Μινωικά παλάτια και εκπαιδευτικοί περίπατοι στον λαβύρινθο της γνώσης

ISSN:1792-2674

Μινωικά παλάτια και εκπαιδευτικοί περίπατοι στον λαβύρινθο της γνώσης

Γαβριλάκη Ειρήνη

Η ανασκαφή των μινωικών ανακτόρων άρχισε τον 19ο αιώνα, στο πλαίσιο του ευρύτερου ενδιαφέροντος για τις κρητικές αρχαιότητες, το οποίο αναπτύχθηκε στο πρόσφορο έδαφος που είχαν δημιουργήσει Περιηγητές (για παράδειγμα Pashley 1937) και Φιλόλογοι (για παράδειγμα Hoeck 1823-1829) και είχαν θρέψει ο θρύλος του Μίνωα, διάφορα αντικείμενα στις αγορές του εξωτερικού και οι μεγαλόστομες διατυπώσεις περί κυκλώπειων κατασκευών (Milchhoefer 1883, σ. 125). Η Κρήτη υπήρξε ήδη και για τους αρχαίους Έλληνες ένας τόπος μυθικός πέρα από τη θάλασσα. Ο Όμηρος, στην Οδύσσεια (ραψωδία τ, στίχοι 171-178) αναφέρει τον μυθικό Μίνωα: Στη μέση του αστραφτερού γιαλού ένα νησί είναι, η Κρήτη, όμορφη και πολύκαρπη και θαλασσοζωσμένη. Κατοίκους έχει αρίθμητους και πόλεις ενενήντα […]. Πόλη μεγάλη είναι η Κνωσός και βασιλιάς της ο Μίνωας, που κάθε εννιά χρόνια συνομιλούσε με τον Δία. Το ίδιο και ο Θουκυδίδης: Ο Μίνωας είναι ο παλαιότερος από όσους έχουμε ακουστά που απόχτησε ναυτική δύναμη και κυριάρχησε στις περισσότερες απ’ όσες λέμε τώρα ελληνικές θάλασσες κι έγινε άρχοντας στις Κυκλάδες κι εγκατέστησε αποικίες στις περισσότερές τους. Κι όπως ήταν φυσικό, ξεκαθάρισε από τη θάλασσά τους ληστές και πειρατές, για να έρχονται τα εισοδήματα από τα νησιά σε αυτόν (Ιστορία Α, 4).

Πρώτα είχαν ανασκαφεί τα ανάκτορα της Κνωσού (Evans, Hogarth and Welch 1899-1900) και της Φαιστού (Pernier 1902) και οι λειτουργίες τους είχαν αρχίσει να ερευνώνται με βάση το αρχιτεκτονικό μοντέλο του μυκηναϊκού ανακτόρου της Τίρυνθας και τις απόψεις που διατύπωνε ο Dörpfeld στα τέλη του 19ου αιώνα (Dörpfeld, 1985).

Οι ίδιοι αρχιτεκτονικοί τύποι και η ιεραρχημένη κοινωνία, όπως τη γνωρίζουμε από τον Όμηρο, την οποία αντανακλά/υποστηρίζει το ανάκτορο της Τίρυνθας αναζητήθηκαν με επιμέλεια και στα κρητικά ανακτορικά συγκροτήματα από τους πρώτους ανασκαφείς της Κνωσού και της Φαιστού. Κάποιοι χώροι κλήθηκαν “μέγαρα” και αποδόθηκαν αντίστοιχα στον “Βασιλέα” ή τη “Βασίλισσα”. Αναγνωρίστηκαν κατ΄ αναλογία της Τίρυνθας “μέγαρα στο υπερώον”. Εντοπίστηκαν “δεξαμενές καθαρμού” που χρησιμοποιούνταν από το βασιλικό ζεύγος χωριστά και εφευρέθηκαν “πρίγκιπες”. Με την πάροδο του χρόνου, οι ερμηνείες αυτές χρειάστηκε να επανεξεταστούν, καθώς στηρίζονταν σε μιαν ομοιογένεια που δεν υπήρχε, αλλά και καθώς παρέβλεπαν ότι στον Όμηρο η περιγραφή των ανακτόρων εξυπηρετούσε στερεοτυπικά τη διήγηση, όπως συμβαίνει στα παραμύθια.

Με τον τρόπο αυτόν, από πολύ νωρίς η κρητική αρχαιολογία χαρακτηρίστηκε από στερεότυπα. Μεταξύ αυτών και ο όρος “μινωικός”, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1828 (Hoeck 1928) για να αποδώσει γενικά την προ-ελληνική εποχή και άρχισε να χρησιμοποιείται περιορισμένα στη δεύτερη αναφορά του Evans για τις ανασκαφές της Κνωσού, το 1901 (Evans 1900-1901).

Ο Arthur Evans, στο άρθρο του για το Μυκηναϊκό Δέντρο και την Πεσσολατρεία αναφέρει: Στο μέγα προϊστορικό ανάκτορο, στην Κνωσό, τόλμησα, στηριζόμενος σε πολλά στοιχεία, να αναγνωρίσω το αληθές πρωτότυπο του Λαβυρίνθου. Ενός Λαβυρίνθου με μακρούς διαδρόμους, αποθήκες, δαιδαλώδεις διαβάσεις και τα πολύπλοκα δευτερεύοντα δωμάτια, σκηνές χαρεμιού στους τοίχους, τεράστιες τοιχογραφίες και ανάγλυφα ταύρων (Evans 1901). Στο προαναφερθέν εδάφιο εμφανίζονται τα περισσότερα από τα μοντέλα ανάλυσης που δημιούργησαν στερεότυπα, για την κατάργηση των οποίων απαιτείται ιστορική προοπτική και συγκριτική ανάλυση.

Πώς παρουσιάζεται όμως ο Μινωικός Πολιτισμός και ειδικά τα ανάκτορα στα εγχειρίδια της Γ΄ Δημοτικού και της Α΄ Γυμνασίου;

Το Βιβλίο του ∆ασκάλου της Ιστορίας της Γ΄ Δημοτικού Από τη Μυθολογία στην Ιστορία των Μαϊστρέλη, Καλύβη και Μιχαήλ, έκδοσης 2013, στο κεφάλαιο για την Προϊστορία συμπεριλαμβάνονται ο Κυκλαδικός και ο Μινωικός Πολιτισμός. Στόχοι ως προς τον τελευταίο είναι να αποκτηθούν βασικές γνώσεις για τη µινωική Κρήτη, την κυριαρχία της στη θάλασσα και την εξάπλωση του πολιτισμού της σε άλλους τόπους µέσω εµπορίου. Αναφέρονται οι περίοδοι του Μινωικού Πολιτισμού και τα χρονολογικά τους όρια, καθώς και η σημασία της γεωγραφικής θέσης της Νήσου για την ιστορική εξέλιξή της. Συζητούνται ακόμα το ανταλλακτικό εμπόριο και η ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας. Στο Βιβλίο του Δασκάλου ξεκαθαρίζεται ότι το όνομα «Μίνως» αποτελεί στην ουσία τίτλο του βασιλικού αξιώµατος, αλλά δεν γίνεται λόγος για την επανεξέταση των διαφόρων μινωικών περιόδων. Στο κεφάλαιο Το ανάκτορο της Κνωσού άξονας είναι η γνωριμία με τα μεγάλα ανακτορικά κέντρα της Κρήτης, τη σύνδεση της πολυπλοκότητας των ανακτόρων με τον λαβύρινθο, την κατανόηση της γεωγραφικής θέσης για την εξέλιξη του Πολιτισμού και την ανάπτυξη του εμπορίου, η κατανόηση του ρόλου του βασιλιά. Παραθέτω αυτολεξεί τις επιπλέον πληροφορίες που δίδονται στον δάσκαλο: Το ανάκτορο της Κνωσού, το οποίο αποκάλυψε και αναστήλωσε εν µέρει ο Έβανς, υπήρξε κέντρο της µινωικής κυριαρχίας και λατρείας. Πολλές τελετουργικές αίθουσες περιλαµβάνονταν στο ανακτορικό συγκρότηµα. Κεντρικό σηµείο των ανακτόρων ήταν η αίθουσα του θρόνου. Τον ιερό θρόνο περιέβαλαν ζωγραφισµένοι στον τοίχο ιεροί γρύπες και καθίσµατα που προορίζονταν για τους ιερείς που συµµετείχαν στις τελετουργίες. Η σύνθεση των 1500 δωµατίων του ανακτόρου, ήταν τόσο δαιδαλώδης, ώστε άφησε την ανάµνηση του κνωσιακού λαβυρίνθου στα µεταγενέστερα χρόνια. Ο λαβύρινθος αποτελεί άξονα των ασκήσεων που προτείνονται στο Βιβλίο του μαθητή, ενώ ο ρόλος του βασιλιά εξαίρεται και στο επόμενο κεφάλαιο που αφορά στην καθημερινή ζωή. Στην πρώτη παράγραφο διαβάζουμε ότι στη µινωική κοινωνία κορυφαίο πρόσωπο είναι ο βασιλιάς της Κνωσού που περιγράφεται ως πλούσιος, δυνατός, απόλυτος µονάρχης, ο οποίος κυριαρχούσε και στους άλλους ηγεµόνες που κατοικούσαν στα ανακτορικά συγκροτήµατα της Φαιστού, των Μαλίων και της Ζάκρου.

Στο Τετράδιο για το μαθητή μαθαίνουμε ότι στη μινωική Κρήτη υπήρχαν πολλές πόλεις, με μεγαλύτερες την Κνωσό, τη Φαιστό, τα Μάλια και τη Ζάκρο, ενώ αναφέρεται ότι σε όλες αυτές τις πόλεις υπήρχαν μεγάλα ανάκτορα. Όμως, σημειώνεται με λεκτικές υπερβολές, το μεγαλύτερο και πιο λαμπρό ανάκτορο ήταν της Κνωσού. Ήταν τεράστιο και κτισμένο γύρω από μια πολύ μεγάλη αυλή. Είχε πολλά κτίρια με τέσσερις και πέντε ορόφους και χίλια πεντακόσια δωμάτια. Είχε απέραντους διαδρόμους, σκάλες, μεγάλες αποθήκες κι αμέτρητα εργαστήρια. Ήταν πολύπλοκο, πραγματικός λαβύρινθος. Στο ανάκτορο ζούσε ο βασιλιάς με την οικογένειά του κι άλλα πεντακόσια άτομα: ιερείς, υπηρέτες, αποθηκάριοι, καλλιτέχνες και τεχνίτες. Στα εργαστήρια αμέτρητοι τεχνίτες εργάζονταν καθημερινά. Όλων αυτών αρχηγός ήταν ο βασιλιάς.

Το Βιβλίο του Εκπαιδευτικού της Α΄ Γυμνασίου των Κατσουλάκου, Κοκκορού-Αλευρά και Σκουλάτου έκδοσης 2013, στο κεφάλαιο “Εποχή του Χαλκού” παρουσιάζει τους πολιτισμούς της Ανατολής, καθώς και το χρονολογικό και ιστορικό περίγραμμα του μινωικού κόσμου. Ως μοχλός προσέγγισης του θέματος, επιλέγεται και πάλι το ανάκτορο της Κνωσού, ως κέντρου μιας πλήρως συγκροτημένης οικονομίας, πολιτικής, θρησκευτικής και κοινωνικής ζωής. Μέσα από κείμενα μελετητών της Μινωικής Αρχαιολογίας και της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, εντοπίζονται οι λόγοι της ανάπτυξης της “μινωικής κοινής”. Συζητούνται οι συντελεστές ανάπτυξης της μινωικής ναυτικής δύναμης .

Στο Βιβλίο του Μαθητή, η περίοδος των ανακτόρων συνδέεται με την προηγούμενη μεγάλη και ειρηνική περίοδο της δημιουργίας σταθερών οικισμών, καλλιέργειας και εκτροφής ζώων, με αποτέλεσμα ο λόγος περί δημιουργίας των ανακτόρων ως κέντρων διαχείρισης του εμπορίου και της παραγωγής να προκύψει λογικά. Και πάλι αναφέρονται τα βασικά ανάκτορα, χωρίς ωστόσο να γίνεται λόγος για τα νεότερα εντοπισμένα ή ανασκαμμένα. Τα ανάκτορα περιγράφονται ως ανοχύρωτα σύνθετα συγκροτήματα με πολλές πτέρυγες δωματίων και ποικίλες λειτουργίες. Αναφέρονται τα βασικά αρχιτεκτονικά τους χαρακτηριστικά. Και πάλι τα ανάκτορα νοούνται ως η κατοικία του άρχοντα της περιοχής, όπου συγκεντρώνονταν η παραγωγή και τα εμπορεύματα για να διατεθούν στο εσωτερικό του νησιού ή στο εξωτερικό, αν και αναφέρεται ότι παράλληλα υπήρχαν διάσπαρτες αγροικίες ή επαύλεις σε ολόκληρη την Κρήτη, οι οποίες συγκέντρωναν τη γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή της περιοχής τους και έλεγχαν τη διακίνηση των προϊόντων για λογαριασμό των ανακτόρων.

Ενώ στα σχολικά εγχειρίδια αφηγούνται το μινωικό παρελθόν της Ιστορίας αυθαίρετα, υπερβολικά ενίοτε, με αναπόδεικτα σχήματα, ο Μινωικός Πολιτισμός αποτέλεσε έναν από τους στόχους του πρωτοποριακού προγράμματος ΜΕΛΙΝΑ που, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, σχεδίασε το Τμήμα Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων του Υπουργείου Πολιτισμού, σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων. Στον εισαγωγικό φάκελο που διένειμε το Υπουργείο και χρησιμοποίησε ως βάση επιμόρφωσης των επιλεγμένων σχολείων / πολλαπλασιαστών της Κρήτης, υπάρχει ένα βιβλίο για τον εκπαιδευτικό που εστιάζει στη φάση μετάβασης από τα παλαιότερα στα νεότερα μινωικά ανάκτορα και ένα βιβλίο για τον μαθητή, με τίτλο Έγώ ο Ίκαρος, της αρχαιολόγου Στέλας Χρυσουλάκη (Χρυσουλάκη 1998).

Στο βιβλίο δίδεται μια εικόνα της καθημερινής ζωής, όπως προκύπτει από τις ανασκαφές. Στο πρώτο κεφάλαιο, καθημερινές εικόνες της πόλης στο ποτάμι την άνοιξη και ο Λαβύρινθος. Στο δεύτερο, η παραγγελία που δέχεται ο πατέρας του Ίκαρου να επισκευάσει και να επεκτείνει το παλαιό ανάκτορο, καθώς και η πρόσκληση ονομαστών τεχνιτών από διάφορες περιοχές. Στο τρίτο, πριν από την έναρξη των εργασιών, η παράκληση του πατέρα του Ίκαρου στη Θεά και η επίσκεψη στο ιερό κορυφής. Στο επόμενο κεφάλαιο, περιγράφεται η θεμελίωση του νέου Λαβυρίνθου και γίνεται αναφορά στην παλαιότερη κατοίκηση στη θέση του ανακτόρου. Το έκτο κεφάλαιο παρουσιάζει τη ζωή στο λιμάνι: καράβια, έμποροι, σήματα φωτιάς στους βράχους, θαλάσσιοι δρόμοι, αναχωρήσεις. Το κεφάλαιο επτά αναφέρεται στον ζωγράφο, που όταν δούλευε, ακουγόταν μόνο ο ρυθμικός ήχος των τριπτήρων που έκαναν σκόνη τα χρώματα πάνω στα πέτρινα τριβεία. Στο επόμενο, γίνεται λόγος για τις υφάντρες που ετοιμάζουν υφάσματα για τις διάφορες αίθουσες του Λαβύρινθου, χωρίς να λείπουν κι από εδώ οι πλούσιες εικόνες. Το κεφάλαιο εννέα αφορά στις αποθήκες, τη δουλειά σ΄ αυτές, το πήγαινε-έλα των κάρων από την Τύλισσο, το Βαθύπετρο και την ορεινή Ζώμινθο. Στο δέκατο κεφάλαιο, η γιορτή στον νέο Λαβύρινθο. Τα αθλήματα και οι ακροβασίες με τους ταύρους. Μέσα σ΄ όλους, ο Πρώτος, αναγνωρίσιμος από όλους, ηγεμόνας (όχι Μίνωας, ούτε βασιλιάς) Στον επίλογο, ο νεαρός Ίκαρος ετοιμάζεται να μυηθεί στον επόμενο κύκλο της ζωής του. Η αναχώρηση από το σπίτι, οι νοσταλγικές αναμνήσεις. Ένα όνειρο με χορευτές και χορεύτριες.

Στο βιβλιαράκι αυτό, μέσα από την αφήγηση δίδονται εναύσματα για συζήτηση πάνω σε όλες τις εκφάνσεις του Μινωικού Πολιτισμού που γίνεται το σκηνικό, μέσα στο οποίο ζουν άνθρωποι που γελάνε, παίζουν, ονειρεύονται, νοσταλγούν, φοβούνται ή χαίρονται.

Αντίστοιχα “ανθρωποκεντρική” είναι και η ανάγνωση στο πρόγραμμα Μια ιστορία σαν παραμύθι στο Μοναστηράκι Αμαρίου, η οποία χτίζεται επίσης πάνω στα ανασκαφικά δεδομένα, του ανακτορικού κέντρου στο Μοναστηράκι, στο Ρέθυμνο, με στόχο να προσεγγίσει το σφραγιστικό σύστημα των πρώτων ανακτόρων και, μέσω αυτού, τη γραφειοκρατική οργάνωση της παλαιοανακτορικής περιόδου, τα θέματα των σφαιρών επιρροής των μεγαλύτερων πόλεων, τον ελεγκτικό ρόλο των ανακτόρων. Στο βιβλίο για τον εκπαιδευτικό, το θέμα των σφραγισμάτων τίθεται στο ευρύτερο πλαίσιο της οικονομίας.

Στο Βιβλίο για τον Μαθητή (Γαβριλάκη και Κάντα 2001α), ένα παιδί και εδώ, ο Μάνθος (εκ του Ραδάμανθυς) επιζεί ενός σεισμού που κατέστρεψε το χωριό του. Μετά τον σεισμό, στην ύπαιθρο εν μέσω ερειπίων, οι άνθρωποι της οικογένειάς προσπαθούν να αμβλύνουν τους φόβους τους επαναλαμβάνοντας τις καθημερινές ασχολίες τους. Στον σεισμό χάθηκε ο παππούς του Μάνθου, παλιός επίσημος αποθηκάριος, που μαθήτευσε στη Φαιστό, όπως και ο πατέρας του. Αποθηκάριος θα γινόταν κι ο Μάνθος στο μέλλον, αφού είχε αρχίσει η μαθητεία του δίπλα στον πατέρα του. Στην τελευταία σκηνή, οι άνθρωποι κατευθύνονται στο γειτονικό Αποδούλου με προτροπή των ηγεμόνων, οι οποίοι δεν θέλησαν να επενδύσουν στην ανοικοδόμηση του ανακτορικού κέντρου στο Μοναστηράκι. Έτσι, μέσω του καλού αγωγού του παραμυθιού, καταδεικνύεται ότι η στρωματογραφία των ανασκαφών είναι φτιαγμένη από τις ιστορίες των ανθρώπων.

Και εδώ η προσέγγιση των ανασκαφικών δεδομένων είναι ανθρωποκεντρική. Κι εδώ τεχνίτες και μαθητευόμενοι, κι εδώ έμμεσες πληροφορίες για τις διάφορες εκφάνσεις του Μινωικού Πολιτισμού.

Και το εκπαιδευτικό πρόγραμμα Το Ανάκτορο των Μαλίων. Το εργαστήριο του σφραγιδογλύφου και η Μινωική Σφραγιδογλυφία για την ΚΔ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων έχει θέμα τη σφραγιδογλυφία, μέσω της οποίας προσεγγίζεται ο ρόλος των ανακτόρων και η βιοτεχνική παραγωγή τους (Αποστολάκου 1999α). Στο βιβλίο του εκπαιδευτικού εξηγείται ότι το θέμα επιλέχθηκε, επειδή η εικονογραφία υποκαθιστά τις γραπτές πηγές που λείπουν. Άξονας του προγράμματος είναι το παλαιοανακτορικό εργαστήριο στη συνοικία Μ, δυτικά του ανακτόρου των Μαλίων, όπου εντοπίζεται ένα δεύτερο διοικητικό κέντρο εκτός ανακτόρου, και δίδονται πολλές λεπτομέρειες για τη σφραγιδογλυφία και την αναζήτηση πρώτων υλών στη Βαλτική, το Αφγανιστάν, την Αίγυπτο και την Ανατολή.

Μια ακόμα ιστορία περιλαμβάνεται στο Βιβλίο για τον μαθητή: αυτή του Κόρυθου (το όνομά του και τα ονόματα των φίλων του απαντούν στις μεταγενέστερες πινακίδες σε Γραμμική Β), το οποίο έχει τίτλο Η σφραγίδα του ψαρά (Αποστολάκου 1999β). Ο Κόρυθος είναι μαθητευόμενος του επίσημου σφραγιδογλύφου του ανακτόρου. Διασχίζοντας τη Δυτική Αυλή για να φτάσει στο εργαστήριο, γίνεται μάρτυρας του απόηχου της παραβίασης της κεντρικής αποθήκης και βλέπει τον αποθηκάριο να κάνει έλεγχο. Στη συνέχεια, εντυπωσιάζεται από ορισμένα πλούσια σπίτια της Συνοικίας Μ, την οποία αντηχούσε από τους ήχους των εργαστηρίων της. Η επίσκεψη του εργαστηρίου είναι και αυτή γεμάτη εικόνες: η σκάλα που οδηγεί στον όροφο, ο μικρός χώρος που δούλευαν οι τεχνίτες, το φως που κατέκλυζε τον χώρο, οι ξύλινοι πάγκοι, οι χρωματιστές πέτρες που αποτελούσαν την πρώτη ύλη, τα εργαλεία στη σειρά, τα υπολείμματα της επεξεργασίας σ΄ένα πάτωμα που είχε μήνες να σκουπιστεί… Αρχίζοντας να εργάζεται και να μαθαίνει, ο Κόρυθος επιλέγει ένα θέμα από την καθημερινή ζωή που γνώριζε: Ο ψαράς και το ψάρι του…

Τα εκπαιδευτικά προγράμματα, παρότι επαναλαμβάνουν εν πολλοίς τα βασικά στερεότυπα του Μινωικού Πολιτισμού που αφορούν στη λειτουργία των ανακτόρων και τις ιδιότητες των ενοίκων τους, συμβάλλουν στον εξανθρωπισμό των αρχαιολογικών δεδομένων και τη ζωοδότηση της εικονογραφίας. Δίνουν λόγο στα πρόσωπα που υπονοούνται από τα ευρήματα, εφευρίσκουν μικροϊστορίες συμβατές που ενισχύονται από την κοινωνική ανθρωπολογία και μέσω αυτής συνδέουν το χτες με το σήμερα. Αν και αμήχανα ως προς τα στερεότυπα, τα τοποθετούν σε ένα πλαίσιο κοινής λογικής ή συλλογικής εμπειρίας και τα αμβλύνουν, εντάσσοντάς τα στις αφηγήσεις κανονικών ανθρώπων.

Όμως, όταν ο χρόνος θα σβήσει από το χώμα τα ίχνη των γυμνών ποδιών μας, λέει ο Ίκαρος, εμείς που λατρέψαμε τη μάνα γη και ζήσαμε αρμονικά στην αγκαλιά της, θα μείνουμε στην ανωνυμία. Τι σημασία έχει ποιοι είμαστε άλλωστε; Πιο κάτω ο Ίκαρος διερωτάται: πώς θα είναι μετά από πολλά χρόνια, τα όσα εγώ αντίκρισα; Τον μύθο του Λαβυρίνθου θα τον κατασκευάσει η μνήμη. Εκεί θα κατοικήσουν τα τέρατα που οι άνθρωποι θα φτιάξουν με ό,τι απόμεινε από μας (Χρυσουλάκη 1998).

Πράγματι, η αιγαιακή αρχαιολογία σημαδεύεται ίσως πιο έντονα από άλλους κλάδους, από το φαινόμενο της απήχησης των έργων, ήτοι των ιδεών και των εικόνων της, σε μεγάλο βαθμό ανθρώπων και από την αντίστοιχη δημιουργία ενάλληλων κύκλων γένεσης, ανάπτυξης και διάδοσης αυτών των ιδεών και εικόνων. Το θέμα είναι, όμως, όπως επισημαίνει ο Ζώης, ως ποιο βαθμό οι νέες έρευνες συνεχίζουν την παραγωγή μυθολογημάτων. Ποιος παραμυθιάζει, ποιος παραμυθιάζεται και ποιος αποζητά το παραμύθιασμα…(Ζώης 1996).

Βιβλιογραφία

Αποστολάκου 1999α: Αποστολάκου, Β., Το ανάκτορο των Μαλίων, το εργαστήριο του σφραγιδογλύφου και η Μινωική Σφραγιδογλυφία, Πρόγραμμα ΜΕΙΝΑ, Ηράκλειο: Υπουργείο Πολιτισμού, ΚΔ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (Βιβλίο του εκπαιδευτικού).

Αποστολάκου 1999β: Αποστολάκου, Β., Η σφραγίδα του ψαρά, Πρόγραμμα ΜΕΛΙΝΑ, Ηράκλειο: Υπουργείο Πολιτισμού, ΚΔ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (Βιβλίο του μαθητή).

Γαβριλάκη και Κάντα 2001α: Γαβριλάκη, Ει., Κάντα, Α., Μια ιστορία σαν παραμύθι στο Μοναστηράκι Αμαρίου, Πρόγραμμα ΜΕΛΙΝΑ, Ρέθυμνο: Υπουργείο παιδείας και θρησκευμάτων, Υπουργείο Πολιτισμού: ΚΕ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (Βιβλίο για τον μαθητή).

Γαβριλάκη και Κάντα 2001β: Γαβριλάκη, Ει., Κάντα, Α., Η Κρήτη των πρώτων ανακτόρων και το σύστημα ελέγχου των αποθηκευτικών χώρων, Πρόγραμμα ΜΕΛΙΝΑ, Ρέθυμνο: Υπουργείο παιδείας και Θρησκευμάτων, Υπουργείο Πολιτισμού: ΚΕ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (Βιβλίο για τον εκπαιδευτικό).

Ζώης 1996: Ζώης, Α., Α., Κνωσός. Το εκστατικό όραμα. Σημειωτική και ψυχολογία μιας αρχαιολογικής περιπέτειας, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Χρυσουλάκη 1998: Χρυσουλάκη, Σ., Εγώ, ο Ίκαρος, Πρόγραμμα ΜΕΛΙΝΑ, Εκπαίδευση και Πολιτισμός: Εκπαιδευτικό φάκελος κορμού αρ. 3, Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού.

Dörpfeld 1985: Dörpfeld, W., The Buildings of Titryns, στο Schliemann, H., Tiryns. The Prehistoric Palace of Kings of Tiryns, New York 1885, 177-344.

Evans 1901: Evans, A. J., Mycenaean Tree and Pillar Cult and its Mediterranean Relations, Journal of Hellenic Studies 21, 99-204.

Evans 1900-1901: Evans, A. J., The Palace of Knossos. Proviosional Report of the Excavations for the Year 1902, Annual of British School at Athens 7, 1-120.

Evans, Hogarth and Welch 1899-1900: Evans, A. J., Hogarth, D, G., Welch, F. B., Knossos. Summary Report of the Excavations in 1900, Annual of British School at Athens 6, 1-93.

Evans 1921-1936: Evans, A. J., The Palace of Minos. A Comparative Account of the Succesive Stages of the Early Cretan Civilization as Illustrated by the Discoveries at Knossos (I: 1921, II 1-2: 1928, III: 1930, IV 1-2: 1935, V: Index, 1936), London.

Hoeck 1823-1829: Hoeck, K.,Kreta Ein Versuch zur Aufhellung der Mythologie und Geschichte, der Religion und Verfassung dieser Insel, von den Ältesten Zeiten bis auf Römer-Herrschaft (I: 1923, II: 1828, III: 1829), Göttingen.

Milchhoefer 1883: Milchhoefer, A., Die Anfange der Kunst in Griechenland, Leipzig.

Pernier 1902: Pernier, L., Scavi della missione italiana a Phaestos 1900-1901. Rapporto preliminare, Monumenti Antiqui 12, στ. 5-142.