Ο ρόλος του/της εκπαιδευτή/τριας στον σχεδιασμό προγραμμάτων εκπαίδευσης για ενήλικες

ISSN:1792-2674

Αδικημενάκη Μαρία, Εκπαιδευτικός ΠΕ60

Περίληψη

Τις τελευταίες δεκαετίες οι συζητήσεις γύρω από το πεδίο της εκπαίδευσης ενηλίκων έχουν αρχίσει να αυξάνονται. Η παγκοσμιοποίηση οδηγεί σε μία νέα κοινωνική πραγματικότητα, και σε ένα αυξανόμενο σε απαιτήσεις εργασιακό περιβάλλον, όπου αναγνωρίζει τη γνώση ως θεμελιώδη παράγοντα τόσο για την οικονομική, όσο και κοινωνική, αλλά και ατομική ανάπτυξη. Η προσπάθεια των ενηλίκων να επιμορφώνονται και να μαθαίνουν διαρκώς θα βοηθήσει στην ενίσχυση των ικανοτήτων και δεξιοτήτων τους και στην συνεχή προσαρμογή και ανταπόκριση τους στα νέα δεδομένα. Κατά την υλοποίηση προγραμμάτων εκπαίδευσης ενηλίκων ιδιαίτερα σημαντικός αναδεικνύεται ο ρόλος του/της εκπαιδευτή/τριας. Ο/η εκπαιδευτής/τρια οφείλει να αποτελεί την κινητήρια δύναμη στο μαθησιακό περιβάλλον, να δημιουργεί νέες μορφές παρακίνησης, και να λειτουργεί σύμφωνα με τους τρόπους, όπου οι ενήλικοι εκπαιδευόμενοι μαθαίνουν καλύτερα. Ποια είναι όμως εκείνα τα στοιχεία τα οποία θα πρέπει να λαμβάνει υπόψιν του/της κατά τον σχεδιασμό ενός προγράμματος για ενήλικες; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά, που καθιστούν έναν/μια εκπαιδευτή/τρια αποτελεσματικό/ή στο έργο του/της, και ποιες μεθόδους και μέσα διδασκαλίας χρειάζεται να ακολουθεί; Στην εισήγηση αυτή θα παρουσιαστεί ο τρόπος με τον οποίο ο/η εκπαιδευτής/τρια επιδρά στην προσφορά της εκπαίδευσης για ενήλικες. Ελπίζεται να δοθούν χρήσιμες πληροφορίες για τον χώρο της εκπαίδευσης ενηλίκων, τους/τις εκπαιδευτές/τριες ενηλίκων, αλλά και όλους/ες τους/τις ενδιαφερόμενους/ες.

Λέξεις κλειδιά

εκπαιδευτής/τρια, εκπαιδευόμενοι, προγράμματα, ενήλικες

Summary

The last decades the conversations towards the spectrum of adults education have began to arise. Globalization leads to a new social reality, and to an increased in demands workplace, which recognizes knowledge as a fundamental factor so for the economic, as the social, and personal development too. The attempt of adults to educate more themselves and be in a process of continual learning will help to the supplement of their abilities and skills and to their continual adaption and correspondence to the latest updates. The role of educator is recognized as specifically significant during the realization of adults’ educational programmes. The educator must be the motive strength in the learning environment, must create new forms of incitements, and function according to the ways that adult learners learn to their best potential. Which are however the elements that an educator must take into consideration during the design of a programme for adults? Which are the characteristics that make an educator effective to his/her action, and which methods and means of instruction are necessary to be followed? In this suggestion/introduction it will be presented the way in which the educator influences in the offer of adult education. It is hoped to be given useful information for the spectrum of adult education, the adults’ educators, and all the people who are interested in it.

Key words: educator, trainee, programmes, adults

Εισαγωγή

Ο οικονομικός και τεχνολογικός εκσυγχρονισμός, που προκύπτει από τις ραγδαίες διεθνείς εξελίξεις, διαφοροποιεί τις ανάγκες της οικονομίας σε εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό και καθιστά μη επαρκείς τις εκπαιδευτικές διαδικασίες που περιορίζονται στα όρια της υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Η διεθνοποίηση της οικονομίας, η όξυνση του διεθνούς ανταγωνισμού και η ανάγκη ανταγωνιστικότητας της εγχώριας οικονομίας στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, ανατρέπουν τα δεδομένα τόσο στις διαδικασίες παραγωγής και προώθησης προϊόντων, όσο και στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης.
Οι κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο, η ταχύτατη ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας, η κατεύθυνση και η ανταγωνιστικότητα σε επίπεδο εκπαίδευσης, καθιστούν αναγκαία τη μετάβαση από τη “βασική κοινότητα” στην “παγκόσμια οικονομία”, στο “παγκόσμιο χωριό”, και στην “κοινωνία της γνώσης”. Στο πλαίσιο αυτό, της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας της γνώσης, η γνώση αποτελεί καταλυτικό παράγοντα ανάπτυξης και καταπολέμησης του κοινωνικού αποκλεισμού. Οι μορφές με τις οποίες επιδιώκεται η οικοδόμηση νέων γνώσεων στους ενήλικες είναι η εκπαίδευση ενηλίκων, και η δια βίου και συνεχιζόμενη εκπαίδευση. Μέσω αυτών προσδοκάται η καλλιέργεια επιπλέον, δεξιοτήτων, ικανοτήτων, αξιών και στάσεων απαραίτητων στους σύγχρονους εργαζόμενους πολίτες. Η εκπαίδευση που παρέχεται αναδεικνύει και στηρίζεται σε χαρακτηριστικά των ενηλίκων, όπως η εμπειρία τους σε διάφορους κοινωνικούς ρόλους και οι ιδιότητες που κατέχουν (π.χ. πνευματική καλλιέργεια, ιδιότητα γονέα κ.α.). Σε αυτό το πλαίσιο η εκπαίδευση ενηλίκων αφορά όλα εκείνα τα προγράμματα που σχετίζονται με ενήλικους. Ποιος είναι όμως ο ρόλος του/της εκπαιδευτή/τριας στην διαδικασία προετοιμασίας προγραμμάτων για ενήλικες;
Ο/η εκπαιδευτής/τρια διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στα προγράμματα εκπαίδευσης των ενηλίκων, αν λάβουμε υπόψιν ότι είναι ο/η φορέας, ο/η οποίος/α βρίσκεται σε διαρκή δράση σχεδιασμού, εφαρμογής, αξιολόγησης και ανασχεδιασμού της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Ο ρόλος του/της είναι ιδιαίτερα σημαντικός, καθώς είναι ο άνθρωπος, ο οποίος εκτιμά και επανεκτιμά τις ανάγκες των εκπαιδευομένων, αξιολογεί την πρόοδό τους, τροποποιεί και αναθεωρεί τους στόχους του προγράμματος εκπαίδευσης, αναδιαρθρώνει τις μεθόδους και το περιεχόμενο διδασκαλίας, και μαθαίνει συνεχώς από την ανατροφοδότηση των συμμετεχόντων. Είναι ο άνθρωπος, όπου αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μεταξύ του αντικειμένου, των εκπαιδευομένων και της προσέγγισης, εξέλιξης και έκβασης του θέματος και της μαθησιακής διαδικασίας. Βασικό του/της μέλημα είναι να προσπαθεί να διαμορφώνει τα προγράμματα εκπαίδευσης ενηλίκων, με τρόπο τέτοιο ώστε να επέλθουν ευεργετικά οφέλη για τους ενήλικες σε πολλαπλές δραστηριότητες της ζωής τους.
Η επιλογή του/της εκπαιδευτή/τριας στο εκάστοτε γνωστικό αντικείμενο, τα επαγγελματικά του/της προσόντα, οι ευρύτερες γνώσεις του/της σε διάφορους τομείς, αλλά και οι εξειδικευμένες και επαρκείς γνώσεις του/της στο διδακτικό αντικείμενο, τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του/της και ο ενθουσιασμός, που επιδεικνύει απέναντι στο μαθησιακό αντικείμενο που διδάσκει επηρεάζουν σημαντικά τον βαθμό και τον τρόπο συμμετοχής του/της στις διαδικασίες σχεδιασμού και προετοιμασίας προγραμμάτων εκπαίδευσης για ενήλικες. Στη συνέχεια της εισήγησης θα γίνει αναλυτική παρουσίαση του τρόπου συσχέτισης του/της εκπαιδευτή/τριας με το πεδίο της εκπαίδευσης ενηλίκων, του ρόλου που διαδραματίζει ο/η ίδιος/α στον σχεδιασμό προγραμμάτων εκπαίδευσης για ενήλικες και της συμβολής των χαρακτηριστικών του/της στην αποτελεσματική διεξαγωγή του εκπαιδευτικού του/της έργου.

Τομέας εκπαίδευσης ενηλίκων και συσχέτιση του με τον/την εκπαιδευτή/τρια ενηλίκων

Όπως διαφαίνεται, τα τελευταία χρόνια ο τομέας της εκπαίδευσης ενηλίκων διευρύνεται και οι ανάγκες για εκπαιδευτές ενηλίκων αυξάνονται. Ακόμα και τα απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα των εκπαιδευτών ενηλίκων έχουν αρχίσει να αλλάζουν. Αν και παλιότερα παρέμεναν στις περισσότερες χώρες ασαφή, με τo πέρασμα των ετών προωθείται η δημιουργία ενός πλαισίου για την πιστοποίηση δεξιοτήτων των ζητούμενων εκπαιδευτών. Στην Ελλάδα γίνονται τελευταία κάποιες προσπάθειες προς την κατεύθυνση της επαγγελματοποίησης των εκπαιδευτών ενηλίκων, με τη μορφή ταχύρρυθμων επιμορφωτικών σεμιναρίων και την πρόσφατη έναρξη διεξαγωγής εξετάσεων πιστοποίησης από τον οργανισμό του ΕΟΠΠΕΠ. Έως σήμερα ωστόσο δεν υπάρχει κάποιο συναφές προπτυχιακό τμήμα σπουδών που να προσφέρεται από την Τριτοβάθμια εκπαίδευση με ανάλογη κατεύθυνση, με σαφή παιδαγωγικό – διδακτικό (επαγγελματικό) προσανατολισμό. Εφόσον το επιθυμεί κάποιος/α ενδιαφερόμενος/η μπορεί να εξειδικευτεί στην εκπαίδευση ενηλίκων μέσα από την υλοποίηση αντίστοιχων σπουδών σε μεταπτυχιακό ή διδακτορικό επίπεδο.

Πριν εστιαστούμε στο μέγεθος της συνεισφοράς του/της εκπαιδευτή/τριας και στον τρόπο με τον οποίο εμπλέκεται σε προγράμματα απευθυνόμενα προς ενήλικες, είναι απαραίτητο να εμπεδωθεί ποιο είναι το αντικείμενο ενασχόλησης του πεδίου της εκπαίδευσης ενηλίκων. Η εκπαίδευση ενηλίκων αναφέρεται σε οποιαδήποτε μαθησιακή δραστηριότητα ή πρόγραμμα σκόπιμα σχεδιασμένο από κάποιον εκπαιδευτικό φορέα, για να ικανοποιήσει οποιαδήποτε ανάγκη κατάρτισης ή ενδιαφέρον, που ενδέχεται να πραγματοποιηθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της ζωής ενός ανθρώπου που έχει υπερβεί την ηλικία της υποχρεωτικής εκπαίδευσης και η κύρια δραστηριότητα του δεν είναι πλέον η εκπαίδευση. Ο όρος «εκπαίδευση ενηλίκων» σηματοδοτεί με άλλα λόγια το οργανωμένο μέρος της δια βίου μάθησης που αφορά ενηλίκους και ταυτόχρονα υποδηλώνει την ανθρωπιστική κατεύθυνση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων που πραγματοποιούνται σε αυτό το πλαίσιο (Κόκκος, 2005).
Δεδομένου αυτών, ο/η εκπαιδευτής/τρια ενηλίκων για να μπορέσει να συμβάλλει αποτελεσματικά στην διαδικασία εκπαίδευσης ενηλίκων οφείλει να έχει λάβει μια σαφή κατανόηση της φιλοσοφίας της εκπαίδευσης των ενηλίκων. Η αποτελεσματικότητα άλλωστε αυτού που κάνει εξαρτάται κατά πολύ από τη σαφήνεια του θεωρητικού πλαισίου της δραστηριότητάς του. Καλείται λοιπόν να γνωρίζει και να αντιλαμβάνεται τις έννοιες της μάθησης και της εκπαίδευσης των ενηλίκων. Είναι κρίσιμης σημασίας να έχει κατανοήσει ότι: απευθύνεται σε ανθρώπους που έχουν φυσική ωριμότητα, είναι ικανοί να διαχειρίζονται τον εαυτό τους, έχουν διάθεση για αυτοπροσδιορισμό, – δηλαδή για υπεύθυνη λήψη αποφάσεων-, έχουν ευθυκρισία σε ό,τι αφορά τον εαυτό τους και τους άλλους, έχουν τάση αυτοδιάθεσης για συμμετοχή στη μαθησιακή διεργασία και αναλαμβάνουν ρόλους ενηλίκων, – όπως ο ρόλος του πολίτη που ψηφίζει-, και να τους αντιμετωπίζει ως υπεύθυνους, ώριμους και ισορροπημένους μαθητευόμενους (Κόκκος, 2005). Ποια είναι όμως η συμβολή του/της εκπαιδευτή/τριας ενηλίκων στον σχεδιασμό ενός προγράμματος για ενήλικες;
Εκπαιδευτής/τρια ενηλίκων και σχεδιασμός προγράμματος για ενήλικες

Η συμβολή του/της εκπαιδευτή/τριας στην γενική προσέγγιση που θα ακολουθηθεί στο πρόγραμμα εκπαίδευσης ενηλίκων είναι μεγάλη. Ο/η εκπαιδευτής/τρια με βάση το θέμα του προγράμματος θα αναλάβει να θέσει τους μαθησιακούς στόχους, να επιλέξει τι θα διδαχτεί, με ποιο τρόπο και με ποιο υλικό, έτσι ώστε να επέλθει με αποτελεσματικότερο τρόπο η μάθηση. Είναι ο άνθρωπος όπου θα υπολογίσει κατά πόσο το πρόγραμμα θα δώσει έμφαση στο αναλυτικό περιεχόμενο ή στη μαθησιακή διεργασία, κατά πόσο οι εκπαιδευόμενοι θα μάθουν κάτι ή θα μάθουν πώς να μαθαίνουν, καθώς και ποια θα είναι η ποσότητα ύλης που μπορεί να καλυφθεί στο διαθέσιμο χρόνο και πόση μπορεί να διδαχτεί σε μεταγενέστερο στάδιο. Θα καθορίσει επιπλέον τον τρόπο συνδιαλλαγής των εκπαιδευομένων με την ύλη – αν θα παρακολουθούν και θα κάνουν εξάσκηση μόνοι τους, αν θα ακούνε, αν θα διαβάζουν, θα συζητούν, θα γράφουν κ.ο.κ., αλλά και τα προτεινόμενα στάδια που μπορούν να ακολουθήσουν οι εκπαιδευόμενοι για να ολοκληρώσουν το έργο, για να μάθουν τη διαδικασία ή το αντικείμενο (Rogers, 1999).

Ειδικότερα, ο/η εκπαιδευτής/τρια ενηλίκων για να είναι αποτελεσματικό το πρόγραμμα θα φροντίσει κατά τον σχεδιασμό του να το διαμορφώσει έτσι, ώστε αυτό να ξεκινάει από μια περιοχή που θα μεγιστοποιεί το ενδιαφέρον των συμμετεχόντων και θα τους ωθεί να μάθουν περισσότερα στοιχεία για το θέμα. Κατά την εκκίνηση του προγράμματος, αλλά και καθ’ όλη την διάρκεια του θα λαμβάνει υπόψιν του/της ότι η γνώση δεν προσεγγίζεται τμηματικά, αλλά με κύριο στοιχείο την διαθεματικότητα και θα δίνει έτσι την δυνατότητα να επιστρατεύονται όλες οι γνώσεις των εκπαιδευομένων από όλα τα πεδία. Θα εκτιμά ότι υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στα πεδία μάθησης και βάσει αυτού θα έχει κατά νου ότι χρειάζονται εξειδικευμένες προσεγγίσεις ανά θέμα επιλογής. Θα προσπαθεί ακόμη να παρέχει μια ποιότητα εκπαίδευσης που θα προσφέρει οφέλη όχι μόνο στον τομέα των γνώσεων, αλλά και στον τομέα απόκτησης νέων ικανοτήτων, δεξιοτήτων, στάσεων ή συμπεριφορών.

Όσον αφορά τις μαθησιακές μεθόδους θα αξιοποιεί ένα ευρύ φάσμα από διαφορετικές μεθόδους, οι οποίες θα είναι σύγχρονες, μαθητοκεντρικές, και θα δίνουν έμφαση στην κατανόηση και λιγότερο στην απομνημόνευση. Κατά την επιλογή των μεθόδων διδασκαλίας θα συνυπολογίζει παράλληλα τις απόψεις και τις προτιμήσεις των εκπαιδευομένων. Η μάθηση επιτυγχάνεται καλύτερα όταν εμπλέκονται στο σχεδιασμό της εκπαιδευτικής δραστηριότητας και οι ίδιοι οι εκπαιδευόμενοι, όταν μιλούν για τις ανάγκες τους, όταν προτείνουν τα στοιχεία που θα τους ενδιέφερε να μάθουν, καθώς και τον τρόπο που θέλουν να προσεγγίσουν τη γνώση, όταν οι εμπειρίες των εκπαιδευόμενων θεωρούνται ως ευκαιρία για εμπλουτισμό της μάθησης. Στα πλαίσια της εκπαιδευτικής διαδικασίας θα προωθεί το στοιχείο της πρακτικής άσκησης, αφήνοντας στους εκπαιδευόμενους τον απαραίτητο χρόνο, ώστε να μαθαίνουν μέσα από τον προσωπικό ρυθμό μάθησης τους. Οι μαθησιακές μέθοδοι που θα χρησιμοποιεί θα περιλαμβάνουν κάτι παραπάνω από μία απλή επίδειξη, μια εισήγηση, μια παρουσίαση πληροφορίας. Θα παρακινούν τους εκπαιδευόμενους να σκέπτονται πολύπλευρα, να συζητούν μεταξύ τους, και να συνεργάζονται για την εύρεση της νέας γνώσης. Σε αυτό μπορεί να συμβάλλει η διαλεκτική μέθοδος διδασκαλίας. Καλό είναι επίσης οι εκπαιδευόμενοι να ενθαρρύνονται να μαθαίνουν μέσα από έναν βιωματικό τρόπο μάθησης, με επισκέψεις σε πεδία και διερευνήσεις, που θα τους επιτρέπουν να δουν κάποιες καταστάσεις από κοντά, να πειραματιστούν, να κρίνουν, να συγκρίνουν και να εξάγουν συμπεράσματα μέσα από μία βιωματική οπτική (Jarvis, 2003, Παπαστεφανάκη, 2002).

Η εκπαιδευτική διαδικασία είναι επίσης ουσιώδες να διέπεται από μια αλληλουχία μαθησιακών δραστηριοτήτων, καλά οργανωμένων και συνδεδεμένων μεταξύ τους με δόμηση, που θα παρουσιάζει ευκρίνεια και συνοχή. Οι δραστηριότητες θα χαρακτηρίζονται από σαφήνεια, ξεκάθαρο νόημα, συγκεκριμένο σκοπό και στόχους, και θα περιέχουν όρους απλούς και κατανοητούς, που δεν θα δυσχεραίνουν την προσπάθεια των εκπαιδευομένων για συμμετοχή τους σε αυτές. Άλλοτε θα είναι πιο απλές, και άλλοτε πιο σύνθετες, άλλοτε μικρότερης και άλλοτε μεγαλύτερης χρονικής διάρκειας, άλλοτε ατομικής ανάθεσης και άλλοτε ομαδικής, ρυθμιζόμενες κάθε φορά σε συνάρτηση με τις ικανότητες και δεξιότητες των εκπαιδευομένων, το ήδη αποκτηθέν γνωστικό τους υπόβαθρο και την επιδίωξη ενεργητικής εμπλοκής τους σε αυτές.
Σε σχέση με τα μέσα διδασκαλίας ή αλλιώς το υλικό χρήσης στην εκπαιδευτική διαδικασία αυτό θα επιλέγεται σύμφωνα με το θέμα που διδάσκεται, αλλά και τις ανάγκες των εκπαιδευομένων (Καψάλης, & Παπασταμάτης, 2006). Όταν έχουμε να διδάξουμε για παράδειγμα μια ενότητα σχετικά με τα στοιχεία οργάνωσης ενός βρεφονηπιακού σταθμού, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ως εποπτικό υλικό, εικόνες από διαφορετικούς σταθμούς και πολύ πιθανόν τον ηλεκτρονικό υπολογιστή για την προβολή κάποιας εκπαιδευτικής ταινίας. Το υλικό αυτό δύναται να λειτουργήσει ως έναυσμα για την ανάπτυξη ενός εποικοδομητικού διαλόγου, που θα περιλαμβάνει την ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των εκπαιδευομένων για τις υπάρχουσες εκπαιδευτικές δομές, που απαρτίζουν εσωτερικά και εξωτερικά τον χώρο του σταθμού, και για την σημασία που παίζει ακόμη και ο τρόπος διαρρύθμισης του χώρου στην ανάπτυξη των παιδιών, και στις πρακτικές διδασκαλίας. Μπορούν επιπλέον να χρησιμοποιηθούν κάρτες με όρους όπως επικοινωνία, κοινωνικότητα κ.α. για την υλοποίηση μιας άσκησης σχετικά με την επίδραση του χώρου στα παιδιά στους τομείς αυτούς, η οποία θα πραγματοποιηθεί στα πλαίσια εργασίας σε ομάδες ευνοώντας έτσι την ανάπτυξη συνεργατικών διαδικασιών μάθησης. Οι εκπαιδευόμενοι θα έχουν την ευκαιρία ανά ομάδες σύμφωνα με την κάρτα που θα αναλάβουν να συζητήσουν, να ανταλλάξουν ιδέες, να κρίνουν, να συγκρίνουν, να εξάγουν συμπεράσματα και να καταγράψουν τις απόψεις τους. Έτσι, θα προσεγγίσουν με αποτελεσματικότερο τρόπο τη νέα γνώση, η οποία θα προκύψει ως αποτέλεσμα και καρπός της δικής τους συλλογικής προσπάθειας (Courau, 2000 Κατσαλής, 2000).

Συμβολή χαρακτηριστικών εκπαιδευτή/τριας στη διαδικασία της εκπαίδευσης ενηλίκων

Εστιάζοντας στα χαρακτηριστικά που διέπουν τον/την αποτελεσματικό/ή εκπαιδευτή/τρια ενηλίκων διακρίνεται η ανάγκη για έναν/μία εκπαιδευτή/τρια που δεν θα μεταδίδει απλά γνώσεις, και δεν θα «παραδίδει» απλώς το θέμα. Κάτι τέτοιο δεν εξυπηρετεί πλέον τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης μάθησης των ενήλικων εκπαιδευομένων. Χρειάζεται ένας/μία εκπαιδευτής/τρια, όπου θα εντάσσει στην εκπαιδευτική διαδικασία ολιστικά τον εκπαιδευόμενο με τις δεξιότητές του, τις στάσεις, τις αντιλήψεις του, τα συναισθήματά του και συνάμα όλες τις πτυχές του ίδιου του τού εαυτού. Ένας/μία εκπαιδευτής/τρια με σύνθετες ικανότητες και ρόλο υποστηρικτικό, ο/η οποίος/α θα βοηθάει τους ενήλικες να οικοδομούν γνώσεις, στα πλαίσια ενεργητικών και συμμετοχικών διεργασιών μάθησης (Rogers, 1999).
Για να είναι αποτελεσματικός/ή στο έργο του/της, ο/η εκπαιδευτής/τρια ενηλίκων θα λαμβάνει υπόψιν του ότι οι ενήλικες εκπαιδευόμενοι αποτελούν μια ειδική ομάδα στόχο με τα δικά της βιολογικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά, που βρίσκεται σε ένα προχωρημένο στάδιο ανάπτυξης, και εισέρχεται στην εκπαιδευτική διαδικασία με συγκεκριμένες προσδοκίες, κίνητρα και ενδιαφέροντα, και έχοντας διαμορφώσει έναν ιδιαίτερο, προσωπικό τρόπο με τον οποίο μπορεί και προτιμάει να μαθαίνει (Βεργίδης, 2003). Πολλές φορές η ομάδα αυτή πιθανόν να συναντήσει περιορισμούς στη μάθηση εξαιτίας αλληλοσυσχετιζόμενων μεταξύ τους παραγόντων: κοινωνικές υποχρεώσεις και πιέσεις, φόβος αποτυχίας, προσκόλληση σε προϋπάρχουσες πεποιθήσεις και αξίες, χαμηλή αυτοεκτίμηση, κ.α. Ο/η εκπαιδευτής/τρια θα πρέπει επομένως να διαθέτει νοητική ευελιξία, υπομονή και ανεκτικότητα και να προσεγγίζει προσεκτικά τους συμμετέχοντες υπολογίζοντας τον τρόπο σκέψης και το προσωπικό και εξατομικευμένο μαθησιακό στυλ του καθενός, ώστε να τους βοηθάει να μαθαίνουν μέσα από μία ευχάριστη και δημιουργική διαδικασία (Κεδράκα, 2013). Είναι απαραίτητο να εντοπίζει με ευαισθησία τους παράγοντες που εμποδίζουν τη μάθηση και να δημιουργεί μια παιδαγωγική ατμόσφαιρα, που να χαρακτηρίζεται από ουσιαστική επικοινωνία και συνεργατικό πνεύμα, μέσα στο οποίο θα έχουν την ευχέρεια να λειτουργήσουν με άνεση όλοι οι εκπαιδευόμενοι (Γαλάνης, 1993).
Για να πραγματοποιηθεί αυτό, καλείται να γνωρίζει επιπλέον με ποιους τρόπους μαθαίνουν καλύτερα οι ενήλικες και να χρησιμοποιεί διδακτικές-μαθησιακές τεχνικές που θα μεγιστοποιούν το ενδιαφέρον τους για συμμετοχή στην εκπαιδευτική διαδικασία. Η χρήση διδακτικών μεθόδων που θα ενισχύουν την ενεργητική μάθηση των εκπαιδευομένων δύναται να προσφέρει πολλαπλά οφέλη για τους ενήλικες σε θέματα, όπως η προώθηση της προσωπικής ανάπτυξης, της αυτονομίας και της αυτενέργειας, η πλήρης αξιοποίηση των ικανοτήτων του ατόμου, η καλλιέργεια της αυτοπεποίθησης, η δύναμη της επιλογής, και δράσης, η αύξηση και όχι η άρνηση της υπευθυνότητας, η ανάπτυξη της αίσθησης της προοπτικής. Μέσω της ενεργητικής μάθησης είναι πιθανότερο ότι η διαδικασία μάθησης θα έχει μονιμότερα αποτελέσματα, θα είναι διαθέσιμη για μελλοντική χρήση και δεν θα αποτελεί απλά ένα μεμονωμένο εκπαιδευτικό γεγονός. Θα δημιουργούνται έτσι οι κατάλληλες προϋποθέσεις, ώστε να μην σταματά η διαδικασία με την ολοκλήρωση της άμεσης δραστηριότητας, αλλά να οδηγεί σε περαιτέρω σκόπιμη μάθηση (Κοντονή, 2010).

Στις μέρες μας ο/η εκπαιδευτής/τρια είναι αποτελεσματικός/ή όταν λειτουργεί ως ένας/μία ολοκληρωμένος/η συντονιστής/στρια της εκπαιδευτικής διεργασίας, ο/η οποίος/α δρα συμβουλευτικά και εμψυχωτικά προς τους εκπαιδευόμενους και τους ωθεί στην ευρετική τους πορεία προς τη γνώση, αποπνέοντας συναισθήματα χαράς, ευχάριστης διάθεσης και εμπιστοσύνης, που βοηθούν στην απελευθέρωση των δημιουργικών τους δυνάμεων. Είναι βασικό να προωθεί εναλλακτικούς τρόπους μάθησης, να περιορίζει τον κυριαρχικό του/της ρόλο, να επιτρέπει τα λάθη και να τα αξιοποιεί όταν προκύπτουν προς όφελος των εκπαιδευομένων. Να κατανοεί τα φαινόμενα που σχετίζονται με τη δυναμική των σχέσεων που δημιουργούνται μέσα στην ομάδα (π.χ. την αδράνεια, τις αναστολές και αντιστάσεις απέναντι στο καινούριο, την αδυναμία επικέντρωσης στους συμφωνηθέντες στόχους, κ.α), και να προσαρμόζει ανάλογα τη στρατηγική του, ώστε να οδηγεί την ομάδα προς το επιθυμητό αποτέλεσμα. Απαιτείται ακόμη να διαθέτει δεξιότητες αξιολόγησης, βάσει των οποίων θα έχει τη δυνατότητα να παρακολουθεί την πρόοδο των εκπαιδευομένων, να εντοπίζει αν επιτυγχάνονται οι μαθησιακοί στόχοι, και να παρατηρεί κατά πόσο είναι χρήσιμη η υφιστάμενη μαθησιακή διεργασία ή επιδέχεται πιθανές βελτιωτικές τροποποιήσεις (Καψάλης, & Παπασταμάτης, 2006).
Η διεξαγωγή της εκπαιδευτικής διαδικασίας επηρεάζεται βαθιά κι από τις επικοινωνιακές δεξιότητες του εκπαιδευτή/τριας. Γι’ αυτό το λόγο, ο/η εκπαιδεύτρια, χρειάζεται να προσπαθεί να δημιουργεί ένα θετικό και ευνοϊκό κλίμα μάθησης, στα πλαίσια του οποίου οι εκπαιδευόμενοι θα δραστηριοποιούνται, θα παρακινούνται να εκφράζουν και να ανταλλάσσουν τις ιδέες τους, να επεξεργάζονται τις γνώσεις και τις εμπειρίες που διαθέτουν, να αναζητούν νέες πηγές μάθησης, να μαθαίνουν πράττοντας. Είναι αναγκαία η ύπαρξη ενός/μιας εκπαιδευτή/τριας, που θα κάνει προσεκτική ακρόαση των εκπαιδευομένων, θα σέβεται τις απόψεις τους, θα ενθαρρύνει για συμμετοχή στην μαθησιακή διαδικασία και τους λιγότερο ενεργούς εκπαιδευόμενους, θα παρατηρεί τον τρόπο μάθησης όλων και θα αφήνει να προκύπτουν αποτελέσματα μέσα από την προσωπική τους προσπάθεια, την δοκιμή ιδεών και την εφευρετικότητα (Κατσαλής, 2000). Ο/η εκπαιδευτής/τρια θα πρέπει να διαθέτει την ικανότητα να μπορεί να μπαίνει στη θέση του δέκτη των μηνυμάτων του/της, να αντιλαμβάνεται πότε π.χ. δύναται να ληφθεί λανθασμένα το μήνυμα μιας παρουσίασης, να χρησιμοποιεί λεξιλόγιο, έννοιες και δομές λόγου, που να μην ξεπερνούν τις δυνατότητες κατανόησης των εκπαιδευομένων, να διαπιστώνει πότε μια ερώτησή του αποβαίνει μη ευκρινής, και να την αναδιατυπώνει, να βοηθάει τον εκπαιδευόμενο που υποβάλει μια ερώτηση, να βρει μόνος του την απάντηση και αν δεν τα καταφέρνει, να ζητείται η συνδρομή και των υπολοίπων. Μέσα π.χ. από τη προώθηση της συζήτησης μεταξύ των εκπαιδευομένων ενδέχεται να προκύψουν σκέψεις ή απόψεις με θετικά οφέλη όχι μόνο για τους ίδιους, αλλά και για τον/την εκπαιδευτή/τρια, αφού ίσως εκφραστεί κάποια ιδέα, που δεν είχε σκεφτεί και έτσι να δοθεί η ευκαιρία για εμπλουτισμό των γνώσεων του/της και άντληση μάθησης μέσα από τους εκπαιδευόμενους.
Συμπεράσματα

Λαμβάνοντας υπόψιν όλα τα παραπάνω, διαπιστώνεται ότι στις μέρες μας δίνεται πολύ μεγάλη σημασία στην ανάπτυξη και εφαρμογή προγραμμάτων εκπαίδευσης ενηλίκων. Η εκπαίδευση ενηλίκων λειτουργεί ως αναπόσπαστο στοιχείο της δια βίου μάθησης, και ασκεί μεγάλη βαρύτητα στην οικονομική και κοινωνική πρόοδο. Σύμφωνα με τον Dewey, η εκπαίδευση δεν σταματάει όταν κάποιος φεύγει από το σχολείο. Η διάθεση να μαθαίνει κανείς από την ίδια τη ζωή και να γίνονται οι συνθήκες της ζωής τέτοιες, που όλοι να μαθαίνουν στην πορεία του βίου, είναι το ωραιότερο προϊόν της μάθησης.
Μεγάλο ρόλο στον σχεδιασμό και την υλοποίηση αυτών των προγραμμάτων όπως φάνηκε από την εισήγηση διαδραματίζει ο/η εκπαιδευτής/τρια ενηλίκων, όπου ασχολείται με το πλαίσιο οργάνωσης και ενίσχυσης τους. Για την ομαλή διεξαγωγή τους χρειάζεται ένας/μία εκπαιδευτής/τρια που θα έχει την ευελιξία να αντιλαμβάνεται, να αναγνωρίζει, να διαγιγνώσκει τις ανάγκες, τις δυσκολίες, τις δυνατότητες και ικανότητες των ενήλικων εκπαιδευομένων και να προσαρμόζει ανάλογα την παιδαγωγική διαδικασία. Ένας/μία εκπαιδευτής/τρια όπου θα δίνει σεβασμό στα κίνητρα των συμμετεχόντων, θα συνεργάζεται και θα αλληλεπιδρά με τους εκπαιδευόμενους, θα προωθεί την αλληλεπίδραση και επικοινωνία μεταξύ των εκπαιδευομένων, θα αναστοχάζεται παρελθούσες ή παρούσες δράσεις και δομές, θα τις αξιολογεί και θα τις κρίνει.

Στην αποτελεσματική πραγματοποίηση των προγραμμάτων εκπαίδευσης ενηλίκων θα συμβάλλει όπως επισημάνθηκε η χρήση μεθόδων και μέσων διδασκαλίας, που θα ευνοούν την κατάκτηση της γνώσης μέσα από τη διερεύνηση, την αξιοποίηση διαφόρων πηγών πληροφόρησης, τη συζήτηση, την ανταλλαγή απόψεων, καθώς και μέσα από την εμπλοκή των ενήλικων εκπαιδευομένων σε ελκυστικές μαθησιακές δραστηριότητες, με νόηµα και ενδιαφέρον. Εξέχουσα τέλος βαρύτητα κατέχουν τα στοιχεία εκείνα, που σχετίζονται με τον τρόπο προσέγγισης των εκπαιδευομένων από τον/την εκπαιδευτή/τρια. Η ύπαρξη κατανόησης, υπομονής, θετικής διάθεσης, χαμόγελου, επιβράβευσης, και συνεχούς ενθάρρυνσης των εκπαιδευομένων κατά την μαθησιακή διαδικασία θα λειτουργήσει θετικά για τους εκπαιδευόμενους, τονώνοντας τους το αίσθημα της αυτοεκτίμησης και αυξάνοντας τους το κίνητρο για ενεργητική συμμετοχή στην εκπαιδευτική διαδικασία.

Αναφορές

Βεργίδης, Δ. (2003). Εκπαίδευση ενηλίκων: συμβολή στην εξειδίκευση στελεχών και εκπαιδευτών. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
Γαλάνης, Γ. (1993). Ψυχολογία της (επι)μόρφωσης ενηλίκων. Θεωρητικές και πρακτικές προσεγγίσεις. Αθήνα: Παπαζήση
Courau, S. (2000). Τα «βασικά εργαλεία» του εκπαιδευτή ενηλίκων. Αθήνα: Μεταίχμιο
Jarvis, P. (2003). Συνεχιζόμενη εκπαίδευση και κατάρτιση. Θεωρία και πράξη. Αθήνα: Μεταίχμιο
Κατσαλής, Α. (2000). Εκπαίδευση εκπαιδευτών. Σκέψεις και προτάσεις για εκπαίδευση ενηλίκων. Αθήνα: Κλειδάριθμος
Καψάλης, Α.& Παπασταμάτης, Α. (2006). Επαγγελματισμός στη συνεχιζόμενη εκπαίδευση. Αθήνα: Τυπωθήτω- Γιώργος Δαρδάνος
Κεδράκα, Α. (2013). Εκπαιδευτές ενηλίκων στην Ελλάδα. Εξέλιξη, αναζητήσεις, προβληματισμοί. Θεσσαλονίκη: Αδελφοί Κυριακίδη α.ε.
Κόκκος, Α. (2005). Εκπαίδευση Ενηλίκων. Ανιχνεύοντας το πεδίο. Αθήνα: Μεταίχμιο
Κοντονή, Α. (2010). Εκπαίδευση ενηλίκων: Θεωρητικές προσεγγίσεις και τεχνικές εφαρμογής. Ελληνοεκδοτική
Παπαστεφανάκη, Σ. (2002). Ανάπτυξη και αξιολόγηση των ικανοτήτων των εκπαιδευτών ενηλίκων. Θεσσαλονίκη: Αδελφοί Κυριακίδη α.ε
Rogers, A. (1999). Η Εκπαίδευση ενηλίκων. Αθήνα: Μεταίχμιο