ISSN:1792-2674
Darlene E. Clover, Associate Professor in Leadership Studies at the University of Victoria
Περιβαλλοντική Εκπαίδευση Ενηλίκων (ΠΕΕ): Κριτική και δημιουργικότητα σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο [1]
Περίληψη
Το πρώτο κεφάλαιο[2] εξετάζει τις διασυνδέσεις ανάμεσα στις έννοιες πόλεμος, κοινωνική αναταραχή, φυσικές πηγές και παγκοσμιοποίηση και αναπτύσσει σύγχρονα ζητήματα περιβαλλοντικού ρατσισμού και σεξισμού. Η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση Ενηλίκων (ΠΕΕ) διαμορφώνει τον κατάλληλο χώρο αφενός να εξεταστούν οι αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις που βιώνουν οι άνθρωποι παγκόσμια και αφετέρου να επικεντρωθούν στη δημοκρατία, την υπευθυνότητα, τη δημιουργικότητα και τη δράση.
Abstract
This chapter explores the links between war, social unrest, natural resources, and globalization and raises contemporary issues of environmental racism and sexism. Environmental adult education provides a space to examine the negative environmental impacts experienced by people worldwide and to refocus on democracy, accountability, creativity, and action.
Ο σύγχρονος παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός αφήνει ένα ισχυρό αποτύπωμα πάνω σε κάθε πλευρά της ανθρώπινης δραστηριότητας. Η οικονομία, η δημοσιονομική και κοινωνική πολιτική, η εκπαίδευση, η εργασία, η γεωργία και ο πολιτισμός επηρεάζονται από την αδιάκοπη κίνηση της συσσώρευσης πλούτου. Η παγκοσμιοποίηση επιπρόσθετα ενεργοποιεί στα Δυτικά καπιταλιστικά κράτη μηχανισμούς κυριαρχίας και καταστροφής των φυσικών πηγών, όπως ποτέ μέχρι τώρα. Η πολυδιαφημισμένη άυλη οικονομία της γνώσης δεν μείωσε καθόλου τις σύγχρονες ανάγκες για φυσικούς πόρους. Η ανάγκη αυτή καθιστά πολύ πλούσιους λίγους ευτυχισμένους, ενώ θέτει σε κίνδυνο τις ζωές και τα περιβάλλοντα αμέτρητων άλλων. Για την ικανοποίηση αυτής της ανάγκης άλλωστε ξεσπούν παγκόσμια πόλεμοι και κοινωνικές αναταραχές.
Δεδομένου ότι η παγκοσμιοποίηση έχει αντίκτυπο σε κάθε πλευρά της ανθρώπινης ζωής, οι εκπαιδευτές ενηλίκων χρειάζεται να την αναλύσουν, να την κρίνουν και να την αμφισβητήσουν, εκκινώντας από μια ποικιλία θέσεων. Σε αυτό το κεφάλαιο θα διερευνήσω την έννοια της παγκοσμιοποίησης από τη σκοπιά της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης ενηλίκων. Θα ξεκινήσω εξετάζοντας τέσσερις ζωτικές οικολογικές επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης: (1) πόλεμος και κοινωνική ανισορροπία, (2) παραγωγικό σύστημα και καταναλωτισμός, (3) κορπορατισμός και marketing, και (4) περιβαλλοντικός ρατσισμός και σεξισμός. Αυτά αναπτύσσονται σε συνάρτηση με μια μικρή παρουσίαση του πλαισίου των περιεχομένων της ΠΕΕ και σε συνδυασμό με ένα τόξο πρακτικών, οι οποίες σέβονται την οικολογική γνώση, ενθαρρύνουν τη δημιουργικότητα και ερεθίζουν τον δημόσιο διάλογο γύρω από σύγχρονα περιβαλλοντικά θέματα. Για να γίνει πιο αποτελεσματική η ΠΕΕ πρέπει να συνδεθεί σε τοπικό, εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο με τον ακτιβισμό και να οικοδομηθεί πάνω στη βάση της δημοκρατίας, της υπευθυνότητας, της ισότητας και της ελπίδας.
Περιβαλλοντικά ζητήματα στον ιστό της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης
Η επιστημονική και βιομηχανική επανάσταση ενεργοποίησε στα Δυτικά καπιταλιστικά έθνη-κράτη μηχανισμούς ώστε να κυριαρχήσουν πολιτισμικά, πολιτικά και περιβαλλοντικά. Ωστόσο, η σύγχρονη μορφή της παγκοσμιοποίησης, δηλαδή η αστραπιαία και εντατική διασυνδεσιμότητα, έχει προκαλέσει πολύ μεγαλύτερες αλλαγές στην κοινωνία και στην οικολογία (Stromquist & Monkman, 2000). Ενώ οι ορισμοί για την παγκοσμιοποίηση ποικίλουν σημαντικά, φαίνεται να προεξέχουν τέσσερα κύρια χαρακτηριστικά της. Πρώτον, η παγκοσμιοποίηση είναι «ο τελευταίος μετασχηματισμός της καπιταλιστικής αναδιοργάνωσης» (Mayo, 1999: 1), η οποία μορφοποιεί την κοινωνία δια μέσω μιας «συμμαχίας της σύγχρονης επιστήμης, τεχνολογίας και αγοράς» (Byrne & Clover, 2002: 7). Δεύτερον, η παγκοσμιοποίηση διαβρώνει «τα σύνορα του χώρου και του χρόνου που περιορίζουν την ανθρώπινη δραστηριότητα» (Byrne & Clover, 2002: 7) και «ευτελίζει το μικρό, καθημερινό, ιθαγενές και τοπικό» (Harris, 1996: 8). Τρίτον, η παγκοσμιοποίηση έχει επιπτώσεις σε όλες τις πλευρές του ανθρώπινου βίου: στην οικονομία, στο εργατικό δυναμικό, στην επικοινωνία, στην εκπαίδευση, στον πολιτισμό, στην υγεία, στη γλώσσα και στον γραμματισμό, στη διακυβέρνηση και στο περιβάλλον (Stromquist & Monkman, 2000). Τέταρτο, καθώς η παγκοσμιοποίηση όλο και περισσότερο διαπερνά τη ζωή-στον-κόσμο, οι άνθρωποι συνειδητοποιούν τις επιπτώσεις της στην «‘καθημερινότητα’ της ζωής» (Byrne & Clover, 2002: 8). Αν και τα πρώτα τρία χαρακτηριστικά της παγκοσμιοποίησης που αναφέραμε έχουν σχετικά αρνητικές συνδηλώσεις, το τέταρτο ανακατεύει την ελπίδα με την υπόσχεση.
Ο εκπαιδευτής των First Nations Peter Cole (1998) εξετάζει στο ποιητικό του δοκίμιο «ποιος επωφελείται από την ‘κουλτούρα της συγκομιδής μετρητών’; Γιατί δεν συζητάμε για την Shell και τα Starbucks; Γιατί η παγκοσμιοποίηση πρέπει να σημαίνει ότι οι φτωχοί άνθρωποι στην Κένυα δεν θα έχουν καθόλου ρύζι; Ποιος ο λόγος του πολέμου στο Ιράκ;» (Cole, 1998: 103), κάνοντας μια πικρόχολη σύνδεση ανάμεσα στο περιβάλλον και στην παγκοσμιοποίηση. Τα ιδεολογικά υποστηρίγματα της παγκοσμιοποίησης, όπως της αύξησης του ανταγωνισμού, της παραγωγής, του marketing, της ιδιωτικοποίησης και της απορρύθμισης –όλα επιδίωξη ενός απλοποιητικού μυαλού- έχουν δημιουργήσει μια τεράστια οικολογική ανισορροπία σε πρωτοφανές ποσοστό. Άνθρωποι και οικοσυστήματα βρίσκονται στην περιφέρεια του παγκόσμιου καπιταλισμού και λογαριάζονται, στην καλύτερη περίπτωση, «ως εξαρτήματα της απαιτούμενης ανάπτυξης» (Bellamy Foster, 1994: 85), ή στη χειρότερη, ως περιττά εμπορεύματα.
Θάνατος, πόλεμος και φυσικοί πόροι
Ο Καρλ Μαρξ υποστήριξε ήδη το 1844 ότι ο κόσμος εξαρτάται από «τα προϊόντα της φύσης, τα οποία εμφανίζονται με τη μορφή της τροφής, της θέρμανσης, των ρούχων και της κατοικίας». Το περιβάλλον είναι «το άμεσο νόημα της ζωής […] και το όργανο της ζωικής δραστηριότητας» (αναφέρεται στο Tucker, 1972: 75). Ελάχιστα έχουν αλλάξει. Ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός παραμένει άμεσα εξαρτημένος από τους παγκόσμιους φυσικούς πόρους ώστε να διατηρηθεί και να προωθηθεί ακόμα περισσότερο και για να συμβεί αυτό προκαλεί μια τρομακτική έλλειψη για εκείνους που εκτοπίζει. Η πραγματικότητα αυτή καθόλου δεν έχει μειωθεί από την άυλη οικονομία της γνώσης, απλά έχει διευκολυνθεί η κατανομή των πόρων και η εξόρυξή τους.
Η παγκοσμιοποίηση έχει δημιουργήσει θεμελιακά προβλήματα στον βιοπορισμό, στην ισότητα, στην αειφορία και στη δικαιοσύνη (Appadurai, 2001). Ο αγώνας για να αποκτηθούν και να διατηρηθούν ο έλεγχος των φυσικών πόρων κλιμακώνεται παγκόσμια. Η πλειοψηφία των διεξαγόμενων πολέμων δεν γίνεται για ιδεολογικούς λόγους, αλλά για επικράτεια, για εδάφη πλούσια σε φυσικά αποθέματα. Ένα παράδειγμα είναι ο πολύχρονος εμφύλιος πόλεμος στη Σιέρα Λεόνε με σκοπό τον έλεγχο των ορυχείων διαμαντιών της χώρας. Ενώ χιλιάδες αθώοι άνθρωποι σκοτώθηκαν ή υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τις κοιτίδες τους, εταιρείες ξένης ιδιοκτησίας ‘εξάγουν’ καθαρό κέρδος. Ένα δεύτερο παράδειγμα είναι οι αμφισβητήσεις σχετικά με τον πόλεμο στο Ιράκ. Ανεξάρτητα από την υπερβολή του «να αδειάσουμε τον κόσμο από την τυραννία», κάνοντας τα πράγματα «ασφαλή» και «φροντισμένα» για τους «καταπιεσμένους», η αστάθεια είναι περίπου θεμελιώδης ανάγκη για μια απαραίτητη φυσική πηγή – το πετρέλαιο. Αυτή η πραγματικότητα αναγνωρίζεται από προοδευτικούς ηγέτες, όπως ο Nelson Mandela, και από χιλιάδες διαδηλωτές με αντιπολεμικά συνθήματα που φώναζαν «Όχι στην Κόλαση, δεν θα πεθάνουμε για την Texaco» και «Όχι αίμα για πετρέλαιο».
Η παγκοσμιοποίηση γενικά, και η εκτεταμένη αναζήτηση για φυσικούς πόρους ειδικότερα, έχει υποχρεώσει πολλούς ανθρώπους σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου να ζουν σε συνθήκες υποβάθμισης και φτώχειας. Η μετακίνηση των χωρικών της υπαίθρου και των αγροτών, εξαιτίας της πίεσης που τους ασκείται ώστε να εγκαταλείψουν τα εύφορα εδάφη τους για πιο περιθωριοποιημένα, διαμορφώνει τις προϋποθέσεις ώστε να καταρρεύσουν οι κοινωνικές υποδομές. Επιπρόσθετα, οι άνθρωποι που έχουν αποφασίσει να προστατέψουν τη γη τους και τους πόρους της ενάντια στα μάγια της παγκοσμιοποίησης συχνά πληρώνουν υψηλό τίμημα. Ένα παράδειγμα έρχεται από το Greenbelt Movement της Αφρικής. Η ιδρύτρια Wangari Maathai είναι ακούραστη στις επικρίσεις της για τις πρακτικές ανάπτυξης, οι οποίες κλέβουν από τους πολίτες τα πάρκα και τους φυσικούς πόρους. Για αυτή την εργασία έχει γίνει στόχος της κυβερνητικής καταστολής, με συχνούς φυσικούς βασανισμούς και ήπια φυλάκιση (Clover, 1995). Δύο ακόμα πιο ακραία παραδείγματα προέρχονται από τον Νίγηρα και τη Βραζιλία. Στο Νίγηρα, ο Ken Saro-Wiwa και οι σύντροφοί του εκτελέστηκαν «ως αποτέλεσμα της εκστρατείας τους ενάντια στην οικολογική καταστροφή της πατρίδας τους από τη Shell (Horseman, όπως αναφέρεται στο Clover, 2002: 321). Στη Βραζιλία, δεκαεννιά ακτήμονες αγρότες από την κίνηση Landless Rural Workers Movement σφαγιάστηκαν. Παρά τα γεγονότα αυτά, «η οργάνωση, η συνειδητοποίηση και η κινητοποίηση για τα δίκαια των φτωχότερων από τους φτωχούς» συνεχίζεται (Lowy, 2001: 32).
Παραγωγή, κατανάλωση και marketing
Ένα από τα μεγαλύτερα θέματα δημόσιου διαλόγου στο περιβαλλοντικό κίνημα αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού: παραγωγή και κατανάλωση. Ενώ οι περιβαλλοντιστές πολύ συχνά επικεντρώνονται στην κατωφερή δραστηριότητα της κατανάλωσης, η ανωφερής δραστηριότητα είναι αυτή που χρειάζεται πιο προσεχτική εξέταση.
Παραγωγή είναι η δημιουργία εμπορεύσιμων προϊόντων, τα περισσότερα από τα οποία αρδεύονται απευθείας από τους φυσικούς πόρους. Ακόμα και τα συνθετικά προϊόντα αντλούν κάτι από το περιβάλλον, αφού λίγα μόνο προκύπτουν μαγικά από ‘κοπανιστό αέρα’. Η παραγωγική διαδικασία αντανακλά τους τρόπους με τους οποίους τα ανθρώπινα υποκείμενα αλληλεπιδρούν μεταξύ τους αλλά και με το υπόλοιπο οικοσύστημα. Στις προκαπιταλιστικές οικονομίες –λίγες από τις οποίες απομένουν ακόμα- οι άνθρωποι εμπλέκονταν στην παραγωγική διαδικασία άμεσα, αμοιβαία, σε μια προσωπική σχέση ανταλλαγής. Αν και δεν ήταν τέλειες, αυτές οι οικονομίες στηρίζονταν στη φιλοσοφική αρχή ότι «αυτός που έχει ανάγκη λαμβάνει και αυτός που μπορεί δίνει […] Δεν υπήρχαν ούτε πλούσιοι ούτε ενδεείς σε σύγκριση με άλλα μέλη της κοινότητας και παρομοίως δεν υπήρχαν ούτε πλούσιοι ή προνομιούχοι» (Rowe, 2002: 56). Η μεγαλύτερη σύγχρονη μετατόπιση βρίσκεται στο ότι η πλειοψηφία των αλληλεπιδράσεων, ιδιαίτερα στις mainstream αγορές, στηρίζεται στην παραγωγή προϊόντων για ανταλλαγές και κέρδη.
Ο Von Moltke (1997) υποστηρίζει ότι «δεν είναι τυχαίο που οι πιο επικίνδυνες περιβαλλοντικές απειλές σήμερα (υπερθέρμανση του πλανήτη, απώλεια της βιοποικιλότητας, ολοκληρωτική τροποποίηση του οικοσυστήματος και τοξική ρύπανση) μπορούν να ανιχνευτούν άμεσα στον τρόπο που παράγονται και κατασκευάζονται τα προϊόντα» (Von Moltke, 1997: 38). Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής αλλάζει τις πρώτες ύλες ή τους φυσικούς πόρους σε ευπώλητα προϊόντα. Η ζωή απομειώνεται σε ανταγωνισμό, όπου όλες οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και ανάμεσα στους ανθρώπους και την υπόλοιπη φύση αντιμετωπίζονται ως οικονομικές συναλλαγές. Τόσο η ανθρώπινη αξία όσο και η αξία του υπόλοιπου φυσικού περιβάλλοντος υποβαθμίζονται σε αξίες της παγκόσμιας αγοράς, η οποία αντιμετωπίζει τα πάντα ως εμπορεύματα.
Η σύγχρονη μεταμόρφωση της κατανάλωσης από μια πράξη πλιάτσικου και καταστροφής, όπως κάποτε είχε επισημανθεί, σε μια πράξη αρετής και κύρους «είναι από τα πιο σημαντικά αλλά λιγότερα διερευνημένα φαινόμενα του 20ου αιώνα» (Rifkin, 1996: 19). Με αφετηρία τη δεκαετία του 1950 ο Δυτικός κόσμος άρχισε να βλέπει μια «πρωτοφανή ανάπτυξη της καταναλωτικής κοινωνίας. ένας όρος που φανερώνει όχι μόνο την ευημερία και την επέκταση της παραγωγής και των αγορών, αλλά κυρίως την απίστευτη διείσδυση των νοημάτων και των εικόνων που συνδέονται με την κατανάλωση στον πολιτισμό της καθημερινής ζωής» (Clover, 2002: 80).
Οι περισσότεροι άνθρωποι καταναλώνοντας, ανεβάζουν το βιοτικό τους επίπεδο, και με τον συνεταιρισμό, την ποιότητα της ζωής τους. Στην πραγματικότητα «η βεβιασμένη κατανάλωση εξυμνήθηκε: τα πράγματα θα έπρεπε να καταναλώνονται, καίγονται, χρησιμοποιούνται, αντικαθίστανται και απορρίπτονται σε έναν συνεχώς επιταχυνόμενο ρυθμό» (Lahaye, 1995: 60).
Ο καταναλωτισμός χλευάζει την κοινωνία με την ιδέα της έλλειψης, προσφεύγει στην ανταγωνιστικότητα, και μιμείται τις εντάσεις της εποχικότητας των προϊόντων (Griffiths, 1997). Ο καταναλωτισμός αντιπροσωπεύει μια κρίση αξιών και νοήματος. Πρόκειται για μια έμφυλη πρακτική και έναν λόγο (discourse) μέσω του οποίου ασκείται η εξουσία, αλλά και αμφισβητείται.
Για ορισμένους, ο καταναλωτισμός θεωρείται ως πρόβλημα ‘συμπεριφοράς’ που απαιτεί εξατομικευμένη εκπαίδευση. Ωστόσο, για άλλους, ο καταναλωτισμός θεωρείται ένα πρόβλημα με βαθιές ιδεολογικές, πολιτικές και δομικές ρίζες, οι οποίες αντλούν δύναμη από τη διαφήμιση. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης –ως μηχανή της αγοράς, είναι σήμερα η πιο διαδεδομένη μορφή άτυπης μάθησης, η οποία εστιάζεται στη δημιουργία αναγκών και στην ενορχηστρωμένη άγνοια. Ως στέλεχος διαφήμισης ο Jacques Duval (1995) υποστήριξε ότι η διαφήμιση «πυροδοτεί την αύξηση των πωλήσεων ενός προϊόντος σε μια συγκεκριμένη αγορά, και συνεπώς πριμοδοτεί την κατανάλωση […] θα ήταν ψέμα να ισχυριστούμε ότι αυτό συμβαίνει διαφορετικά» (Duval, 1995: 59). Εστιάζοντας αποκλειστικά στο ατομικό –αν και πολλοί συναινούν ότι οι καταναλωτές έχουν μια κάποια δύναμη- αποπολιτικοποιούμε και ιδιωτικοποιούμε ένα κατεξοχήν πολιτικό και δημόσιο θέμα.
Κορπορατισμός
Μια ακόμα πλευρά της παγκοσμιοποίησης είναι ο κορπορατισμός. Είναι πράγματι εκπληκτικός ο ρυθμός εξαγοράς των μικρών επιχειρήσεων από ξένες μεγάλες εταιρείες. Στρέμματα και στρέμματα καλλιεργήσιμης γης και μικρά, τοπικά καταστήματα δίνουν τη θέση τους σε πολυκαταστήματα και fast food αμερικάνικων, κατά κύριο λόγο, συμφερόντων. Και γίνονται εμφανείς οι κίνδυνοι από την παχυσαρκία που σχετίζονται με τη δίαιτα των fast food. Τα υλικά συσκευασίας και τα απόβλητα από τα εκατομμύρια, κυριολεκτικά, προϊόντα που πωλούνται, αυξάνουν την ανάγκη για χώρους ταφής των απορριμμάτων. Επιπρόσθετα, η διαμόρφωση συνδικάτων σε αυτές τις περιοχές αποθαρρύνονται ρητά, αν δεν απαγορεύονται τελείως.
Ο εκπαιδευτής/ακτιβιστής Tony Clarke (1997) υποστήριξε ότι «πιθανόν είναι δίκαιο να πούμε ότι υπήρξε ένας υψηλότερος βαθμός πολιτικού γραμματισμού […] σχετικά με τους οργανισμούς και την εξουσία που ασκούν 25 χρόνια πριν από ότι σήμερα. Τότε, τα μέσα μαζικής επικοινωνίας έβριθαν από έντονες συζητήσεις σχετικά με τη ξένη ιδιοκτησία. […] Σε πιο πρόσφατες εποχές, ωστόσο, υπάρχει εκπληκτικά μικρός αριθμός αναλύσεων της πολιτικής επιρροής των σύγχρονων οργανισμών πάνω στις κυβερνήσεις, και τι μπορούμε να κάνουμε σχετικά με αυτό» (Clarke, 1997: 5).
Οι οργανισμοί λειτουργούν σαν lobbying-gurus, ελέγχοντας μονοπωλιακά τον έντυπο και mainstream τύπο και εξαρτώμενοι από τη συνδρομή της διαφήμισης, ώστε «να διατηρήσουν κάποιο ποσοστό δημόσιου ελέγχου» και να συγκαλύψουν «θέματα ρύπανσης και παραβίασης ανθρώπινων δικαιωμάτων» (Clover, 2001: 85). Διακρατικοί οργανισμοί επίσης έχουν την ικανότητα να ελέγχουν κόστη, τιμές, αγορά εργασίας και πρώτες ύλες (Harris, 1996).
Η παγκόσμια οικονομία επιβιώνει από την ικανότητά της να κατασκευάζει και να πουλά ολοένα και περισσότερα αγαθά, τα οποία αρδεύονται από τα φυσικά αποθέματα, είτε άμεσα είτε έμμεσα. Για να αυξήσει τα κέρδη, η εταιρική διαφήμιση έχει γίνει περισσότερο επιθετική και σοφιστικέ.
Περιβαλλοντικός σεξισμός και ρατσισμός
Η παγκοσμιοποίηση έχει «διαβρώσει όχι μόνο τη δυνατότητα του έθνους-κράτους να ελέγχει τη νομισματική και δημοσιονομική του πολιτική, αλλά επίσης και την πολιτική και οικονομική του κυριαρχία» (Harris, 1996: 7). Συνέπεια αυτού είναι η σημαντική μείωση των δαπανών για προγράμματα υγείας, εκπαίδευσης, κοινωνικής πρόνοιας και προγράμματα ενάντια στη φτώχεια και για την προστασία του περιβάλλοντος.
Για πολλές γυναίκες, η υποβάθμιση του περιβάλλοντος είναι ζήτημα ζωής και θανάτου για τις ίδιες, τα παιδιά τους και τις κοινότητές τους. Η αποδάσωση στην Ινδία εξαιτίας της υπερβολικής υλοτόμησης έχει ως αποτέλεσμα οι γυναίκες να περπατούν μίλια και μίλια κάθε μέρα για να προμηθευτούν τα απαραίτητα εφόδια σε καύσιμα και νερό. Ξερές κοίτες ποταμών ή μολυσμένα με βακτήρια συστήματα υδάτων σημαίνουν αρρώστια και συχνά θάνατο για τα παιδιά και τους γηραιότερους, την φροντίδα των οποίων, κυρίως, έχουν οι γυναίκες (βλέπε Cuomo, 1998. Mies & Shiva, 1993).
Φυσικά, και οι γυναίκες εμπλέκονται σε παιχνίδια κατανάλωσης και αγοραιοποίησης. Στις περισσότερες κοινωνίες, οι γυναίκες αποτελούν το ‘οικονομικό κέντρο’ για το σπίτι- το οποίο περιλαμβάνει τα πάντα από τρόφιμα έως είδη καθαριότητας. Η διαφημιστική βιομηχανία το γνωρίζει. Στοχεύει επιθετικά σε αυτές ώστε «να αγοράζουν συγκεκριμένα προϊόντα, όπως αυτά που κρατούν τις οικογένειές τους ‘ελεύθερες από μικρόβια’», και οι γυναίκες ως κύριοι αγοραστές και διαφημιστικός στόχος κατηγορούνται συνεχώς επειδή είναι εκείνες που κάνουν ‘φτωχές’ καταναλωτικές επιλογές «οι οποίες βλάπτουν όχι μόνο τις οικογένειές τους, αλλά (επίσης) ολόκληρο τον πλανήτη» (Clover, Follen & Hall, 2000: 58). Φεμινίστριες εκπαιδευτικοί έχουν επίσης ισχυριστεί ότι ο λεγόμενος ‘πράσινος καταναλωτισμός’ δεν αμφισβητεί καθόλου την έννοια της οικονομικής ανάπτυξης και οδηγεί «τις ζωές των γυναικών κάτω από εξονυχιστικό έλεγχο, στο πλαίσιο μιας νέας προσωπικής οικολογικής ηθικής» (Sandilands, 1993: 46).
Η πολιτική και πρακτική του περιβαλλοντικού ρατσισμού είναι, επίσης, βαθιά ενσωματωμένη στη λογική του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Ως εκπαιδευτής ενηλίκων ο Mikkes David Lengwati (1995) το εκφράζει καθαρά: «όταν εξορύσσονται μέταλλα όπως χρυσός, διαμάντια, πλατίνα και κάρβουνο, αλλά οι περιβάλλουσες κοινότητες συγκαταλέγονται ανάμεσα στις φτωχότερες στη χώρα. όταν τα προβλήματα διαρροής των σωλήνων ύδρευσης και αποχέτευσης στους μαύρους δήμους δεν τυγχάνουν καμιάς προσοχής από την τοπική κοινότητα ώστε να επιδιορθωθούν. όταν μόνο στους δήμους των μαύρων απουσιάζουν από τους δρόμους φυτά για σκιά και διακοσμητικά λουλούδια για καλλωπισμό. όταν μόνο οι μαύρες περιοχές επιλέγονται για βιομηχανικές περιοχές […] τότε ο ρατσισμός είναι ξεκάθαρος (Lengwati, 1995: 103). Οι αυτόχθονες λαοί σε όλο τον κόσμο δεν έχουν «έλεγχο των παραδοσιακών περιοχών τους» και συχνά «αντιμετωπίζουν μια καταστροφική περιβαλλοντική υποβάθμιση», η οποία έχει σημαντικές επιπτώσεις πάνω «στους τρόπους ζωής, των γνωστικών συστήματος, των παραδοσιακών συστημάτων διακυβέρνησης, της τροφής και των πολιτισμών» (Simpson, 2002: 13 – 14).
Περιβαλλοντική Εκπαίδευση Ενηλίκων
Όπως η παγκοσμιοποίηση και η εκπαίδευση ενηλίκων, έτσι και για την περιβαλλοντική εκπαίδευση ενηλίκων δεν υπάρχει ένας απλός ορισμός. Καλύτερα, όπως ανακάλυψα μέσα από διεθνή συγκριτική μελέτη, φαίνεται να υπάρχουν μερικές κοινά αποδεκτές στρατηγικές και εννοιολογικά πλαίσια (Clover, 1999).
Η περιβαλλοντική εκπαίδευση ενηλίκων διαμορφώνει συγκεκριμένες διασυνδέσεις ανάμεσα στο περιβάλλον και στις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές όψεις του ανθρώπινου βίου. Για παράδειγμα, όταν το σύστημα αλιείας καταρρεύσει εξαιτίας της υπεραλίευσης σε τόπους που παραδοσιακά στηρίζονται στη θάλασσα για να επιβιώσουν, τότε η οικονομική κατάρρευση θα αποσταθεροποιήσει τις πολιτισμικές ταυτότητες.
Όσοι εμπλέκονται με την περιβαλλοντική εκπαίδευση ενηλίκων συμμετέχουν σε μια διεργασία πολιτικής και κοινωνικής μάθησης και όχι μόνο αλλαγής της ατομικής συμπεριφοράς και μετάδοσης πληροφοριών. Ενώ τα άτομα μπορούν και πρέπει να κάνουν αλλαγές στον τρόπο ζωής τους, τα πιο τοξικά περιβαλλοντικά προβλήματα είναι αποτέλεσμα των πρακτικών του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Ενώ η αύξηση της ευαισθητοποίησης στο πλαίσιο της δημόσιας εκπαίδευσης εστιάζεται στο να κρατά τους ανθρώπους ενήμερους πάνω σε ζητήματα ρύπανσης, επιστήμης και τεχνολογίας, η περιβαλλοντική εκπαίδευση ενηλίκων χρησιμοποιεί την εμπλοκή και τις συμμετοχικές μεθόδους, οι οποίες στηρίζονται στην αντίληψη ότι η μάθηση είναι πολύ πιο σύνθετη, εκτεταμένη και σημαντική διεργασία από τη μετάδοση πληροφοριών. Η περιβαλλοντική εκπαίδευση ενηλίκων εκκινεί από την αναγνώριση μιας κοινής πλατφόρμας οικολογικής γνώσης (γνώσεων) που κατέχουν οι άνθρωποι και τις φέρνει σε δημόσια διαβούλευση, ώστε να διαμορφώσει νέες οικολογικές κατανοήσεις για τον κόσμο μας. Αυτό επίσης περιλαμβάνει τον σεβασμό και το πλέξιμο στη μαθησιακή διεργασία πνευματικότητας και τρόπων γνώσης και ύπαρξης που συνδέονται με τη γη.
Η περιβαλλοντική εκπαίδευση ενηλίκων είναι ένα κίνημα βαθιά κριτικό στην αγορά –και στην κατανάλωση- και επομένως ενάντια στον καπιταλισμό/ παγκοσμιοποίηση, αλλά όχι στους πολίτες. Επίσης, είναι μια διαδικασία, η οποία είναι προσανατολισμένη στην κοινότητα και τα συμφραζόμενά της. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι κοινότητες είναι απλά αποδεκτές ως έχουν, αλλά μάλλον ότι εργάζονται προς την κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού της εξουσίας, αμφισβητώντας τις φυλετικές, ταξικές και έμφυλες προκαταλήψεις και ανισότητες που τις διέπουν.
Οι άνθρωποι κατασκευάζουν τον κόσμο τους μέσα από τη μάθηση και τους τρόπους συμμετοχής τους σε αυτόν. Οι ιδέες τους και οι θεωρίες τους τεκμηριώνονται στην ύπαρξη εν τω κόσμω, από την οποία προκύπτουν η εμπειρία και η συνήθεια. Η περιβαλλοντική εκπαίδευση ενηλίκων χρησιμοποιεί μια ποικιλία από κριτικές και δημιουργικές πρακτικές, στρατηγικές και εργαλεία στην πράξη (praxis) της μάθησης.
Πρακτικές της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης ενηλίκων
Ενώ η παγκοσμιοποίηση προκαλεί οξεία παγκόσμια προβλήματα, υπάρχει επίσης μια «θετική δύναμη που ενθαρρύνει μια χειραφετητική πολιτική της παγκοσμιοποίησης» -η φαντασία (Appadurai, 2001: 6). Η φαντασία επιτρέπει στους ανθρώπους να αντισταθούν στην κρατική και εταιρική βία, να αναζητήσουν κοινωνικές και περιβαλλοντικές επανορθώσεις, να κρίνουν και να προκαλέσουν και να σχεδιάσουν νέες μορφές κοινωνικής δραστηριότητας, συνεργασίας και μάθησης (Appadurai, 2001), και να δώσουν «πίστη σε εναλλακτικές πραγματικότητες» (Greene, 1995: 3). Μέσα από τις πρακτικές τους στα κοινωνικά κινήματα, στα πανεπιστήμια, στα κολλέγια, στις κοινότητες και στις μη κυβερνητικές οργανώσεις οι περιβαλλοντικοί εκπαιδευτές ενηλίκων καταδεικνύουν και ξεκλειδώνουν τις δυνατότητες της κριτικής συμμετοχής και της φαντασίας.
Μάθηση από τα κοινωνικά κινήματα
Ένας αποφασιστικός παράγοντας για δράσεις αντιπαγκοσμιοποίησης σε όλο τον κόσμο είναι τα ‘teach-ins’. Τα ‘teach-ins’ φέρνουν μαζί μαθητές, ηλικιωμένους, καλλιτέχνες, εκπαιδευτές, ακτιβιστές και συνδικαλιστές για να συζητήσουν στρατηγικές και να διερευνήσουν επείγοντες θεματικές, όπως γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα, εμπόριο και περιβάλλον, μιλιταρισμός και κορπορατισμός, φτώχεια και δημοκρατία. Το Polaris Institute στην Ottawa, Canada, παρέχει εκπαιδευτικό υλικό στα ‘teach-ins’ με σκοπό την «ανάπτυξη ικανοτήτων ηγεσίας για μια οικονομική δικαιοσύνη» (Clarke & Dopp, 2001: 4).
Πανεπιστήμια και Κολλέγια
Οι Footprints International στο πανεπιστήμιο του Calgary δημιούργησαν ένα πρόγραμμα βασισμένο στο λαϊκό θέατρο. Αυτή η κριτική αλλά και ψυχαγωγική μορφή εκπαίδευσης βοήθησε τους ανθρώπους να επεξεργαστούν θέματα, όπως της κατανάλωσης, της βιωσιμότητας και της εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων (Keoygh, Carmona & Grandinetti, 1995). Ένα μάθημα εκπαίδευσης ενηλίκων στο Loyalist College στο Belleville, Ontario, χρησιμοποιεί εκπαιδευτικές επισκέψεις σε πολυκαταστήματα και μεγάλες αλυσίδες super market ώστε να συζητηθούν οι συνδέσεις ανάμεσα στα απόβλητα, το πακετάρισμα και τη διαφήμιση. την κοινωνικοποίηση των φύλων μέσω της επιλογής των παιχνιδιών και τις γενετικές τροποποιήσεις των τροφίμων που καταναλώνουμε (Clover, 2001). Στο πανεπιστήμιο του Waikato στη Ν. Ζηλανδία οι φοιτητές της εκπαίδευσης ενηλίκων ‘πλέκουν’ μαζί θεωρητικές συζητήσεις πάνω σε περιβαλλοντικά ζητήματα, για το δίκιο των αυτοχθόνων και για την εκπαίδευση ενηλίκων στη hands-on έρευνα (hands-on research) και στην εμπειρική κοινοτική μάθηση (Stalker, 1995).
Κοινότητες και Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις
Στο νησί Vancouver, Canada, μια ομάδα γυναικών καλλιτεχνών οργάνωσε ένα δημιουργικό μαθησιακό επεισόδιο χρησιμοποιώντας ‘βελόνα και κλωστή’ με σκοπό να διαμαρτυρηθούν στην Αμερικο-καναδική συνεργασία για την κατασκευή μιας μονάδας παραγωγής φυσικού αερίου. Φέρνοντας μαζί πάνω από εξήντα ανθρώπους, μια σειρά από συλλογικά επεξεργασμένα παπλώματα δημιουργήθηκε με σκοπό να προκαλέσουν διάλογο για το περιβάλλον, ειδικότερα την εταιρική ευθύνη των Ηνωμένων Πολιτειών, και την κυβερνητική ευθύνη (Miller, 2002). Στην Uganda ο Multi-Purpose Training and Employment Association τρέχει ένα πρόγραμμα περιβαλλοντικού γραμματισμού για γυναίκες, το οποίο εστιάζει στις προβληματικές σχέσεις ανάμεσα στα φύλα και διδάσκει γραφή και ανάγνωση μέσω του ριζώματος στο φυσικό τοπίο και με τη χρήση τοπικών υλικών. Αυτή η μαθησιακή διεργασία υφαίνει ένα κιλίμι γυναικείας γνώσης και διατροφής, ανισότητας και αλλαγής, χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα τραγούδια και θέατρο (Young People of the World, 1999). Το Toronto Chinese Health Education Committee τις προκλήσεις περιβαλλοντικού ρατσισμού τις αποδίδει σε μια «φιλοσοφία ότι η οικολογική θεραπεία έρχεται μέσα από την αναζωογόνηση του οράματος, της δύναμης και των ηθικών αξιών» όλων των κοινοτήτων (Tan, 2003).
Στη βάση της πεποίθησης ότι η εκπαίδευση ενηλίκων αφορά στην εργασία μαζί με τους ανθρώπους για την αντιμετώπιση των προκλήσεων αλλά και τη δημιουργία, οι περιβαλλοντικοί εκπαιδευτές ενηλίκων χρησιμοποιούν την τέχνη και τον διάλογο, τη συζήτηση και την εμπειρία, την αντίσταση και τη γη για να αντιμετωπίσουν τα σύγχρονα, περίπλοκα ζητήματα.
Ακτιβισμός και Περιβαλλοντική Εκπαίδευση Ενηλίκων
Νεότεροι και ηλικιωμένοι πολίτες γίνονται όλο και περισσότερο πολιτικά ακτιβιστές, για να το πούμε έτσι ‘υφαίνουν’ την παιδαγωγική με την πολιτική. Οι εκπαιδευτές των First Nations στον Καναδά περιλαμβάνουν στην εκπαιδευτική τους ατζέντα την έννοια της ‘αντίστασης’, με αποτέλεσμα να εγχέουν «στη μαθησιακή διεργασία δύναμη και ελπίδα, συνάμα, όμως, και τη διαπίστωση ότι οι λαοί έχουν αγωνιστεί σκληρά για να προστατέψουν τα παραδοσιακά τους εδάφη» (Simpson, 2002: 19). Ακτιβιστές από το κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης διαμορφώνουν παγκόσμιες συμμαχίες ώστε να αμφισβητήσουν τις εταιρικές εξαγορές και να ενθαρρύνουν την ανάπτυξη διαλόγου γύρω από βασικές έννοιες, όπως διακυβέρνηση και δημοκρατία. Στο Escravos, Nigeria, το 2002, μια ομάδα γυναικών «κατέλαβε έναν γιγαντιαίο τερματικό σταθμό πετρελαίου, παγιδεύοντας εκατοντάδες εργάτες μέσα […]. Δεν υποχώρησαν καθόλου στα αιτήματά τους για θέσεις εργασίας για τους γιους τους και ηλεκτροδότηση για τα σπίτια τους. Τα πάθη φούντωσαν κατά τη διάρκεια των συνομιλιών που πραγματοποιήθηκαν σε ένα πνιγηρό χωριό με σκουριασμένες καλύβες από κασσίτερο, μόλις100 μέτραπιο πέρα από το τερματικό, που ήταν κατασκευασμένο από σκυρόδεμα και στο οποίο περίπου 700 εργαζόμενοι […] [ήταν] παγιδευμένοι για έξι μέρες» (D. Doran, Associated Press, e-mail στη συγγραφέα, Ιούλιος 2002).
Αν και δεν ικανοποιήθηκαν όλα τα αιτήματά τους, κρατικά στελέχη συμφώνησαν να προσλάβουν τουλάχιστον πέντε ανθρώπους για να κατασκευάσουν ένα δημαρχείο, σχολεία και ηλεκτρικές και υδραυλικές εγκαταστάσεις, ώστε να παρέχονται ρεύμα και νερό. Την 1η Φεβρουαρίου του 2003, ένας μεγάλος αριθμός ηλικιωμένων –όλοι τους στην όγδοη και ένατη δεκαετία της ζωής τους- ήρθαν από το Redwood Retirement Center της California για να διαμαρτυρηθούν ενάντια στον George Bush, ο οποίος οδηγεί τη χώρα σε πόλεμο. «Κρατώντας μπαστούνια, ‘περιπατητές’ ή πάνω σε αναπηρικές καρέκλες» δημιούργησαν μια αντι-αφήγηση της αντίστασης που αμφισβήτησε την κυρίαρχη ατζέντα της βίας (Whitaker, 2003: 1).
Η Moema Viezzer (1992), φεμινίστρια περιβαλλοντική εκπαιδεύτρια ενηλίκων, πρότεινε ότι, προκειμένου, οι εκπαιδευτές ενηλίκων, να διευκολύνουν καλύτερα την ανάδυση των οικολογικών προοπτικών και γνώσεων, πρέπει να δημιουργήσουν κουλτούρες μάθησης και να οικοδομήσουν ισχυρά δίκτυα και συνεργασίες με τα κοινωνικά κινήματα. Δεδομένου ότι τα κοινωνικά κινήματα έχουν αποφασιστική σημασία για την ανάδειξη των αρνητικών επιπτώσεων από τον καπιταλισμό στην ισότητα, στη δικαιοσύνη και στο περιβάλλον, οι περιβαλλοντικοί εκπαιδευτές ενηλίκων, ιδιαίτερα εντός των θεσμικών οργανισμών, πρέπει να γίνουν ακτιβιστές.
Η σύνδεση της εκπαίδευσης με τον ακτιβισμό διαμορφώνει μια συμβιωτική εκπαιδευτική ευκαιρία και για τους δύο: τους διδάσκοντες (practitioners) και τους εκπαιδευόμενους. Το όφελος αφορά και στους δύο, οι οποίοι, αμοιβαία, αλληλοεξαρτώνται. Η σφυρηλάτηση ισχυρότερων δεσμών ανάμεσα στους περιβαλλοντικούς εκπαιδευτές ενηλίκων και στις κοινοτικές ομάδες και κινήματα μπορεί να συμβάλει στη διαμόρφωση πιο εφαρμόσιμων στρατηγικών και στην επίτευξη κοινών στόχων. Ειδικότερα, τα περιβαλλοντικά κινήματα φαίνεται να μην έχουν αντιληφθεί επαρκώς ούτε τη σημασία του πώς μαθαίνουν οι άνθρωποι ούτε την πλήρη σημασία της εκπαίδευσης στην εργασία τους (Whelan, 2000). Και ενώ οι περιβαλλοντικοί εκπαιδευτές ενηλίκων δεν πρέπει «να υποκαταστήσουν τις υφιστάμενες εκπαιδευτικές προσπάθειες των περιβαλλοντικών ομάδων» μπορούν να συνεισφέρουν στη διεύρυνση και στον εκδημοκρατισμό τους (Jansen, 1995: 95). Κατά τη διαδικασία προσέγγισης των περιβαλλοντικών ομάδων, οι εκπαιδευτές ενηλίκων μπορούν να εισάγουν χωρίς αποκλεισμούς, συμμετοχικές εκπαιδευτικές πρακτικές, τις οποίες αρδεύουν από τις αρχές της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης ενηλίκων.
Δημοκρατία και Κρατική Ευθύνη
Οι διαδηλώσεις ενάντια στην παγκοσμιοποίηση σε όλο τον κόσμο δηλώνουν ότι οι πολίτες έχουν αναπτύξει ικανότητες αμφισβήτησης της εξουσίας των εταιριών και αναφέρονται σε παγκόσμιους οργανισμούς, όπως τα Ηνωμένα Έθνη. Ωστόσο, ο ακτιβισμός και οι διαμαρτυρίες δεν υποκαθιστούν τη δημοκρατική διακυβέρνηση. Επομένως, η πολιτική αρένα παραμένει ο χώρος στον οποίο βρίσκεται το μεγαλύτερο μέρος της εξουσίας.
Η Δημοκρατία έχει απομειωθεί στο σημείο να ταυτίζεται είτε με μια ψηφοφορία κάθε 4 ή 5 χρόνια είτε να θεωρείται ως συμμετοχή σε ατέλειωτα δημοψηφίσματα ή δημοσκοπήσεις. Ακόμα και σε κοινωνίες με μακρά δημοκρατική παράδοση, όπως ο Καναδάς, η δημοκρατία απειλείται, καθώς υπάρχουν υψηλά ποσοστά απογοητευμένων πολιτών. Σύγχρονοι σύμμαχοι της παγκοσμιοποίησης, όπως το κανονιστικό marketing και τα ιδιόκτητα ΜΜΕ, απεργάζονται τρόπους με τους οποίους ‘τυφλώνουν’ το κοινό και, όπως προηγουμένως αναφέρθηκε, περιορίζουν την αποτελεσματικότητα και τη δύναμη των εθνικών κρατών. Για παράδειγμα, τα κράτη δεν έχουν πλέον την εξουσία να ρυθμίζουν το συνάλλαγμα ή τα επιτόκια και συνεπώς γίνονται λιγότερο ικανά να επιζητούν την κοινωνική λογοδοσία των εταιριών (Harris, 1996). Πέρα από αυτό όμως, είναι σημαντικό, επίσης, να αναγνωρίσουμε τις κυβερνητικές ενοχές. Πολλά δυτικά κράτη προωθούν το ελεύθερο εμπόριο, ανατρέφουν εταιρίες μειώνοντας τη φορολόγηση, ενθαρρύνουν τις αποκρατικοποιήσεις και επιτρέπουν στις επιχειρήσεις να καταστρατηγούν την εργατική νομοθεσία (Clarke, 1997). Επομένως, είναι εξαιρετικά σημαντικό ότι εγχέουμε ένα μήνυμα κρατικής λογοδοσίας και ευθύνης στους πολίτες για να ακολουθήσουν τη μαθησιακή μας διεργασία. Για να το πούμε απλά δεν είναι δουλειά των επιχειρήσεων να προστατεύουν ή να βελτιώνουν τη δημόσια υγεία (Harris, 1996). Είναι ο ρόλος του κράτους, των εκλεγμένων αξιωματούχων, να διασφαλίσουν «την ποιοτική παροχή των υπηρεσιών, η οποία διέπεται από τις αρχές της ισότητας και του δικαιώματος» (Mayo, 1999: 3). Ας επιβεβαιώσουμε ότι το κάνουν.
Συμπέρασμα
Η παγκοσμιοποίηση έχει ένα πρωτοφανές αρνητικό αντίκτυπο στη ζωή του πλανήτη. Αυτό σημαίνει ότι ούτε η πολιτική, η οικονομία, η δημόσια τάξη, η εκπαίδευση, ούτε η εργασία, η διατροφή, η υγειονομική περίθαλψη, ούτε η μετανάστευση δεν έχουν μείνει ανεπηρέαστα από τη γενετική τροποποίηση, την αποδάσωση, τη διάβρωση του εδάφους και τη μόλυνση των υδάτων, την ατμοσφαιρική ρύπανση, τα τοξικά απόβλητα, τις κλιματικές αλλαγές, την κατάρρευση της αλιείας, τις πετρελαιοκηλίδες, τη στρατικοποίηση, την απορρύθμιση, το εμπόριο, το marketing και την υποβάθμιση των πόλεων.
Η φυλή, η φτώχεια και το φύλο είναι οι σημαντικοί φακοί δια μέσω των οποίων μορφοποιούμε τη θεωρία και την πρακτική της εκπαίδευσης ενηλίκων. Η περιβαλλοντική εκπαίδευση ενηλίκων προσθέτει άλλον έναν κρίσιμο φακό, έναν οικολογικό φακό δια μέσω του οποίου μπορούμε να αντιμετωπίσουμε καλύτερα τα περιβαλλοντικά προβλήματα και να δώσουμε φωνή στις ανάγκες όλων εκείνων που επηρεάζονται περισσότερο. Η περιβαλλοντική υποβάθμιση είναι ζήτημα που αφορά στον πολιτισμό, στην πολιτική, στον φεμινισμό, στην οικονομία, επηρεάζοντας τις φυλές, τους χώρους εργασίας, τη νεολαία, πρόκειται για μια παγκόσμια υπόθεση. Με τη διατήρηση της Δημοκρατίας στο προσκήνιο, ενδυναμώνοντάς την μέσω της σύνδεσης με τα κοινωνικά κινήματα, και δουλεύοντας σε τοπικό, εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο, με επιμονή και φαντασία, διάλογο και συζήτηση, μπορούμε να επαναβεβαιώσουμε το όραμά μας για τον κόσμο που επιθυμούμε και θέλουμε.
————————————————————————-
[1] Μετάφραση: Κωνσταντίνος Κυριάκης. Το άρθρο στην πρωτότυπη μορφή του μπορεί κανείς να το διαβάσει εδώ: http://ethitarian.info/wp-content/uploads/2012/02/Environmental-Adult-Education.pdf
[2] Πρόκειται για το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου Hill, H. L. & Clover, E. D. (Eds.) (2003). Environmental Adult Education. Ecological Learning, Theory, and Practice for Socioenvironmental Change.San Francisco,CA: Jossey-Bass, pp. 1 – 15.
Βιβλιογραφικές Αναφορές
Appadurai, A. (Εd.). (2001). Globalization. Durham,N.C.: Duke University Press.
Bellamy Foster, J. (1994). The Vulnerable Planet: A Short Economic History of the Environment. New York: Monthly Review Press.
Byrne, J., & Glover, L. (2002). “A Common Future or Towards a Future Commons: Globalization and Sustainable Development Since UNCED.” International Review for Environmental Strategies, 3(1), 5–25.
Clarke, T. (1997). Silent Coup: Confronting the Big Business Takeover in Canada, Ottawa and Toronto. Ottawa: Canadian Centre for Policy Alternatives and James Lorimer.
Clarke, T., & Dopp, S. (2001). Beyond McWorld: A Workbook for Young Activists. Ottawa: Canadian Centre for Policy Alternatives.
Clover, D. E. (1995). “Gender, Transformative Learning, and Environmental Action.” Gender and Education, 7(3), 243–258.
Clover, D. E. (1999). “Towards a Theoretical Framework of Environmental Adult Education: An International Comparative Study.” Unpublished doctoral thesis, Department of Adult Education, Ontario Institute for Studies of Education/University ofToronto.
Clover, D. E. (2001). “Youth Action and Learning for Sustainable Consumption in Canada.” In Youth, Consumption Patterns and Lifestyles (pp. 73–103).Paris: UNESCO/UNEP.
(www.unesco.org/education/youth_consumption)
Clover, D. E. (2002). “Traversing the Gap: Conscientazacion, Educative-Activism and Environmental Adult Education.” Environmental Education Research, 8(3), 315–323.
Clover, D. E., Follen, S., & Hall, B. (2000). The Nature of Transformation: Environmental Adult Education. (2nd ed.) Toronto: University of Toronto Press.
Cole, P. (1998). “An Academic Take on Indigenous Traditions and Ecology.” Canadian Journal of Environmental Education, 3, 100–115.
Cuomo, C. J. (1998). Feminism and Ecological Communities: An Ethic of Flourishing. London: Routledge.
Duval, J. (1995). “An Interview with Jacques Duval, Advertising Executive.” EcoDecision, 16, 57–59.
Greene, M. (1995). Releasing the Imagination: Essays on Education, the Arts, and Social Change. San Francisco: Jossey-Bass.
Griffiths, J. (1997). “Art as a Weapon of Protest.” Resurgence, 180, 35–37.
Harris, E. (1996). “Revisioning Citizenship for the Global Village: Implications for Adult Education.” Convergence, 29(4), 5–13.
Jansen, L. (1995). “Citizen Activism in the Foundations of Adult Environmental Education in the United States.” Convergence, 28(4), 89–98.
Keough, N., Carmona, E., and Grandinetti, L. (1995). “Tales from the Sari-Sari: In Search of Bigfoot.” Convergence, 28(4), 5–11.
Lahaye, M. (1995). “The Consumer and ‘Green’ Products.” EcoDecision, 16, 60–62.
Lengwati, M. D. (1995). “The Politics of Environmental Destruction and the Use of Nature as Teacher and Site of Learning.” Convergence, 28(4), 99–105.
Lowy, M. (2001). “The Socio-Religious Origins of Brazil’s Landless Rural Workers Movement.” Monthly Review, June 2001, 53(2), 32–40.
Mayo, P. (1999). Gramsci, Freire, and Adult Education: Possibilities for Transformative Action. London: Zed Books.
Mies, M., & Shiva, V. (Eds.). (1993). Ecofeminism. Atlantic Highlands,N.J.: Zed Books.
Miller, K. (2002). “Positive Energy Protest Quilts: A Visual Protest.” Unpublished manuscript.
Rifkin, J. (1996). The End of Work. New York: Putman.
Rowe, S. (2002). Home Place. (rev. ed.).Edmonton,Canada: New West Publishers.
Sandilands, C. (1993). “On ‘Green’ Consumerism: Environmental Privatization and ‘Family Values.’” Canadian Women’s Studies, 13(3), 45–47.
Simpson, L. (2002). “Indigenous Environmental Education for Cultural Survival.” Canadian Journal of Environmental Education, 7(1), 13–25.
Stalker, J. (1995). “Making a Change: Environmental Activism in the Academy.” Convergence,28(4), 23–30.
Stromquist, N., & Monkman, K. (Eds.). (2000). Globalization and Education: Integration and Contestation Across Cultures. Lanham, Md.: Rowman & Littlefield.
Tan, S. (2003). “Anti-Racist Environmental Adult Education in a Trans-Global Community: Case Studies from Toronto.” In D. E. Clover (Ed.), Global Perspectives in Environmental Adult Education: Justice, Sustainability, and Transformation. New York: Peter Lang.
Tucker, R. C. (1972). The Marx-Engels Reader. (2nd ed.)London: Norton.
Viezzer, M. (1992). “Learning for Environmental Action.” Convergence, 25(2), 3–8.
Von Moltke, K. (1997). “The Global Trade in Commodities: Madonna Versus Tuna.” Ecodecision, Spring 1997, pp. 37–38.
Whelan, J. (2000). “Learning to Save the World: Observations of the Training for Effective Advocacy in the Australian Environment Movement.” Convergence, 33(3), 62–73.
Whitaker, T. (2003). “Mill Valley Seniors Stage Protest for Peace.” Marin Independent Journal, Feb. 1, p. 1.
Young People of the World. (1999). Pachamama: Our Earth—Our Future. London:Trafalgar Square.