Οι απόψεις των υπαλλήλων εργαζομένων στον ΟΠΕΚΕΠΕ της Περιφερειακής Διεύθυνσης Κεντρικής Μακεδονίας αναφορικά με τις επιμορφωτικές τους ανάγκες

ISSN:1792-2674

Χριστίνα Καραστέργιου, Αδαμάντιος Παπασταμάτης, Δήμητρα Πάντα

Η Χριστίνα Καραστέργιου είναι Διοικητική – Λογιστική υπάλληλος στον ΟΠΕΚΕΠΕ με μεταπτυχιακές σπουδές στις Σπουδές στην Εκπαίδευση της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του ΕΑΠ, email: salkar@hol.gr

Ο Αδαμάντιος Παπασταμάτης είναι αν. καθηγητής της Διδακτικής Μεθοδολογίας Συνεχούς Εκπαίδευσης στο Τμήμα Εκπαιδευτικής & Κοινωνικής Πολιτικής του Παν/μίου Μακεδονίας και καθηγητής – σύμβουλος στο ΕΑΠ, email: papastam@uom.gr

Η Δήμητρα Πάντα είναι καθηγήτρια στο Γενικό Τμήμα Γενικών Μαθημάτων της Ανώτατης Σχολής Παιδαγωγικής και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης και καθηγήτρια – σύμβουλος στο ΕΑΠ, email: panta@otenet.gr

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Αντικείμενο της παρούσας εργασίας είναι η διερεύνηση των απόψεων των υπαλλήλων του Οργανισμού Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε.) της Περιφερειακής Διεύθυνσης Κεντρικής Μακεδονίας αναφορικά με τις επιμορφωτικές τους ανάγκες. Μεθοδολογικά στην έρευνα επιλέχθηκε η ποσοτική προσέγγιση και χρησιμοποιήθηκε η τεχνική του ερωτηματολογίου, το οποίο απαντήθηκε από 72 υπαλλήλους. Από την ανάλυση των ευρημάτων της έρευνας διαπιστώθηκε η μεγάλη ανάγκη επιμόρφωσης των υπαλλήλων προκειμένου να αντεπεξέλθουν ικανοποιητικά στην εργασία τους και στα νέα αντικείμενα εργασίας που αναλαμβάνει ο Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. ενώ η θεματική ενότητα στην οποία οι περισσότεροι υπάλληλοι θεωρούν ότι έχουν ανάγκη να παρακολουθήσουν κάποιο επιμορφωτικό πρόγραμμα για την καλύτερη άσκηση των καθηκόντων τους αφορά θέματα νομοθεσίας και κανονισμών.

Λέξεις κλειδιά: Επιμόρφωση, εκπαίδευση ενηλίκων, επιμορφωτικές ανάγκες, Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε., Οργανισμός Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων

ABSTRACT

The purpose of the present study is to investigate the opinions of the employees working at the Payment and Control Agency for Guidance and Guarantee Community Aid (O.P.E.K.E.P.E.) of Regional Directorate of Central Macedonia, Greece by referring their training needs. Methodologically in the research was selected the quantitative approach and was used the technique of questionnaire, which was answered by 72 employees. The analysis of the research data highlighted that the need of training of employees is a matter of urgency if they are to cope satisfactorily with their duties and the new tasks undertaken by O.P.E.K.E.P.E. According to the majority of employees, legislation and regulations are a field of primary importance for their training.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Σήμερα, η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογικής προόδου, οι απαιτήσεις των αναγκών των καταναλωτών που συνεχώς αυξάνονται, η ανταγωνιστικότητα, οι συγχωνεύσεις πολλών επιχειρήσεων και οργανισμών καθώς και οι ρυθμοί αποδοτικότητας καθιστούν απαραίτητη τη συνεχή εκπαίδευση των εργαζομένων, ιδιαίτερα όταν συντελούνται σημαντικές αλλαγές στο δικό τους εργασιακό περιβάλλον. Παλαιότερα η ανάγκη για εκπαίδευση δεν ήταν τόσο μεγάλη, διότι οι διαφοροποιήσεις στους ρυθμούς της αγοράς δεν ήταν έντονες, όπως σήμερα. Η σύγχρονη, όμως, κοινωνία επιβάλλει στο εργατικό δυναμικό να αυξάνει συνεχώς τις ικανότητες, τις δεξιότητες και τις επιδόσεις του, για να μπορεί να ανταπεξέρχεται με επιτυχία στα καθήκοντά του. Έτσι, λοιπόν, οι εργαζόμενοι χρειάζονται ολοένα και περισσότερη εκπαίδευση και η εκπαίδευση αυτή αναφέρεται στις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για να δώσουν είτε στο νεοπροσλαμβανόμενο ή στο ήδη υπάρχον προσωπικό αυτές τις ικανότητες που πρέπει να έχουν για να εκτελέσουν το έργο τους (Μουζά – Λαζαρίδη, 2006).

Αξίζει επίσης να επισημανθεί πως η αξιοποίηση των ανθρώπινων πόρων που διαθέτει μια κοινωνία αποτελεί πρωταρχικό σκοπό της οικονομικής πολιτικής και του προγραμματισμού, γιατί επηρεάζει άμεσα την οικονομική δραστηριότητα και την ευημερία (Κανελλόπουλος, 1994). Δικαίως, λοιπόν, ο Kenneth (χ.χ.), αντιπρόεδρος της εταιρείας General Dynamics Co (επιχείρηση που κατέχει ηγετική θέση στην αγορά συστημάτων κρίσιμων τεχνολογιών της πληροφορίας και σε οργανισμούς σε όλη την αμερικανική κυβέρνηση καθώς και σε συμμαχικές χώρες σε όλο τον κόσμο), δηλώνει πως το πολυτιμότερο ενεργητικό της επιχείρησής του αποτελούν οι δεξιότητες και νοητικές ικανότητες των εργαζομένων της. Σήμερα, λοιπόν, θεωρείται ως η καλύτερη επένδυση η εκπαίδευση στο ανθρώπινο κεφάλαιο. Όπως επισημαίνει ο Νικολάου (2008)

το Ανθρώπινο Κεφάλαιο, «κατ’ αντιστοιχία προς το οικονομικό κεφάλαιο, περιγράφει το προσωπικό μιας Επιχείρησης και τα χαρακτηριστικά του (πχ. Εκπαίδευση, εμπειρία, γνώση του αντικειμένου, προθυμία κλπ) που μπορούν να προσθέσουν οικονομική αξία στην Επιχείρηση». Έτσι, συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και γνώσεις των εργαζομένων συμβάλλουν στην αποτελεσματικότητα μιας επιχείρησης. Συνεπώς οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζονται πια ως πηγή δημιουργίας και διατήρησης ή και επιβίωσης ενός οργανισμού.

Τα παραπάνω αποτέλεσαν την αφετηρία της συγκεκριμένης έρευνας, η διενέργεια της οποίας κρίθηκε απαραίτητη διότι, οι συνεχείς και γρήγορες αλλαγές και εξελίξεις σε θέματα που αφορούν τον αγροτικό τομέα και την τεχνολογία καθιστούν αναγκαία την προσαρμογή των υπαλλήλων του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. στις νέες γνωστικές απαιτήσεις που συνεχώς μεταβάλλονται.

Ο Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. συστάθηκε με τον υπ’ αριθ. Νόμο 2637 που ψηφίστηκε από τη Βουλή το 1998. Πρόκειται για νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που έχει έδρα την Αθήνα, λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος, κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και έχει ως αντικείμενο να διαχειρίζεται τις επιδοτήσεις που δίνονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση στον αγροτικό τομέα.

ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η διερεύνηση των απόψεων των υπαλλήλων του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. της Περιφερειακής Διεύθυνσης Κεντρικής Μακεδονίας σχετικά με τις επιμορφωτικές τους ανάγκες. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού τέθηκε το κάτωθι ερευνητικό ερώτημα:

Ποιες είναι οι επιμορφωτικές ανάγκες των υπαλλήλων σύμφωνα με τις απόψεις των εργαζομένων;

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

Στα πλαίσια της ποσοτικής προσέγγισης χρησιμοποιήθηκε η επισκόπηση με την τεχνική του ερωτηματολογίου, η οποία κρίνεται ως η καταλληλότερη μέθοδος συλλογής δεδομένων για τη διαπίστωση καταστάσεων, θέσεων, απόψεων, διαθέσεων, στάσεων και εκτιμήσεων (Δημητρόπουλος, 1994). Το ερωτηματολόγιο στις έρευνες επισκόπησης χρησιμοποιείται ευρύτατα (Παυλικάκης, χχ), επειδή έχει ιδιαίτερη αξία και ξεχωριστή βαρύτητα. Το πλεονέκτημά του είναι ότι χρειάζεται λίγο χρόνο για να απαντηθεί και προσφέρει καλή στατιστική ανάλυση. Η μέθοδος αυτή, λοιπόν, επέτρεψε να συλλεχθούν αριθμητικά δεδομένα και να γίνει η διαχείρισή τους με τη χρήση τεχνικών στατιστικής ανάλυσης (πρβλ. Bird, Hammersley, Gomm, & Woods, 1999).

Για το σχεδιασμό του ερωτηματολογίου πραγματοποιήθηκε μία προ-πιλοτική έρευνα, η οποία είχε τη μορφή συζήτησης με τους υπαλλήλους του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. με ανοιχτού τύπου ερωτήσεις, με σκοπό να εντοπιστούν πιθανές απαντήσεις ή αντιδράσεις. Με τον τρόπο αυτόν κατέστη δυνατό να προσδιορισθούν οι πτυχές που έπρεπε να καλυφθούν στην έρευνα και στη συνέχεια να διατυπωθούν οι ερωτήσεις.

Ακόμη, διαβάζοντας τη σχετική βιβλιογραφία που αφορούσε το σχεδιασμό του ερωτηματολογίου (Bell, 1997 — Bell, 1993 — Javeau, 1996) και μελετώντας και συγγενείς έρευνες (Γκρίλλα, 2010 — Ζησάκος, 2008 — Ντασκαγιάννη, 2010 — Τσαλαπατάνη, 2009 — Χριστιανού, 2011) συντάχθηκε το ερωτηματολόγιο. Αυτό σχεδιάστηκε έτσι ώστε να ανιχνεύσει τις επιμορφωτικές ανάγκες των υπαλλήλων του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. σε ατομικό επίπεδο και χωρίστηκε στις ακόλουθες τρεις βασικές ενότητες:

α. Η πρώτη ενότητα περιελάμβανε δημογραφικά στοιχεία για τους ερωτηθέντες, όπως φύλο, ηλικία, κλάδο και ειδικότητα θέσης, εργασιακή ιδιότητα, επίπεδο σπουδών και χρόνια υπηρεσίας στον Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. Οι ερωτήσεις για αυτά τα στοιχεία ήταν κλειστού τύπου.

β. Η δεύτερη ενότητα περιελάμβανε ερωτήσεις που αφορούσαν τη στάση των υπαλλήλων απέναντι στην επιμόρφωση και ήταν κλειστού τύπου, κλειστού τύπου με κλίμακες τεσσάρων βαθμίδων (Καθόλου/Λίγο/Αρκετά/Πολύ) και ανοιχτού τύπου.

γ. Η τρίτη ενότητα αφορούσε τη διερεύνηση των επιμορφωτικών αναγκών των υπαλλήλων και περιελάμβανε ερωτήσεις κλειστού τύπου με κλίμακες τεσσάρων βαθμίδων (Καθόλου/Λίγο/Αρκετά/Πολύ), ημι-κλειστές, πολλαπλών επιλογών, ενώ και ανοιχτού τύπου.

Συμπερασματικά, το ερωτηματολόγιο περιείχε τριών ειδών ερωτήσεις, τις ανοιχτού τύπου, τις κλειστού τύπου και τις ημι-κλειστές. Από τις ανοιχτού τύπου ερωτήσεις υπάρχει η δυνατότητα να αντληθούν περισσότερες πληροφορίες και να εξειδικευθεί περισσότερο μια ερώτηση. Στις κλειστού τύπου ερωτήσεις η απάντηση είναι εκ των προτέρων δομημένη ή υπάρχουν μια σειρά προτεινόμενων εναλλακτικών απαντήσεων. Οι κλειστού τύπου ερωτήσεις συμπληρώνονται, κωδικοποιούνται και αναλύονται ευκολότερα, διότι δεν αφήνουν περιθώρια να δοθούν διφορούμενες απαντήσεις (Μακράκης, 1997). Στις ημι-κλειστές ερωτήσεις, που συχνά καλούνται ημι-ανοιχτές ή και «cafeteria», προβλέπονται οι κυριότερες απαντήσεις όπως και στις κλειστές ερωτήσεις, αλλά επιπλέον δίνεται η δυνατότητα στον ερωτώμενο να προσθέσει από μόνος του και άλλη απάντηση έξω από τα καθορισμένα πλαίσια (Javeau, 1996).

Πριν μοιραστεί το ερωτηματολόγιο στους ερωτώμενους, πραγματοποιήθηκε ένας έλεγχος από ένα δείγμα 10% περίπου του πληθυσμού (9 άτομα), παραπλήσιο με το κυρίως δείγμα που χρησιμοποιήθηκε στην έρευνα (βλ. Bell, 1997). Ο σκοπός της δοκιμής ήταν να αξιολογηθεί το ερωτηματολόγιο και να εντοπιστούν τυχόν προβλήματα στις ερωτήσεις (μη κατανοητές, αόριστες, κακοδιατυπωμένες, με προκατάληψη κ. ά.) ή και στη μορφή (λανθασμένη σειρά ερωτήσεων). Εξάλλου, όπως υποστηρίζει και η ερευνητική μονάδα Urenio (2005) «ένα ερωτηματολόγιο που δεν έχει δοκιμαστεί έχει μεγάλη πιθανότητα να αποτύχει και τελικά να μη δώσει τις σωστές πληροφορίες για την έρευνα». Τα προβλήματα που προέκυψαν από το πιλοτικό διορθώθηκαν και αυτός ήταν ένας τρόπος εξέτασης που καθόρισε την τελική μορφή που πήρε το ερωτηματολόγιο αλλά και προσδιόρισε το κόστος και το χρόνο για κάθε ένα από αυτά.

Όσον αφορά το δείγμα της έρευνας ο πληθυσμός των υπαλλήλων της Περ/κής Δ/νσης Κεντρικής Μακεδονίας ήταν τόσο μικρός ώστε να συμπεριληφθούν όλα τα μέλη του στην έρευνα, δηλαδή 97 άτομα στο σύνολο. Τα άτομα αυτά εργάζονταν στο νομό Θεσσαλονίκης, Ημαθίας, Κιλκίς, Πέλλας, Πιερίας και Χαλκιδικής που αποτελούν τον τόπο συλλογής δεδομένων της έρευνας.

Η έρευνα πραγματοποιήθηκε το μήνα Μάρτιο του 2012. Διανεμήθηκαν 88 ερωτηματολόγια μαζί με τη συνοδευτική επιστολή, η οποία εξηγούσε το σκοπό της έρευνας και διαβεβαίωνε την ανωνυμία τους, επιτόπου επίδοση, με τηλεομοιοτυπία (fax) και ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (email). Από τους 88 υπαλλήλους ανταποκρίθηκαν τελικά στη συμπλήρωση των ερωτηματολογίων οι 72 υπάλληλοι, οι οποίοι αποτέλεσαν και το δείγμα της έρευνας που καλύπτει το 82% του πληθυσμού, ποσοστό που θεωρείται πολύ υψηλό.

Μετά τη συλλογή των ερωτηματολογίων πραγματοποιήθηκε η αρίθμησή τους και η κωδικοποίηση των απαντήσεων. Ακολούθησε η καταχώρησή τους σε στατιστικό πακέτο. Η επεξεργασία των δεδομένων έγινε με την εφαρμογή SPSS Statistics 17.0. Από την εφαρμογή αυτή προέκυψαν συνοπτικοί πίνακες και γραφήματα τα οποία βοήθησαν στο σχολιασμό των αποτελεσμάτων και την ευκολότερη κατανόηση αυτών.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ – ΣΥΖΗΤΗΣΗ

Από τη σύνδεση των ευρημάτων με το ερευνητικό ερώτημα της εργασίας, που ήταν «Ποιες είναι οι επιμορφωτικές ανάγκες των υπαλλήλων σύμφωνα με τις απόψεις των εργαζομένων;», διεξήχθησαν τα ακόλουθα συμπεράσματα:

Στο σύνολό τους οι υπάλληλοι (72) θεώρησαν σε κλίμακα από λίγο έως πολύ αναγκαία τη συμμετοχή τους σε επιμορφωτικό πρόγραμμα. Εδώ παρατηρείται η ταύτιση αυτού του αποτελέσματος με πορίσματα κάποιων ερευνών που αφορούσαν τη διερεύνηση των επιμορφωτικών αναγκών υπαλλήλων άλλων οργανισμών και υπηρεσιών. Συγκεκριμένα η Τσαλαπατάνη (2009) στην έρευνά της κατέληξε στο συμπέρασμα πως και οι βιβλιοθηκονόμοι επιστημών υγείας της Ελλάδας δηλώνουν επιθυμία για επιμόρφωση σε ποσοστό μεγαλύτερο του 85%. Επίσης, ο Ζησάκος (2008) κατέληξε στο συμπέρασμα πως οι περισσότεροι καθηγητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης του κλάδου ΠΕ04 θεωρούν στη συντριπτική τους πλειοψηφία (90,4%) ότι χρειάζονται κάποιου είδους επιμόρφωση. Ακόμη η Σηφογιαννάκι (2010) καταλήγει στην καθολική σχεδόν συμφωνία των εκπαιδευτικών για την αναγκαιότητα παρακολούθησης ενός επιμορφωτικού προγράμματος.

Οι περισσότεροι από αυτούς (42) επιμορφώθηκαν κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους στον Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε., ενώ 29 πίστευαν ότι τα επιμορφωτικά προγράμματα που παρακολούθησαν ανταποκρίθηκαν αρκετά στις εργασιακές τους ανάγκες. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως δεν πρόκειται για αδιάφορους εργαζόμενους αλλά για υπαλλήλους που συνδέουν τις εργασιακές τους ανάγκες με την επιμόρφωση, ενώ τα προγράμματα που παρακολούθησαν έχουν ακόμη περιθώρια βελτίωσης. Οι περισσότεροι υπάλληλοι επιμορφώθηκαν στις θεματικές ενότητες «Ποιοτικές υπηρεσίες του δημόσιου τομέα προς τον πολίτη» και «Διαχείριση περιβαλοντικών, πολεοδομικών και χωροταξικών δεδομένων με τη χρήση Γ.Π.Σ. (GIS I)», που φανερώνει ότι υπάρχει ανάγκη επιμόρφωσης για την καλή ποιότητα των υπηρεσιών και την εξυπηρέτηση του πολίτη. Ο φορέας στον οποίο οι υπάλληλοι παρακολούθησαν τα περισσότερα επιμορφωτικά προγράμματα (46) ήταν το ΙΝ.ΕΠ. του Ε.Κ.Δ.Δ.Α, καθώς φαίνεται να παρέχει μία ευρεία ποικιλία θεματικών πεδίων και να ασχολείται επιτυχώς αποκλειστικά με το σχεδιασμό και την υλοποίηση επιμορφωτικών προγραμμάτων. Το έτος που παρακολούθησαν τα περισσότερα επιμορφωτικά προγράμματα οι υπάλληλοι (29) ήταν το 2011 και οι ώρες υλοποίησης των περισσοτέρων προγραμμάτων (41) ήταν 35. Αυτό πιθανώς να οφείλεται στο ότι η διετία 2009 – 2010, λόγω της οικονομικής κρίσης που έκανε την εμφάνισή της στον ελληνικό χώρο, κατακλίστηκε από αλλαγές και εξελίξεις στον εργασιακό τομέα και οι εργαζόμενοι αντιλήφθηκαν ότι δεν μπορούσαν να μένουν σε αυτά που είχαν μάθει πριν από μερικά χρόνια, αλλά έπρεπε επικαιροποιήσουν τις γνώσεις τους και να γίνουν πιο ανταγωνιστικοί.

Η πλειονότητα των υπαλλήλων (39) θεώρησε ότι ανταποκρίνονταν πολύ στα αντικείμενα της θέσης εργασίας τους. Η θεματική ενότητα στην οποία οι περισσότεροι υπάλληλοι (56) θεώρησαν ότι είχαν ανάγκη να παρακολουθήσουν κάποιο επιμορφωτικό πρόγραμμα για την καλύτερη άσκηση των καθηκόντων στη θέση εργασίας τους αφορούσε θέματα νομοθεσίας και κανονισμών. Από αυτό προκύπτει το συμπέρασμα ότι οι υπάλληλοι θεωρούσαν ότι οι βασικές επιστημονικές τους γνώσεις επαρκούν, αλλά έπρεπε να επιμορφωθούν σε θέματα που είναι δυναμικά και συνεχώς αλλάζουν στη σύγχρονη κοινωνία, όπως είναι οι νόμοι και οι κανονισμοί., καθώς οι εργαζόμενοι της παρούσας έρευνας συνεργάζονται στενά με την Ευρωπαϊκή Ένωση και πρέπει να ενημερώνονται εγκαίρως και να εφαρμόζουν σωστά τις νέες εγκυκλίους και διατάξεις έτσι ώστε να μην υπάρξουν κυρώσεις για το ελληνικό κράτος.

Η πλειονότητα (47) προτίμησε να επιμορφώνεται μέσα από σεμινάρια, τα οποία θα διαρκούσαν 1 εβδομάδα (36) κάθε 6 μήνες (28). Ομοίως και η Σηφογιαννάκι (2010) στη δική της έρευνα καταλήγει στο συμπέρασμα πως οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί επιθυμούν τη σεμιναριακή επιμόρφωση ως μέθοδο επιμόρφωσης. Επίσης στην έρευνα της Τσαλαπατάνη (2009) αναφορικά με το χρονικό διάστημα και τις μορφές επιμόρφωσης που επιλέγουν η πλειονότητα των ιατρικών βιβλιοθηκονόμων (60%) προτιμά τη «μακροχρόνια επιμόρφωση με τη μέθοδο της ανοικτής και εξ αποστάσεως εκπαίδευσης» και παράλληλα δηλώνουν υψηλή προτίμηση στα σεμινάρια με ποσοστό μεγαλύτερο του 87%.

Η απόκτηση νέων γνώσεων αποτέλεσε τον κυριότερο λόγο για τον οποίο οι περισσότεροι εργαζόμενοι (64) θα επέλεγαν να παρακολουθήσουν ένα επιμορφωτικό πρόγραμμα. Αυτό συνάδει με την έρευνα της Τσαλαπατάνη (2009), όπου ο σημαντικότερος λόγος για τον οποίο και οι βιβλιοθηκονόμοι θα παρακολουθούσαν ένα επιμορφωτικό πρόγραμμα είναι η «αύξηση γνώσεων και δεξιοτήτων».

Σε αντίθεση με το πόρισμα της έρευνας της Τσαλαπατάνη (2009), όπου το σημαντικότερο αντικίνητρο είναι το «μεγάλο οικονομικό κόστος», στην έρευνά μας η αδιάφορη θεματολογία αποτέλεσε τον κυριότερο παράγοντα αποτροπής των περισσοτέρων υπαλλήλων (53) από την παρακολούθηση ενός προγράμματος. Από τα παραπάνω προκύπτει το συμπέρασμα πως το περιεχόμενο των επιμορφωτικών προγραμμάτων αποτελεί βασικό κίνητρο συμμετοχής σε αυτά και θα πρέπει να περιλαμβάνουν θεματικές ενότητες συναφείς με το αντικείμενο εργασίας των υπαλλήλων.

Η πλειονότητα των υπαλλήλων (48) ενημερωνόταν για την υλοποίηση επιμορφωτικών προγραμμάτων μέσα από το διαδίκτυο, ενώ όσον αφορά το αν η Κεντρική Υπηρεσία ενθάρρυνε και προωθούσε την επιμόρφωση των υπαλλήλων οι περισσότεροι από αυτούς (32) θεώρησαν ότι αυτό γινόταν σε αρκετό βαθμό, γεγονός που φανερώνει πως η Κεντρική Υπηρεσία θα μπορούσε να εμβαθύνει ακόμη περισσότερο στην επιμόρφωση των υπαλλήλων της. Οι περισσότεροι υπάλληλοι (4) από αυτούς που δεν είχαν συμμετάσχει σε κάποιο επιμορφωτικό πρόγραμμα κατά τη διάρκεια υπηρεσίας τους στον Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε., αν και θεωρούσαν αναγκαία την επιμόρφωσή τους, δήλωσαν ότι δεν βρήκαν ενδιαφέρουσα θεματολογία και σχέση με το αντικείμενο εργασίας τους και δεν ικανοποιούσε κάποιο πρόγραμμα τις επιμορφωτικές τους ανάγκες. Επομένως, θα πρέπει η Κεντρική Υπηρεσία να εστιάσει σε αυτούς τους υπαλλήλους περισσότερο έτσι ώστε να ενισχυθεί η επιμόρφωσή τους.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ – ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Μέσα από την παρούσα έρευνα διερευνήθηκαν οι επιμορφωτικές ανάγκες των υπαλλήλων του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. της Περιφερειακής Διεύθυνσης Κεντρικής Μακεδονίας σύμφωνα με τις απόψεις των εργαζομένων κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Από τα αποτελέσματα της έρευνας και σύμφωνα με τους σχολιασμούς των υπαλλήλων κατά τη διάρκεια αυτής προέκυψαν σημαντικές προτάσεις που θα μπορούσαν να γίνουν αντικείμενο διεξαγωγής μελλοντικών ερευνών.

Προτείνεται η διοργάνωση επιμορφωτικών προγραμμάτων από τον ίδιο τον Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. με θεματικές ενότητες που ενδιαφέρουν τους υπαλλήλους και αφορούν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι της Περιφερειακής Διεύθυνσης Κεντρικής Μακεδονίας καθημερινά στην εργασία τους. Πιθανόν, να διερευνηθεί η υλοποίηση επιμορφωτικών προγραμμάτων ανά ειδικότητα εργαζομένων και ανά τμήμα της υπηρεσίας, γεγονός που θα δώσει τη δυνατότητα εμφάνισης μιας ομοιογένειας των επιμορφούμενων με βάση τις ιδιαιτερότητες και τα χαρακτηριστικά αυτών. Ακόμη, προτείνεται η διοργάνωση επιμορφωτικών προγραμμάτων όχι μόνο στη Θεσσαλονίκη, αλλά και στα νομαρχιακά γραφεία της αρμοδιότητάς του στις υπόλοιπες πόλεις.

Ολοκληρώνοντας ελπίζουμε ότι η συγκεκριμένη έρευνα να αποβεί σημαντικό ερέθισμα για μελλοντικούς ερευνητές, να συμβάλλει αποτελεσματικά στο πεδίο της επιμόρφωσης και να προσφέρει χρήσιμα στοιχεία στον τομέα της εκπαίδευσης ενηλίκων.

Βιβλιογραφικές Αναφορές

Ελληνικές

Ανδρουλάκης, Γ., Κάκαρη, Ντ., Μουσούρη, Β. (2010). Σεμινάριο Μεθοδολογίας για τις διπλωματικές εργασίες. Μεταπτυχιακή ειδίκευση καθηγητών Γαλλικής Γλώσσας. Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών. Ε.Α.Π. Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο: http://edu4adults.blogspot.com/2010/09/blog-post_5527.html#axzz1nhcBxmv7 (τελευταία πρόσβαση 28/2/2012)
Απόφαση αριθ. 239391/2003 (ΦΕΚ 836/2003). Έγκριση κανονισμού κατάστασης προσωπικού του Οργανισμού Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε.) – Ν.Π.Ι.Δ.
Απόφαση αριθ. 282956/2007 (ΦΕΚ 614/2007). Έγκριση Κανονισμού Οργανωτικής Διάρθρωσης και Λειτουργίας των Υπηρεσιών του Οργανισμού Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε.) – Ν.Π.Ι.Δ.
Βέμος, Α. (2008). Διερεύνηση των εκπαιδευτικών αναγκών του επιστημονικού προσωπικού του Γενικού Χημείου του Κράτους. Αδημοσίευτη Διπλωματική Εργασία. Αθήνα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.
Βεργίδης, Δ. & Καραλής, Θ. (1999). Σχεδιασμός – Οργάνωση και Αξιολόγηση Προγραμμάτων. Εκπαίδευση Ενηλίκων. (Τόμος Γ΄). Πάτρα: Ε.Α.Π.
Γαλάνης, Γ. (1993). Ψυχολογία της (επι)μόρφωσης ενηλίκων: θεωρητικές και πρακτικές προσεγγίσεις. Αθήνα: Παπαζήσης.
Γαλάνης, Γ. (1995). (Επι)μόρφωση ενηλίκων: μέθοδοι και παραδείγματα. Αθήνα: Παπαζήσης.
Γκρίλλα, Μ. (2010). Διερεύνηση επιμορφωτικών αναγκών εκπαιδευτικών Φυσικής Αγωγής Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης στις σύγχρονες μεθόδους διδακτικής. Αδημοσίευτη Διπλωματική Εργασία. Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.
Δημητριάδης, Ε. (2002). Στατιστικές εφαρμογές με SPSS. Αθήνα: Κριτική.
∆ηµητρόπουλος, Ε. (1994). Εισαγωγή στη μεθοδολογία της επιστημονικής έρευνας. Αθήνα: Έλλην.
Διαβαλκανικό Ινστιτούτο Δημόσιας Διοίκησης. (χ.χ.). Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο: www.iipa.gr (τελευταία πρόσβαση 11/12/2011)
Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης & Αυτοδιοίκησης. (χ.χ.). Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο: http://www.ekdd.gr/ekdda/index.php?option=com_content&task= view&id=37&Itemid=320 (τελευταία πρόσβαση 11/12/2011)
Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης & Αυτοδιοίκησης. (χ.χ.). Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο: http://www.ekdd.gr/ekdda/index.php?option=com_content&task= view&id=508&Itemid=396 (τελευταία πρόσβαση 11/12/2011)
Ελευθεριάδης, Π. (1990). Διά βίου παιδεία: γηράσκω δ’ αεί, πολλά διδασκόμενος: επαγγελματική – πολιτιστική επιμόρφωση. Θεσσαλονίκη: Πρωταγόρας – ΚΕΦΚΣ.
Ζησάκος, Β. (2008). Διερεύνηση επιμορφωτικών αναγκών, των καθηγητών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης του κλάδου ΠΕ04. Αδημοσίευτη Διπλωματική Εργασία. Θεσσαλονίκη: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.
Κανελλόπουλος, Κ.(1994). Ανθρώπινοι πόροι: πληθυσμός, αγορά εργασίας, εκπαίδευση. Αθήνα: Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών.
Κατσαλής, Α. (1997). Εκπαίδευση εκπαιδευτών: Σκέψεις και προτάσεις για εκπαίδευση ενηλίκων. Αθήνα: Κλειδάριθμος.
Καψάλης, Α. & Παπασταμάτης, Α. (2000). Εκπαίδευση Ενηλίκων. Τεύχος Β΄. Διδακτική Ενηλίκων. Θεσσαλονίκη: Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Καψάλης, Α. & Παπασταμάτης, Α. (2002). Εκπαίδευση Ενηλίκων. Τεύχος Α΄. Γενικά εισαγωγικά θέματα. Θεσσαλονίκη: Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Κελπανίδης, Μ. & Βρυνιώτη, Κ. (2004). Διαβίου μάθηση: κοινωνικές προϋποθέσεις και λειτουργίες: δεδομένα και διαπιστώσεις. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Κόκκος, Α. (2005). Εκπαίδευση ενηλίκων: ανιχνεύοντας το πεδίο. Αθήνα: Μεταίχμιο.
Κομνηνός, Δ. (2010). Η διερεύνηση των επιμορφωτικών αναγκών των υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών: η περίπτωση των Δ.Ο.Υ. του νομού Αρκαδίας. Αδημοσίευτη Διπλωματική Εργασία. Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.
Κριαράς, Ε. (1995). Νέο ελληνικό λεξικό της σύγχρονης δημοτικής γλώσσας. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.
Μακράκης, Β. (1997). Ανάλυση Δεδομένων στην Επιστημονική Έρευνα με τη χρήση του SPSS – Από τη θεωρία στην πράξη. Αθήνα: Gutenberg.
Μαλανδράκης, Γ. (2004). Διερεύνηση τοπικών οικολογικών διαταραχών μέσω πειραμάτων με επικίνδυνα προϊόντα οικιακής και σχολικής χρήσης. Δυνατότητες αντιμετώπισης των διαταραχών μέσα από την εκπαίδευση στα πλαίσια διδακτικής παρέμβασης με στόχο την εννοιολογική αλλαγή. Αδημοσίευτη Διδακτορική Διατριβή. Ρέθυμνο: Πανεπιστήμιο Κρήτης.
Μουζά – Λαζαρίδη, Α. (2006). Διοίκηση ανθρώπινων πόρων. Αθήνα: Κριτική.
Μπαμπινιώτης, Γ. (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας: με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων: ερμηνευτικό, ετυμολογικό, ορθογραφικό, συνωνύμων – αντιθέτων, κυρίων ονομάτων, επιστημονικών όρων, ακρωνυμίων. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Μπαραλέξης, Σ. (1995). Λογιστική ανθρώπινου δυναμικού. Πειραιάς: Δ. Κασίμης.
Νικολάου, Ι. (2008). Διοικώντας το ανθρώπινο κεφάλαιο. Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο: http://webcache.googleusercontent.com/search?q=cache:Z5WhZqi7z-wJ:el.wikipedia.org/ (τελευταία πρόσβαση 4/11/2011)
Νόμος υπ’ αριθ. 2637/1998 (ΦΕΚ 200/1998). Σύσταση Οργανισμού Πιστοποίησης Λογαριασμών, Οργανισμού Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων, Οργανισμού Πιστοποίησης και Επίβλεψης Γεωργικών Προϊόντων, Γενικών Διευθύνσεων και θέσεων προσωπικού στο Υπουργείο Γεωργίας και «Εταιρείας Αξιοποίησης Αγροτικής Γης» Α.Ε. και άλλες διατάξεις.
Νόμος υπ’ αριθ. 2732/1999 (ΦΕΚ 154/1999). Διεπαγγελματικές Οργανώσεις και ρύθμιση θεμάτων αρμοδιότητας του Υπουργείου.
Ντασκαγιάννη, Α. (2010). Διερεύνηση εκπαιδευτικών αναγκών των στελεχών διοίκησης των σχολικών εργαστηριακών κέντρων (ΣΕΚ) σε θέματα διοικητικά και οικονομικά: το παράδειγμα των ΣΕΚ Αττικής. Αδημοσίευτη Διπλωματική Εργασία. Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.
Ξηροτύρη – Κουφίδου, Σ. (2001). Διοίκηση ανθρωπίνων πόρων: η πρόκληση του 21ου αιώνα στο εργασιακό περιβάλλον. Θεσσαλονίκη: Ανικούλα.
Πάντα, Δ. (1994). Σχολικός Επαγγελματικός Προσανατολισμός στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση της Ελλάδας και της Αγγλίας (Συγκριτική Θεώρηση). Αδημοσίευτη Διδακτορική Διατριβή. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Παντελιάδου, Σ. & Πατσιοδήμου Α. (2000). Στάσεις και απόψεις των εκπαιδευτικών για την επιμόρφωση στην ειδική αγωγή. Θεσσαλονίκη: (χ. ό.).
Παπασταμάτης, Α. (2010). Εκπαίδευση Ενηλίκων: Θεμέλια της διδακτικής πράξης. Αθήνα: Ι. Σιδέρης.
Παπασταμάτης, Α., Γρίβα, Ε., Βαλκάνος, Ε. & Γιαβρίμης, Π. (2010). Επαγγελματική Ανάπτυξη Εκπαιδευτικών: Ανάγκες των εκπαιδευτικών των ΣΔΕ και προτεινόμενες πολιτικές επιμόρφωσης. Θεσσαλονίκη: Αδελφοί Κυριακίδη.
Παπασταμάτης, Α. & Γκιώση, Σ. (2011). Η διά βίου μάθηση στην κοινωνία της παγκοσμιοποίησης. Στο: Καραβάκου, Β. (Επιμ.). Διά βίου μάθηση: διεπιστημονικές προσεγγίσεις. (σελ. 61-69). Θεσσαλονίκη: Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Παρασκευόπουλος, Ι. (1993α). Μεθοδολογία επιστημονικής έρευνας. Τόμος Α. Αθήνα: Αυτοέκδοση.
Παρασκευόπουλος, Ι. (1993β). Μεθοδολογία επιστημονικής έρευνας. Τόμος Β. Αθήνα: Αυτοέκδοση.
Παυλικάκης, Γ. (χ.χ.). Κατάρτιση ερωτηματολογίων στην ΠΕ. Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο: http://webcache.googleusercontent.com/search?q=cache:sAmstDbd2u QJ:dide-d-ath.att.sch.gr/ (τελευταία πρόσβαση 20/09/2011)
Πολυμεράκη, Φ. (2011). Οι επιμορφωτικές ανάγκες των διοικητικών υπαλλήλων των ελληνικών ακαδημαϊκών βιβλιοθηκών: μια εμπειρική διερεύνηση στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, βασισμένη στις αντιλήψεις των ιδίων υπαλλήλων. Αδημοσίευτη Διπλωματική Εργασία. Θεσσαλονίκη: Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Πράππα, Κ. (2008). Διερεύνηση των επιμορφωτικών αναγκών των δημοσίων υπαλλήλων στο Υπουργείο Μακεδονίας – Θράκης. Αδημοσίευτη Διπλωματική Εργασία. Αθήνα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.
Προεδρικό Διάταγμα 456/1984 (ΦΕΚ Α΄164/1984). Αστικός Κώδικας. Άρθρο 127.
Σαλούρου, Ρ. (2011). Οι Έλληνες ξαναγυρίζουν στα χωράφια. Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο: http://www.capital.gr/News.asp?id=1137084 (τελευταία πρόσβαση 4/11/2011)
Σεμερτσίδου, Δ. (2010). Διερεύνηση εκπαιδευτικών αναγκών γονέων με παιδιά με αναπηρίες στις σχολικές μονάδες ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης (ΣΜΕΑΕ) Ν. Πέλλας. Αδημοσίευτη Διπλωματική Εργασία. Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.
Σέμος, Α. (2011). Η πολιτική επέκταση της βιολογικής γεωργίας στην Ελλάδα. Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο:
http://webcache.googleusercontent.com/search?q=cache:meyDVPaH-VoJ:www.diavouleusi.eliamep.gr/agriculture (τελευταία πρόσβαση 4/11/2011)

Σηφογιαννάκι, Α. (2010). Διερεύνηση επιμορφωτικών αναγκών των καθηγητών δευτεροβάθμιας τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης ως προς τη χρήση των βιωματικών συμμετοχικών τεχνικών στην άσκηση του εκπαιδευτικού τους έργου: Η περίπτωση του Ν. Ρεθμύμνης. Αδημοσίευτη Διπλωματική Εργασία. Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.
Τεγόπουλος και Φυτράκης. (1997). Μείζον ελληνικό λεξικό ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό, συνωνύμων, αντιθέτων, αρκτικολέξων, κυρίων ονομάτων. Αθήνα: Εκδόσεις Αρμονία.
Τσαλαπατάνη, Ε. (2009). Διερεύνηση εκπαιδευτικών αναγκών των βιβλιοθηκονόμων επιστημών υγείας της Ελλάδας. Αδημοσίευτη Διπλωματική Εργασία. Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.
Τσαούσης, Δ. (1984). Η κοινωνία του ανθρώπου : εισαγωγή στην κοινωνιολογία. Αθήνα: Gutenberg.
Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. (χ.χ.). Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο: www.gspa.gr (τελευταία πρόσβαση 11/12/2011)
Φερέτος, Σ. (2010). Διερεύνηση εκπαιδευτικών αναγκών για την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση των ενήλικων εργαζομένων στην τέχνη της λιθογραφίας. Αδημοσίευτη Διπλωματική Εργασία. Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.
Φίλιας, Β., Παππάς, Π., Αντωνοπούλου, Μ., Ζάρναρη, Ό., Μαγγανάρα, Ι., Μεϊμάρης, Μ., κ. συν. (1977). Εισαγωγή στη μεθοδολογία και τις τεχνικές των κοινωνικών ερευνών. Αθήνα : Gutenberg.
Χαλάς, Γ. (1992). Εκπαίδευση και ανάπτυξη στελεχών: νέες προσεγγίσεις. Αθήνα: ΕΛ.ΚΕ.ΠΑ.
Χατζηπαναγιώτου, Π. (2001). Η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών: ζητήματα οργάνωσης, σχεδιασμού και αξιολόγησης προγραμμάτων. Αθήνα: Τυπωθήτω.
Χριστιανού, Χ. (2011). Διερεύνηση εκπαιδευτικών αναγκών για βελτίωση της αποτελεσματικότητας: Πρόταση για την περίπτωση ενός δημόσιου οργανισμού. Αδημοσίευτη Διπλωματική Εργασία. Θεσσαλονίκη: Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Χυτήρης, Λ. (2001). Διοίκηση ανθρωπίνων πόρων. Αθήνα: Interbooks.

Ξενόγλωσσες βιβλιογραφικές αναφορές και μεταφράσεις

Baltes, P.B., Reese, H. and Lipsitt, L. (1980). Lifespan development psychology. Annual Review of Psychology 31: 65-110.
Bell, J. (1993). Doing your research project: a guide for first – time researchers in education and social science. Buckingham; Philadelphia: Open University Press.
Bell, J. (1997). Μεθοδολογικός σχεδιασμός παιδαγωγικής και κοινωνικής έρευνας: οδηγός για φοιτητές και υποψήφιους διδάκτορες. Αθήνα : Gutenberg.
Bird, M. (1999). Συνδυάζοντας την ποσοτική και ποιοτική έρευνα: μια μελέτη περίπτωσης της εφαρμογής της πολιτικής του Ανοικτού Κολεγίου. Στο: Bird, M. & Hammersley, M. (Επιμ.). Εκπαιδευτική έρευνα στην πράξη: συλλογή κειμένων (ανάτυπα) (μτφρ. Κ. Παυλογεωργάτου) (σελ. 79-92). Πάτρα: Ε.Α.Π.
Bird, M., Hammersley, M., Gomm, R. & Woods, P. (1999). Εκπαιδευτική έρευνα στην πράξη: εγχειρίδιο μελέτης (μτφρ. Ε. Φράγκου). Πάτρα: Ε.Α.Π.
Cohen, L. & Manion, L. (1994). Μεθοδολογία εκπαιδευτικής έρευνας (μτφρ. Χ. Μητσοπούλου & Μ. Φιλοπούλου). Αθήνα: Μεταίχμιο.
Courau, S. (2000). Τα βασικά «εργαλεία» του εκπαιδευτή ενηλίκων. Αθήνα: Μεταίχμιο.
Cross, P. (1981). Adults as learners: increasing participation and facilitating learning.San Francisco: Jossey-Bass Publishers.
Ellinger, A. (2004). The concept of self-directed learning and its implications for human resource development. Advances in Developing Human Resources, 6 (2), 158-177.
Faulkner, G., Swann, J., Baker, S., Bird, M. & Carty, J. (1999). Εξέλιξη του παιδιού στο κοινωνικό περιβάλλον: Εγχειρίδιο μεθοδολογίας (μτφρ. Α. Ραυτοπούλου). Πάτρα: Ε.Α.Π.
Holmes, A. (2006). Έξυπνες Ιδέες: Διά Βίου Μάθηση. Αθήνα: Μ. Γκιούρδας.
Jarvis, P. (2004). Συνεχιζόμενη εκπαίδευση και κατάρτιση. Αθήνα: Μεταίχμιο.
Javeau, C. (1996). Η έρευνα με ερωτηματολόγιο : το εγχειρίδιο του καλού ερευνητή. Αθήνα : Τυπωθήτω.
Kenneth, H. (χ.χ.). Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο: www.generaldynamics.com (τελευταία πρόσβαση 29/1/2012)
Knowles, M. (1980). The modern practice of adult education: from pedagogy to andragogy. Englewood Cliffs : Cambridge Adult Education.
MacKeracher, D. (2004). Making sense of adult learning.Toronto: University Press.
Maslow, A. H. (1987). Motivation and personality. New York : Harper and Row.
Rogers, Α. (1999). Η Εκπαίδευση Ενηλίκων. Αθήνα: Μεταίχμιο.
Urenio, Ερευνητική Μονάδα. (2005). Οδηγός έρευνας αγοράς. Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο: http://www.thestep.gr/dat/%7Ba3d609a6-ed63-4c0f-86a7-8a14aa1e47d8%7D/file.pdf (τελευταία πρόσβαση 16/3/2012)
Verma, G. & Mallick, K., (2004). Εκπαιδευτική έρευνα : θεωρητικές προσεγγίσεις και τεχνικές. Αθήνα : Τυπωθήτω.