινήσεις, τον τόνο της φωνής και η ρυθμικότητα της γλώσσας, την παρεμβολή διαλόγων και περιγραφών, όλα αυτά μορφοποιούν σε μεγάλο βαθμό το παραμύθι και αποτελούν το πεδίο όπου ολοκληρώνεται η τέχνη του αφηγητή» (σ.101).

Με εκείνο το «μια φορά κι ένα καιρό» ο αφηγητής παίρνει τον ακροατή μαζί του και απογειώνονται έξω από την τωρινή πραγματικότητα σ’ ένα μακρινό και φανταστικό κόσμο. Ενώ, όταν το ταξίδι τελειώνει, η καταληκτική φράση «μήδε ‘γω ήμουνα κει, μήδε σεις να το πιστέψετε», υπογραμμίζει τη μαγική σχέση του ακροατηρίου με το παραμύθι και το επαναφέρει στην πραγματικότητα. Ο τόπος και ο χρόνος της αφήγησης, ποικίλουν από τόπο σε τόπο και από εποχή σε εποχή (Μερακλής, 1999).

2.2. Ο ρόλος του παιδαγωγού στην αφήγηση

Η αφήγηση πρέπει να ενταχθεί στο χώρο της εκπαίδευσης καθώς δημιουργεί καινούργιους τρόπους επικοινωνίας, καλλιεργεί τη νοητική και συναισθηματική νοημοσύνη και βελτιώνει τον τρόπο μάθησης. Η αφήγηση ενισχύει την κοινωνική επαφή, τη μάθηση και αποτελεί ψυχαγωγία τόσο στο χώρο της εκπαίδευσης όσο και στην καθημερινότητα και έχει μόνο θετικά στοιχεία να προσφέρει.

Παράλληλα πρέπει να αναγνωρίσουμε πως  οι γιαγιάδες και οι παππούδες που παραδοσιακά έλεγαν στα εγγόνια παραμύθια ανήκουν σε γενιές που απέρχονται και ο σύγχρονος  τρόπος ζωής, με τους γονείς να εργάζονται πολλές ώρες έχει σαν αποτέλεσμα τα παιδιά να περνάνε αρκετό χρόνο σε δραστηριότητες ή με νταντάδες, πολύ συχνά σε οθόνες. Κατά συνέπεια η καλλιέργεια της γλώσσας περιορίζεται και η διαδικασία αφήγησης  ιστοριών της καθημερινότητας  γύρω από το  οικογενειακό τραπέζι  γίνεται όλο και πιο σπάνια.

Όμως τα λαϊκά παραμύθια είναι «αναπόσπαστο κομμάτι του πολιτισμού και της παιδείας του ανθρώπου, καλλιεργούν τη γλώσσα του παιδιού στα πρότυπα της κλασικής παράδοσης, βοηθούν τον άνθρωπο να κατανοήσει την ανθρώπινη νοοτροπία, συνδράμουν στην ανάπτυξη κριτικού πνεύματος και κάνουν τον ακροατή να ξανασκεφτεί την έννοια της ουτοπίας» (Zipes, 1994, σ. 161).

Όταν ο παιδαγωγός χρησιμοποιεί τη μέθοδο προσέγγισης του παραμυθιού μέσω της αφήγησης καταφέρνει μεταξύ άλλων και τα εξής :

  • Bοηθάει το παιδί να συγκεντρώσει την προσοχή του σε προφορική περιγραφή.
  • Ενισχύει το λεξιλόγιο των παιδιών καθώς τα ακούσματά τους περιλαμβάνουν λέξεις από την παράδοση και τα παλιά χρόνια.
  • Αντιλαμβάνεται πώς λειτουργεί ο παραμυθιακός λόγος.
  • Βοηθάει το παιδί να ενισχύει τη λογική σκέψη του μέσα από συνδυασμούς γνωστικών και συναισθηματικών μηχανισμών. 
  • Δημιουργεί εμπιστοσύνη μεταξύ του παιδιού και του περιβάλλοντος.
  • Καλλιεργεί τη φαντασία και βοηθά το παιδί ν’ αναγνωρίζει τα συναισθήματά του μέσα από τις ιστορίες καθώς νιώθει μεγάλη εγγύτητα και ενίοτε ταύτιση με τους ήρωες των παραμυθιών.

Οι δυνατότητες που δίνει το λαϊκό παραμύθι ή οι μύθοι μετά την αφήγηση είναι πολλές. Εφόσον ο απλός παραμυθιακός λόγος είναι  εύκολα κατανοητός από τα παιδιά, ακόμα και από εκείνα που έχουν δυσκολίες με τη γλώσσα, υπάρχει η δυνατότητα αναδιήγησης της ιστορίας. Μπορούν να προχωρήσουν σε εντοπισμό των καλών και κακών ηρώων, των βοηθών, των μαγικών αντικειμένων (ένα μαγικό κλειδί ή φτερό) ή να κάνουν διασκευή  της ιστορίας αλλάζοντας το τέλος. Επίσης μπορούν να χρησιμοποιήσουν κούκλες για την αναδιήγηση της ιστορίας αλλάζοντας και τις φωνές τους, να αξιοποιήσουν αυτοσχέδια μουσικά όργανα για συνοδεία, να τραγουδήσουν ένα σχετικό τραγούδι, να επαναλάβουν μέσα στην ιστορία κάποιο λάχνισμα, να ζωγραφίσουν την ιστορία σε μορφή κόμικ, να την δραματοποιήσουν κ.α. Όλα τα παραπάνω είναι καλές πρακτικές που έχουν δοκιμαστεί στην πράξη στις τάξεις των ελληνικών δημόσιων νηπιαγωγείων που υπηρετούμε τα τελευταία είκοσι χρόνια.

Μέσα από την αφήγηση ο εκπαιδευτικός πετυχαίνει την επικοινωνία, την αλληλεπίδραση και τη «συνάντηση» διαφορετικών πολιτισμών και ανθρώπων. Τα παιδιά στο άκουσμα των ιστοριών βιώνουν συναισθήματα, έρχονται στη θέση του άλλου, κατανοούν κίνητρα, προθέσεις, συμφιλιώνονται και βάζουν νέες βάσεις στις σχέσεις των ανθρώπων και των λαών.

Με την ένταξη της αφήγησης στο σχολικό περιβάλλον ο αφηγητής εκπαιδευτικός προσεγγίζει τη μάθηση με διαφορετικούς τρόπους. Διαμορφώνει αισθητικά κριτήρια στα παιδιά, τους δείχνει αφηγηματικούς κανόνες και βάζει τις βάσεις για τους νέους αφηγητές, τους δεινούς χειριστές του λόγου. Αυτό φυσικά είναι πολύ σημαντικό γιατί σύμφωνα με το Hickmann (2003) η διαδικασία της περιγραφής γεγονότων και ιδεών σε αφηγηματική μορφή απαιτεί υψηλές γνωστικές διεργασίες κάτι που δυσκολεύει τα παιδιά μικρότερης ηλικίας.

Ο Zipes (1994) αναφέρεται στη σημασία της αφήγησης του παραμυθιού μέσα στην τάξη για την καλλιέργεια δεξιοτήτων του γραπτού λόγου από την πλευρά των μαθητών, με τη διασκευή του παραμυθιού και την καταγραφή των σημείων που εντυπωσίασαν, ενθαρρύνοντας όμως παράλληλα και τη χρήση της ζωγραφικής. Επίσης, η χρήση του παραμυθιού αναπτύσσει την ικανότητα του παιδιού ν’ αναγνωρίζει την αφηγηματική δομή, το κειμενικό είδος και τις στιχομυθίες της ιστορίας που άκουσε. Σύμφωνα με τον ίδιο, το λαϊκό παραμύθι, όταν αποτελεί αντικείμενο διδασκαλίας, λειτουργεί ευεργετικά για τα παιδιά όσον αφορά τις σκέψεις, τα συναισθήματά τους, τη γλώσσα, την κοινωνική και συναισθηματική τους ανάπτυξη. Τα παιδιά κατανοούν το δικό τους κόσμο μέσα από τη διαδικασία μάθησης του παραμυθιού.

Επιπρόσθετα, τα παραμύθια αποτελούν αφηγηματικές ιστορίες στις οποίες οι ήρωες και οι ηρωίδες επιδεικνύουν ευφυΐα, γενναιότητα, επιμονή, υπομονή και άλλα χαρίσματα προκειμένου να κατανικήσουν το κακό. Διακρίνονται από μια ιδιαίτερη λογοτεχνική απλή μορφή, αυτή που άλλωστε χαρακτηρίζει την προφορική  παράδοση.

Ο παιδαγωγός που θα επιλέξει να χρησιμοποιήσει την αφήγηση στην τάξη του είναι καλό να λάβει υπόψιν του τα εξής:

  • Να αφηγηθεί το παραμύθι που θα του αρέσει ή που κρίνει πως είναι κατάλληλο τη δεδομένη στιγμή.
  • Να φροντίσει  το χώρο που θα γίνει η αφήγηση. Να έχει ένα ωραίο αισθητικά αποτέλεσμα, όλοι να έχουν τη δυνατότητα άμεσης οπτικής επαφής με τον αφηγητή και να κάθονται άνετα.
  • Να φροντίσει να έχει κοντά του τα αντικείμενα που χρησιμοποιεί για να μη διακοπεί η ροή της αφήγησης.
  • Να χρησιμοποιεί εισαγωγή στην ιστορία του, όπως «μια φορά κι έναν καιρό…»
  • Να ζωντανεύει την ιστορία με ήχους, χτυπήματα ή χειρονομίες, αλλά χωρίς υπερβολές.
  • Να κάνει παύσεις, σιωπές που είναι απαραίτητες κατά τη διάρκεια της αφήγησης.
  • Να φροντίζει να κρατά τους μαθητές μέσα  στην ιστορία χωρίς να τους βγάζει με άσκοπα σχόλια και παρατηρήσεις.
  • Να τελειώνει  την ιστορία με μια φράση παραμυθιακή, όπως  με το «και ζήσαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα».
  • Να αφηγείται για ψυχαγωγία και χωρίς να έχει διδακτική προσέγγιση η αφήγηση.

Η αφηγηματική δεξιότητα των εκπαιδευτικών βελτιώνεται με την επανάληψη και τη διαρκή εμπειρία. Μπορεί να ξεκινήσει με σύντομη ιστορία σε μικρό ακροατήριο και στη συνέχεια να δοκιμαστεί και με μεγαλύτερη σε περισσότερα παιδιά. Προτείνεται η συνοδεία μουσικών οργάνων ή αντικειμένων να γίνεται με φειδώ. Προκειμένου να απομνημονεύσει πιο εύκολα την ιστορία τη διαβάζει πολλές φορές φωναχτά, την αποδομεί και μαθαίνει το σκελετό, τα λεγόμενα «κόκκαλα της ιστορίας». Συχνά βοηθά να αποδοθεί η ιστορία σε μορφή κόμικ και να ξεχωρίσουν οι πιο σημαντικές στιγμές. Αυτή τη διαδικασία μπορεί ο εκπαιδευτικός να την εφαρμόσει και στους μαθητές του αργότερα μετά από μια αφήγηση. Εντοπίζει τους ήρωες της ιστορίας και τα χαρακτηριστικά τους. Στολίζει την ιστορία με επαναλήψεις που αρέσουν πολύ στα μικρά παιδιά ή με μικρά δίστιχα σε έμμετρο λόγο ή μικρά τραγουδάκια. Μπορεί να επινοεί δικά του στολίσματα, χωρίς φυσικά ποτέ να αλλάζει την πλοκή της ιστορίας. Η στάση του σώματος είναι πολύ σημαντική καθώς ο αφηγητής μιλά με το στόμα αλλά και με το σώμα. Μπορεί να επιλέξει να είναι καθιστός ή όρθιος ή και τα δύο, να κάθεται και να σηκώνεται σε κάποια σημεία προκειμένου να δώσει έμφαση ή να γίνει πιο παραστατικός. Έχει μεγάλη σημασία το βλέμμα, τα χέρια και φυσικά η χρήση της φωνής. Μελέτες έχουν δείξει ότι οι χειρονομίες και η γλώσσα του σώματος πραγματοποιούνται σε συγχρονισμό με τη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο αφηγητής (Kendon,1997, σ.110) και αυτό βοηθάει έτσι ώστε τα παιδιά να κατανοήσουν το κείμενο, την εξέλιξη και την πλοκή.

Η ηχητική επένδυση που θα χρησιμοποιήσει, τα αντικείμενα ή οι εκφράσεις, όλα πρέπει να είναι  χωρίς υπερβολές και όπως λένε οι έμπειροι αφηγητές «με σεβασμό στο παραμύθι». Ένας ξεχωριστός χώρος για τις αφηγήσεις, αν υπάρχει η δυνατότητα, όμορφα διαμορφωμένος με υφάσματα και αντικείμενα αμέσως προδιαθέτουν τον ακροατή για κάτι ξεχωριστό. Επίσης μπορεί να κάνει χρήση κούκλας και ν’ αλλάζει τη φωνή για να διαφοροποιούνται οι ήρωες. Να χρησιμοποιεί το σώμα του και να δίνει έμφαση με τα χέρια και το πρόσωπό του. Να κάνει σημαντικές παύσεις για να τονίσει σημεία της ιστορίας του παραμυθιού, να χρησιμοποιεί επαναλήψεις και να ζητήσει από τους μαθητές να επαναλάβουν. Πολλές φορές μια αφήγηση  γίνεται διαδραστική και τα παιδιά είναι συμμετοχικά στην ιστορία.

Το αφηγηματικό  υλικό που θα χρησιμοποιήσει ο εκπαιδευτικός μπορεί να αντληθεί από τη λαϊκή παράδοση, από κείμενα της ελληνικής και ξένης μυθολογίας αλλά και από τη σύγχρονη λογοτεχνία. Επίσης λαϊκοί μύθοι,  μύθοι του Αισώπου, θρύλοι και παραδόσεις για ζώα είναι από τα αγαπημένα θέματα. Αφηγηματικά τραγούδια και αληθινές ιστορίες που αντλούνται από την πρόσφατη ιστορία ή από την καθημερινή ζωή. Ακόμα ιστορίες απλών και ανώνυμων ανθρώπων ή ιστορίες που σχετίζονται με επαγγέλματα ή συνήθειες κοινωνικού περιεχομένου. Παραδοσιακές τοπικές ιστορίες  πολιτισμών ή ομάδων πληθυσμών που έζησαν ή εξακολουθούν να ζουν ακόμη σε μεγαλύτερη ισορροπία με τη φύση. (Τσιλημένη, 2007). Τέτοιες ιστορίες και λαϊκά παραμύθια, συχνά αναφέρονται στην άγρια φύση, σε χαρακτηριστικά είδη χλωρίδας-πανίδας και στην σημασία που έχουν αυτά στην οικονομική και πολιτιστική ζωή των κατοίκων, περιγράφουν διατροφικές συνήθειες διαφόρων ζώων και γενικότερα υποστηρίζουν μία πιο αρμονική συνύπαρξη ανθρώπου – φύσης (Σφήκας, 1996). Παρατηρούμε ότι υπάρχει πλούσιο διαθέσιμο υλικό που συχνά ανταποκρίνεται  και στους γνωστικούς στόχους της διδασκαλίας.

Ο παιδαγωγός κατά τη διαδικασία της αφήγησης θα διαπιστώσει πως παιδιά με μαθησιακά προβλήματα, προβλήματα συγκέντρωσης και υπερκινητικά, καταφέρνουν να συγκεντρωθούν πολύ περισσότερο ακόμα και από την ανάγνωση  του πιο εντυπωσιακού βιβλίου. Η βλεμματική επαφή που έχει ο παιδαγωγός με τα παιδιά, η απλότητα και εγγύτητα της ιστορίας, η ταύτιση με τους ήρωες κερδίζουν την προσοχή των μικρών μαθητών με αποτελεσματικό τρόπο. Καθώς το παιδί ακούει και δεν βλέπει εικόνες η προσοχή του και η φαντασία του πρωταγωνιστούν. Ο καθένας φαντάζεται τους ήρωες του όπως επιθυμεί, επηρεασμένος πάντα από το οικογενειακό περιβάλλον και με βάση τις εμπειρίες του. Το καλό τέλος, η αίσθηση του δικαίου, η τιμωρία του κακού, η νίκη και αναγνώριση του καλού, το θάρρος που διαδέχεται τον φόβο, όλα αυτά  έχουν σημαντική ψυχοπαιδαγωγική επίδραση στην ανάπτυξη του παιδιού (Egan, 1999).

Φυσικά δε θα θέσει κανείς το δίλημμα αφήγηση ή ανάγνωση. Και τα δύο είναι πολύ σημαντικά και απαραίτητα εργαλεία στη μαθησιακή διαδικασία και δεν μπορούν να απουσιάζουν. Η συστηματική χρήση όμως της αφηγηματικής διαδικασίας στην τάξη έχει παρατηρηθεί πως βελτιώνει  την ανάπτυξη των επικοινωνιακών δεξιοτήτων των παιδιών (Δέδογλου, 2017). Καθώς κατά την προσχολική ηλικία πραγματοποιείται μία εντυπωσιακή ανάπτυξη των γλωσσικών και επικοινωνιακών ικανοτήτων των παιδιών η αφήγηση ιστοριών την ενισχύει ακόμα περισσότερο,  γιατί κινεί το ενδιαφέρον των παιδιών πολύ άμεσα, τα διασκεδάζει, ειδικά αν πρόκειται για ευτράπελη ιστορία. Ξυπνά την περιέργεια τους, εξάπτει τη φαντασία και μιλάει στο δικό τους κόσμο. Κατά τη διάρκεια της αφήγησης εφόσον δημιουργηθεί ένα ευχάριστο επικοινωνιακό κλίμα και χωρίς διάθεση διδακτισμού, τα παιδιά ενθαρρύνονται να μιλάνε μεταξύ τους, να αναδιηγούνται την ιστορία και να την δραματοποιούν στο ελεύθερο παιχνίδι. Το λεξιλόγιο τους βελτιώνεται και παιδιά που έχουν μαθησιακές δυσκολίες ή δυσκολίες στην έκφραση και στην επικοινωνία διαπιστώνουμε πως έχουν καλύτερη προσαρμογή και ενσωμάτωση στην ομάδα. Γίνονται πιο ομιλητικά και συνεργάσιμα. Συμμετέχουν στο διάλογο, εκφράζονται και αλληλεπιδρούν ομαλά με τους άλλους.

3. Συμπεράσματα

Έχοντας υπόψη τα παραπάνω αντιλαμβανόμαστε ότι η αφήγηση είναι ένα σημαντικό πολιτισμικό εργαλείο επικοινωνίας και μάθησης στο σχολείο. Τα λαϊκά παραμύθια μπορούν να αξιοποιηθούν και να βελτιώσουν τα μαθησιακά αποτελέσματα στην τάξη για όλους τους μαθητές, μικρούς και μεγάλους. Οι εκπαιδευτικοί μπορούν με κατάλληλη προετοιμασία να εντάξουν την αφήγηση και τα λαϊκά παραμύθια στην καθημερινή εκπαιδευτική διαδικασία και τα οφέλη θα είναι πολλαπλά. 

Βιβλιογραφικές αναφορές

Ελληνόγλωσση

Αυδίκος, Ε. (2017). Προφορική ιστορία και λαϊκές μυθολογίες. Ταξιδευτής.

Δέδογλου,Ε. (2017). Η αφήγηση ιστοριών και ο ρόλος της στην ανάπτυξη των επικοινωνιακών δεξιοτήτων των παιδιών. Κείμενα για την έρευνα, τη θεωρία, την κριτική και τη διδακτική της Παιδικής και Εφηβικής Λογοτεχνίας.

https://journals.lib.uth.gr/index.php/keimena/article/view/626

Ζαν, Ζ. (1996), Η δύναμη των παραμυθιών. Καστανιώτης.

Ζαβλανός, Μ. (1999). Οργανωτική συμπεριφορά. Έλλην.

Καπλάνογλου, Μ. (2012). Παραμύθι και αφήγηση στην Ελλάδα: Μια παλιά τέχνη σε νέα εποχή το παράδειγμα των αφηγητών από τα νησιά του Αιγαίου και από τις προσφυγικές κοινότητες των μικρασιατών Ελλήνων. Πατάκη.

Κουλουμπή, Κ. (1995). Η αναβίωση της τέχνης του αφηγητή-παραμυθά στην εποχή μας, Λαϊκό παραμύθι και παραμυθάδες στην Ελλάδα. Καστανιώτης. 

Μερακλής, Μ. (1999). ΤοΛαϊκόΠαραμύθι. Κείμενα παραμυθολογίας. Ελληνικά Γράμματα.

Σφήκας, Γ. (1996). Άνθρωποι και ζώα. Πατάκης.

Τσιλιμένη Τ. (2007) (επιμέλεια). Αφήγηση και Εκπαίδευση. Εργαστήριο Λόγου και Πολιτισμού Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.

Ξενόγλωσση

Campbell, J. (2014). Hero’s Journey. New World Library

Egan, K. (1999). Children’s Minds: Talking Rabbits & Clockwork Oranges. Teachers College Press.

Hickmann, M. (2003).Children’s discourse: person, time, and space across languages. Cambridge University Press.

Kendon, A. (1997). Gesture. Annual Review of Anthropology, 26, 109-128.

Zipes, J. (1994). Fairytale as Myth. University Press of  Kentucky.