Η Εκ- ‘παίδευση’ σήμερα

ISSN:1792-2674

Η ΕΚ – “ΠΑΙΔΕΥΣΗ” ΣΗΜΕΡΑ

Αντώνης Λιοδάκης: Ψυχίατρος-Διευθυντής του Κ.Ψ.Υ Ρεθύμνου

“Όταν αυτός που λέει την αλήθεια είναι ένα παιδί,

επέρχεται η δυσάρεστη σύγκρουση ανάμεσα

στον ανήλικο και την υποκρισία του.”

Τα παιδιά είναι αυθεντικά βλαστάρια του ανθρώπινου φυτού, τα οποία ακόμη δεν λιπάνθηκαν από τις κοινωνικές υποκρισίες και ούτε η φρέσκια ενέργειά τους κλαδεύτηκε από τους νόμους της συμβίωσης του συμφέροντος και των γελοιοτήτων της δικιάς μας ζωής.

Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα φροντίζουν γι’ αυτή την συμβίωση ακόμα και αν δεν μεταμορφώνουν πια τα παιδιά σε εργατικούς και μελετηρούς “μεγάλους”. Τους στερούν τα κίνητρα βάζοντάς τα να αμφιταλαντεύονται τρομαχτικά ανάμεσα στην ανάγκη τους για αυθεντικότητα και ειλικρίνεια και σ’ εκείνο το κενό χωρίς περιεχόμενο.

Το σχολείο της σημερινής εποχής δημιουργεί την έλλειψη ενδιαφέροντος, την αυταρχικότητα, την συσκευασία της γνώσης και όχι τη ζωή τη πάντα ενωμένη με το πάθος. Η παιδεία είναι πάθος.

Σήμερα το σχολείο ο κομφορμισμός – επίφαση καλών τρόπων – αντικαθιστά τα ιδανικά, το προσωπικό ενδιαφέρον ξεπερνά την παιδική αθωότητα και η σχολική εκπαίδευση εκμηδενίζει τις αξίες τιμώντάς τες όπως τους εκλιπόντες.

Οι κανόνες της ενήλικης κοινωνίας είναι ατσάλινοι και αμετάβλητοι. Απέναντι στους μεγάλους οι μικροί έχουν πάντα άδικο, ιδίως όταν έχουν δίκαιο. Σ’ αυτό το άδικο και σ’ αυτό το δίκαιο έγκειται το αμετάβλητο της κοινωνίας, ο δισταγμός της μπροστά στις αλλαγές, η επαναλαμβανόμενη θυσία και η περιφρόνηση της αθωότητας, μέσα στην οποία κρύβεται ο σπόρος κάθε πιθανού μέλλοντος.

για να μορφώσεις δεν αρκεί να εκπαιδεύσεις

Τα τελευταία χρόνια το σχολείο αντιμετωπίζει δύο βασικά προβλήματα: τα ναρκωτικά και το σεξ. Κι’ αυτά μέσα σε ένα υπολανθάνον πλέγμα βίας. Το σχολείο μη διαθέτοντας τα μέσα ν’ αντιμετωπίσει προβλήματα έξω από το πλαίσιο διδακτικών προγραμμάτων των υπουργείων, εφαρμόζει μία χονδροειδέστατη γενικευμένη απώθηση. Αυτά όμως τα προβλήματα συνεχίζουν να είναι παρόντα στη σχολική ζωή όσο και αν αποφεύγουμε το όνομά τους.

Η παραπάνω απώθηση στηρίζεται σε απόψεις όπως: οι ναρκομανείς είναι ψυχωτικοί και επομένως πρέπει να επιληφθούν οι ψυχίατροι και το σχολείο δεν είναι αρμόδιο να ρυθμίζει την κυκλοφορία των ενορμήσεων. Και ακόμη η βία ψυχολογικοποείται και ανήκει στη σφαίρα της διαταραχής της συμπεριφοράς.

Τα θεωρητικά αυτά πρότυπα ή στερεότυπα, θεωρούνται αξιόπιστα στο βαθμό που στο σχολείο λειτουργεί η πεποίθηση ότι ο δάσκαλος πρέπει να εκπαιδεύει και όχι να μορφώνει. Και πώς ο δάσκαλος δεν θα μένει στο να εκπαιδεύει αλλά να προχωρά στο να μορφώνει; Και πώς να το κάνει σ’ αυτό το εκπαιδευτικό σύστημα; Και γιατί να το κάνει;

Εδώ βρίσκεται η καρδιά του ζητήματος. Να πάμε πέρα από τα προγράμματα του υπουργείου και να μπούμε σε μία παιδεία της κατανόησης. Μας το υπαγορεύει η “ταυτότητα” του δασκάλου, η κραυγή της αθωότητας των παιδιών και ο κύκλος των χαμένων ποιητών. Να εισχωρήσουμε στους λαβύρινθους των πόθων, να κάνουμε τους λογαριασμούς μας με τα προβλήματα, να κοιτάξουμε μέσα μας. Να αναζητήσουμε την ταυτότητά μας. Και γιατί όχι να την ξαναφτιάξουμε.

Και δεν φτιάχνεται μόνο και μόνο γιατί υπάρχουμε. Η ταυτότητα φτιάχνεται ξεκινώντας από την αναγνώριση του άλλου. Αν λείπει η αναγνώριση όπως λείπει πάντα απ’ αυτούς που δεν τα πάνε καλά στο σχολείο, τότε η ταυτότητα, που είναι μια απόλυτη ανάγκη για τον καθένα μας, φτιάχνεται αλλού στους χώρους εκτός σχολείου. Αν το σχολείο και η οικογένεια προσφέρουν διαστρεβλωμένες ταυτότητες τότε μένουν μοναχά οι δρόμοι. Τότε οι δρόμοι αυτοί θα προσφέρουν την αναγνώριση. Το σεξ και να ναρκωτικά αρχίζουν να εμφανίζονται ως απεγνωσμένες μορφές αναγνώρισης, μιας και δεν έχουν προσφερθεί άλλες καταλληλότερες μορφές.

Ένα άλλο θέμα που θα συναντήσει το σχολείο της μέσης εκπαίδευσης: η εφηβεία.

Η εφηβεία που όλοι περάσαμε κινείται από την επιθυμία. Η επιθυμία στην εντονότερη έκφρασή της. Εφηβείες χωρίς λαχτάρες υποδηλώνουν ελλιπείς υπάρξεις, αλλά η επιθυμία, όπως όλοι ξέρουμε, βρίσκεται σε σύγκρουση με την πραγματικότητα η οποία δεν είναι καθόλου φτιαγμένη για να ικανοποιεί επιθυμίες.

Δύο είναι οι πιθανές στάσεις: ή η απώθηση της πραγματικότητας με τη δημιουργία ενός εναλλακτικού κόσμου ονείρων ή η ματαίωση που η επανάληψή της καταστρέφει την ταυτότητα.

Η απώθηση είναι περίπλοκη και επικίνδυνη και είναι γνωστή στους καθηγητές ως “αφηρημάδα”. Η “αφηρημάδα” είναι κάτι σοβαρό και το ονειροπόλημα αποκαλύπτει την ανικανότητα αντιμετώπισης του πραγματικού. Τα όνειρα από τα ναρκωτικά και το σεξ δεν είναι δύσκολο να γίνουν αποδεκτά, από κάποιον που βιώνει την έλλειψη αναγνώρισης.

Σ’ αυτή τη σύγκρουση μεταξύ πραγματικότητας και επιθυμίας που παλεύει η εφηβεία όταν δεν ξεκινά η απώθηση της πραγματικότητας, μπορεί να ξεκινήσει η ματαίωση. Η ματαίωση δεν είναι παρά η διάψευση που είναι πολύ χρήσιμη για να μεγαλώσεις. Αλλά με σωστές δόσεις διάψευσης. Η υπερβολική διάψευση ματαιώνει την αναζήτηση της αναγνώρισης χωρίς την οποία δεν μπορεί να φτιαχτεί καμία ταυτότητα και δεν μπορείς να ζήσεις. Αυτή η μετάθεση είναι γνωστή στους έφηβους ως δια-σκέδαση που δεν έχει μέσα της ουσιαστική χαρά. Οι νέοι αναζητούν τις διασκεδάσεις επειδή δεν ξέρουν να χαρούν. Το σχολείο τι κάνει για όλα αυτά; Φέρνει σε πέρας τα προγράμματα του Υπουργείου. Και οι έφηβοι; Είναι ήδη έξω από το σχολείο. Έχουν δραπετεύσει.

Η παιδεία της εφηβείας ή η παιδεία της βλακείας

Ένας άλλος μύθος που συντηρείται στο σχολείο είναι η έννοια της ευφυΐας. Δεν έχει κανένα νόημα να μετρούμε το δείκτη ευφυΐας μια και η ευφυΐα δεν υφίσταται από μόνη της. Είναι ένα πλήθος μορφών το μεγαλύτερο μέρος των οποίων ευτελίζεται στα σχολεία μας, στα κέντρα ψυχολογικής διάγνωσης και στην κρίση των ανθρώπων.

Το σχολείο αποκλείει την γνώση έξω από το εγκεκριμένο πρόγραμμα, οι καθηγητές υπακούουν και το πρότυπο της ευφυΐας που έχουν κατά νου και μετρούν την σχολική απόδοση είναι κατασκευασμένο στην βάση της γενικότητας και της μετριότητας. Μια ευφυΐα χωρίς καμία ιδιαίτερη κλίση για τίποτα απλώνεται και ανοίγεται προς τα πάντα διότι τίποτα δεν την ελκύει.

Οι διαφορετικοί στο σχολείο – οι μαθητές που “ζορίζονται” – έχουν ευφυΐες με έντονες κλίσεις επομένως δεν χαίρουν εκτίμησης στους σχολικούς ελέγχους και στα τεστ ψυχολόγων. Εδώ θα συναντήσουμε τις πολλαπλές ευφυΐες όπως:

Η γνωστική ευφυΐα για την οποία οι λέξεις δεν έχουν βάθος παρά μόνο επιφάνεια. Μια γλωσσική ευφυΐα δεν ανακαλύπτει την λέξη στη ρίζα της ή στην πυκνότητα του νοήματός της, αλλά την “βλέπει” σαν κατασκευή που την μεταφέρει από τη μία γλώσσα στην άλλη, με μεγάλη άνεση. Γι’ αυτό ο Νίτσε έλεγε: “όποιος ξέρει γλώσσες είναι ηλίθιος”.

Η λογικο-μαθηματική ευφυΐα που δεν βλέπει πράγματα στη γη αλλά αναλογίες και σχέσεις. Τα πράγματα γίνονται σχέσεις και οι αριθμοί η “εξήγηση” του κόσμου. Ο Πλάτων έγραφε στην Μετώπη της Ακαδημίας που ίδρυσε: “Όσοι μπαίνουν εδώ θα πρέπει να είναι γεωμέτρες”.

Η μουσική ευφυΐα που υλοποιεί την γεωμετρία σε ήχους. Ο άνθρωπος ακούει το ρυθμό της δημιουργίας που τον υπερβαίνει. Το αυτί γίνεται το πτερύγιο που ανοίγεται στον κόσμο για να συλλάβει την “αόρατη αρμονία” που όπως είπε ο Ηράκλειτος είναι “καλύτερη από την ορατή” (αρμονίη αφανής φανερής κρειτών). Οι λέξεις παύουν να έχουν νόημα, αποκτούν ήχο.

Η χωρική ευφυΐα που ξεδιπλώνει ένα κόσμο ο οποίος υπερβαίνει τις γεωμετρικές συντεταγμένες. Η οπτικό-ακουστική-συναισθηματική χωρητικότητα προηγείται της διάκρισης των αισθήσεων. Για τον ταξιδευτή ναυτικό η θάλασσα δεν είναι ένας αντικειμενικός χώρος αλλά ένα πεδίο δυνάμεων.

Η σωματική ευφυΐα που κοιτάζει τον κόσμο όχι για να τον ανακαλύψει αλλά για να τον κατοικήσει. Κατοικώ σημαίνει ότι ξέρω που να βάλω το ρούχο μου, που να καθίσω στο τραπέζι, που να συναντήσω τον άλλο.

Τέλος η ψυχολογική ευφυΐα για την οποία ο κόσμος είναι ένας καθρέπτης του ανθρώπου. Προβάλλοντας τα βιώματά τους, οι άνθρωποι άρχισαν να κατατάσσουν τη φύση σύμφωνα με τους μύθους της ψυχής. Από κει γεννήθηκε ένας κόσμος της φαντασίας, του οποίου ζηλότυποι φρουροί είναι οι ποιητές και οι μυστικιστές. Σ’ αυτούς οφείλεται η ευγένεια των παθών μας: κατάφεραν να εμπιστευτούν με μυθολογική μορφή στον ουρανό αυτά που εμείς με παθολογική μορφή εμπιστευόμαστε στην ψυχιατρική.

Γιατί ο άνθρωποι έχουν πάψει πια να ζουν στο ύψος των παθών τους; Ας μη χάσουμε τα ίχνη του δρόμου που έχουμε διανύσει και, πάνω απ’ όλα, ας μη καταστρέφουμε εκείνες τις διαφορετικές μορφές ευφυΐας, οι μόνες που μας “σώζουν” από τον “λειτουργικό” τρόπο σκέψης.

Παιδεία της καρδιάς

Για τα σχολεία μιλάμε όταν κάνουν αποχή ή κατάληψη, στις πανελλήνιες εξετάσεις και όταν συμβαίνουν φαινόμενα βίας.

Κατά τα άλλα βαθιά σιωπή βασιλεύει στα σχολεία, χώροι συνωστισμού των νέων, όπου καθημερινά χορηγούνται γενναίες δόσεις αποθάρρυνσης ή ακόμη κίνητρα για αυτοκτονία. Όταν συμβεί όλοι εκπλήσσονται και αναρωτιούνται. Και έτσι μερικοί νέοι χάνονται πριν αρχίσουν να ζουν.

Το μεγαλύτερο μέρος των διδασκόντων θεωρεί ότι πληρώνονται στο τέλος του μήνα για την “εκπαίδευση” και όχι για την “παιδεία”. Εκπαίδευση θεωρούν την αδιάφορη, την κουρασμένη μετάδοση εννοιών βγαλμένων από την ιστορία του πολιτισμού αφού πρώτα καθαριστούν από ψυχολογικούς συγκινησιακούς και συναισθηματικούς απόηχους.

Έχοντας αποβάλλει από τα σχολεία τη συναισθηματική αγωγή, η συγκίνηση ταλαντεύεται επικίνδυνα ανάμεσα σε ενορμήσεις εξέγερσης και πειρασμούς εγκατάλειψης. Οι παρεκκλίνουσες πορείες είναι εδώ με τον κόσμο των ντισκοτέκ, του αλκοόλ και των ναρκωτικών. Δεν υπάρχει μαθητεία χωρίς συναισθηματική δικαίωση και η αδιαφορία για το συναίσθημα είναι σήμερα ο μεγαλύτερος κίνδυνος που διατρέχει ένας μαθητής πηγαίνοντας σχολείο.

Είναι αλήθεια ότι το σχολείο είναι η υψηλότερη εμπειρία προτύπων αιώνων παιδείας και πολιτισμού. Αν αυτά τα “πρότυπα” παραμένουν περιεχόμενα του μυαλού χωρίς να γίνονται αφορμές για τη διαμόρφωση της καρδιάς, η καρδιά θ’ αρχίσει να περιπλανιέται χωρίς ορίζοντα μέσα σ’ εκείνο το ανήσυχο και καταπιεστικό τίποτα.

Ο έφηβος ανοίγεται στη ζωή με μία άταχτη και ορμητική δύναμη για να βρει το κουράγιο. Το σχολείο δεν πρέπει να σταθεί εμπόδιο. Όταν η γνώση γίνεται αυτοσκοπός και το όφελος μονάδα μέτρησης της, όποιες και αν είναι οι συνθήκες ύπαρξης με τις οποίες καταφέρνει να εκφράζεται μια ζωή, το σχολείο αποτυγχάνει, διότι ισοπεδώνει ή στη χειρότερη περίπτωση απονευρώνει τις νεογέννητες υποκειμενικότητες, στο όνομα μιας υποτιθέμενης αντικειμενικής γνώσεις που χρησιμεύει για να προσφέρει ταυτότητα περισσότερο στους καθηγητές παρά στους μαθητές που την αναζητούν απεγνωσμένα.

Θα πρέπει ν’ αποτρέψουμε τους νέους από το να αισθανθούν ξένοι μέσα στην ίδια τους τη ζωή

Ποιους από τους καθηγητές προσδιορίζει και πιστοποιεί πότε και πέρα από τις σχολικές επιδόσεις τον βαθμό αυτοεκτίμησης που ο καθένας τους τρέφει για τον εαυτό του; Ποιος συνειδητοποιεί ότι μεγάλο μέρος της μάθησης εξαρτάται από την αυτοεκτίμηση; Ποιος ενισχύει την αυτοεκτίμηση, κινητήρια δύναμη της πολιτισμικής αγωγής; Ποιος αποφεύγει να κάνει συγκρίσεις ανάμεσα στην συμπεριφορά ενός μαθητή και ενός άλλου ενισχύοντας τον ένα έναντι του άλλου;

Πολλά παιδιά στο σημερινό σχολείο, αρχίζουν να παρακολουθούν την πορεία της ζωής τους σε τρίτο πρόσωπο, χωρίς να συμμετέχουν, με ρυθμούς απόμακρους και ξένους. Νιώθουν ξένοι μέσα στην ίδια τους στη ζωή, μέσα σε μία ανούσια ροή ημερών όπου το να υπάρχεις και να μην υπάρχεις γίνονται ισοδύναμα. Να βλέπεις τη ζωή σου ανώνυμη και άλλη.

Γι’ αυτές τις ψυχές που μάλλον δεν προσέχουν στο σχολείο, που τίποτα πλέον δεν τις ενδιαφέρουν, τι έχει να πει το σχολείο; Τι λέει το σχολείο όταν αντιλαμβάνεται αυτές τις εναλλαγές στους νέους από την άνοιξη στην χειμωνιά της καρδιάς τους;

Το σχολείο δεν θα φορτωθεί την ύπαρξη των νέων. Δεν είναι σε θέση. Θα έπρεπε να έχει μία διαφορετική οπτική παιδείας.

Το σχολείο δεν θα πρέπει να διεκδικεί το προνόμιο της αμείλικτης στάσης που χαρακτηρίζει τη ζωή, δεν θα πρέπει να θέλει να είναι κάτι παραπάνω από ένα παιχνίδι ζωής.