Πώς η γνώση επηρεάζει τη ζωή μας; Η περίπτωση του ΙΕΚ Αποκορώνου

ISSN:1792-2674

Kαλλιβρετάκη Δήμητρα, Διευθύντρια Δημόσιου ΙΕΚ Αποκορώνου

Μαραγκουδάκη Άννα, Υπεύθυνη Δια Βίου Μάθησης Δήμου Αποκορώνου

Άννα Τσίγκου, Εκπαιδεύτρια Εκπαιδευτών Ενηλίκων

Περίληψη

Η ικανότητα των ατόμων και των τοπικών κοινωνιών να επωφεληθούν από την αναδυόμενη οικονομία της γνώσης εξαρτάται κυρίως από το ανθρώπινο κεφάλαιο και συγκεκριμένα από την εκπαίδευση και τις ικανότητές του. Ο ΟΟΣΑ ορίζει το ανθρώπινο κεφάλαιο ως «γνώσεις, δεξιότητες, ικανότητα και γνωρίσματα που διαθέτουν τα άτομα, τα οποία μπορούν να διευκολύνουν τη δημιουργία προσωπικής, κοινωνικής και οικονομικής ευημερίας». Ένας από τους πιο σημαντικούς τρόπους ανύψωσης του επιπέδου του ανθρώπινου κεφαλαίου είναι η εκπαίδευση και η κατάρτιση.

Η επαγγελματική εκπαίδευση παρέχει και αναβαθμίζει τις δεξιότητες που απαιτούνται στη σύγχρονη αγορά εργασίας. Η σχέση μεταξύ ανθρώπινου κεφαλαίου και κατάρτισης ανθρώπινου δυναμικού είναι μία σχέση αλληλένδετη με την τοπική και κοινωνική ανάπτυξη.

Τα Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης παρέχουν υψηλού επιπέδου αρχική επαγγελματική κατάρτιση σε αποφοίτους δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Απώτερος σκοπός είναι η απορρόφηση των εργαζομένων από την αγορά εργασίας. Το Δημόσιο ΙΕΚ Αποκορώνου ξεκίνησε τη λειτουργία του το 2015 με αντικείμενα φοίτησης που αφορούν τον πρωτογενή και τριτογενή τομέα που ανθίζει στην περιοχή.

Στόχος της παρούσας ανακοίνωσης είναι να αναδειχθεί ο ρόλος του ΙΕΚ Αποκορώνου ως μία σημαντική επένδυση στην εκπαίδευση με αποτέλεσμα την αύξηση της παραγωγικής ικανότητας και την ανάπτυξη της οικονομίας της ευρύτερης περιοχής. Για το σκοπό αυτό θα παρουσιαστούν τα αποτελέσματα της ποσοτικής έρευνας που έγινε στους εκπαιδευόμενους του Δημόσιου ΙΕΚ Αποκορώνου για να καταγραφούν οι απόψεις τους για την συμβολή της δομής στην ανάπτυξη των επαγγελματικών τους δεξιοτήτων και στην βελτίωση της θέσης τους στην αγορά εργασίας.

Λέξεις κλειδιά: Δια βίου μάθηση, επαγγελματική κατάρτιση, ανθρώπινο κεφάλαιο, τοπικές κοινωνίες, επαγγελματική και προσωπική ανάπτυξη

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Είναι γενικά παραδεκτό ότι η τεχνική-επαγγελματική εκπαίδευση αφορά σε γενικές γραμμές, στην παροχή εμπειριών μάθησης σχεδιασμένων με τέτοιο τρόπο ώστε να συμβάλλουν στην ανάπτυξη ικανοτήτων και γνώσεων χρήσιμων σχετικών με τη συμβολή των ατόμων στην επίτευξη αναπτυξιακών στόχων και δραστηριοτήτων. Όταν πρόκειται για μικρές τοπικές κοινότητες τόσο η αναγκαιότητα για εκπαίδευση όσο και το είδος της εκπαίδευσης πρέπει να είναι περισσότερο από ποτέ εξειδικευμένα, να έχουν δηλαδή μία συγκεκριμένη και εξειδικευμένη κατεύθυνση και να περιλαμβάνουν τρία σημαντικά στοιχεία, το περιβάλλον, την τοπική οικονομία και την κοινωνία. Σε κάθε προσπάθεια εκπαίδευσης και κατάρτισης θα πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη οι τοπικές ιδιαιτερότητες και δυναμικές του χώρου, της οικονομίας και της κοινωνίας. Ο λόγος είναι ότι η χρόνια οικονομική και κοινωνική περιθωριοποίηση των τοπικών κοινωνιών είχε σαν αποτέλεσμα οι κοινωνίες αυτές να αναπτύξουν από μόνες τους, μία ιδιαίτερη τοπική οικονομία η οποία στηρίζεται στα τοπικά και πολλές φορές μοναδικά συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτουν. Κάθε εκπαιδευτικό πρόγραμμα κατάρτισης θα πρέπει να είναι εξειδικευμένο και να ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες ανάγκες του πληθυσμού στον οποίο απευθύνεται.

Η Θεωρία του ανθρώπινου κεφαλαίου και η κατάρτιση
Κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες συντελέστηκαν τεράστιες αλλαγές στον κόσμο της εργασίας. Οι «εργάτες-γνώσης» – κατηγορία στην οποία ανήκει ένα μεγάλο φάσμα εργαζομένων, από το προσωπικό των κέντρων κλήσεων έως τους πολιτικούς μηχανικούς και από τους εκπαιδευτικούς έως τους οικονομικούς υπαλλήλους – αποτελούν όλο και πιο συχνά το κλειδί για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη στις αναπτυγμένες χώρες (ΟΟΣΑ, 2007).

Η ιδέα του ανθρώπινου κεφαλαίου συνδέεται με τον Σκωτσέζο οικονομολόγο Άνταμ Σμιθ ο οποίος το 1776 θεώρησε ότι τα άτομα αποτελούν τον πλούτο των εθνών και ότι οι αποκτώμενες ικανότητες των κατοίκων είναι μέρος του κεφαλαίου μιας χώρας. (Αναστασίου, 2016). Η ανάδειξή της ως σημαντικής οικονομικής έννοιας έλαβε χώρα στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και του ’60. Εκείνη την εποχή, οικονομολόγοι όπως ο Τέοντορ Σουλτζ άρχισαν να χρησιμοποιούν τη μεταφορά «κεφάλαιο» – καθιερωμένη από παλιά έννοια της οικονομικής επιστήμης – για να ερμηνεύσουν το ρόλο της εκπαίδευσης και της εξειδικευμένης γνώσης στην προαγωγή της ευημερίας και της οικονομικής ανάπτυξης (ΟΟΣΑ, 2007).

Υποστήριξαν ότι οι άνθρωποι επενδύουν στην εκπαίδευση και την κατάρτισή τους για να συγκεντρώσουν ένα απόθεμα δεξιοτήτων και ικανοτήτων (ένα κεφάλαιο) που μπορεί να αποφέρει μακροπρόθεσμες αποδόσεις. Η εν λόγω επένδυση μπορεί επίσης να ωφελήσει τις εθνικές οικονομίες και να βοηθήσει στην ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης.

Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ, 2007) ορίζει ως ανθρώπινο κεφάλαιο οτιδήποτε περιλαμβάνει ένα μείγμα από εγγενή χαρίσματα και ικανότητες των ατόμων, καθώς και τις δεξιότητες και τις γνώσεις που αποκτούν μέσω της εκπαίδευσης και της κατάρτισης. Η επαγγελματική κατάρτιση επιτρέπει στους ανθρώπους να αποκτήσουν προσόντα ώστε να μπορούν να βρουν ή να διατηρήσουν μία θέση εργασίας και γι’αυτό το λόγο θεωρείται μέσο για την καταπολέμηση της ανεργίας και του κοινωνικού αποκλεισμού.

Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ (2007, σελ. 2) «το ανθρώπινο κεφάλαιο συνδέεται συχνά με ένα ευρύ φάσμα ωφελειών, οικονομικών και μη. Πράγματι, μερικά από τα σημαντικότερα οφέλη ενδεχομένως να μην είναι οικονομικά όπως, για παράδειγμα, η βελτίωση της υγείας, η μεγαλύτερη διάρκεια ζωής και περισσότερες πιθανότητες συμμετοχής στα κοινά.

Σε οικονομικό επίπεδο, τα οφέλη από το ανθρώπινο κεφάλαιο κατανοούνται σε σχέση με την ευημερία του ατόμου και την εθνική οικονομία. Σε επίπεδο ατόμου, οι αποδοχές τείνουν να αυξάνονται αισθητά, καθώς αυξάνεται το εκπαιδευτικό επίπεδο των ανθρώπων».

Η Διά Βίου Εκπαίδευση και κατάρτιση στην Ευρώπη και στην Ελλάδα
Η Εκπαίδευση Ενηλίκων εμφανίστηκε στην Ευρώπη τον 19ο αιώνα. Η διάλυση των παραδοσιακών παραγωγικών σχέσεων από τον καπιταλισμό, η ανάπτυξη της τεχνολογίας και της βιομηχανίας και οι κοινωνικές αλλαγές που επήλθαν είχαν σαν αποτέλεσμα να αυξηθεί η ζήτηση για ειδικευμένο εργατικό δυναμικό. Μέχρι τότε η ύπαρξη συντεχνιών εξασφάλιζε ,με τη μακρόχρονη μαθητεία στον μάστορα-τεχνίτη, την μετάδοση της επαγγελματικής πείρας από γενιά σε γενιά (Βεργίδης Δ., 1999).

Στο τέλος του 20ου αιώνα η αύξηση της ζήτησης για δια βίου μάθηση και οι δυνατότητες μόρφωσης και εκπαίδευσης είχαν ραγδαία εξέλιξη (Hirsch, Tuijnman, 1996, σ. 553) η οποία οφειλόταν κυρίως στις οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές.

΄Ηδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 παρατηρείται στις ευρωπαϊκές χώρες ραγδαία αύξηση των προγραμμάτων εκπαίδευσης ενηλίκων , τα οποία έχουν και την υποστήριξη και χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Κόκκος, 1999).

Το 1996 κηρύχθηκε «Ευρωπαϊκό ΄Ετος Εκπαίδευσης και Διά Βίου Κατάρτισης» και κυκλοφόρησε το «Λευκό Βιβλίο: Διδασκαλία και Μάθηση προς την Κοινωνία της γνώσης». Σε αυτό αναφέρεται

«Η εκπαίδευση και η κατάρτιση, περισσότερο από ότι στο παρελθόν, θα αποτελέσουν τις κύριες συνιστώσες της ταυτότητας καθενός, της κοινωνικής προόδου και της προσωπικής ανάπτυξης… Το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ακτινοβολία της, θα προκύψουν σε πολύ μεγάλο βαθμό από την ικανότητά της να παρακολουθήσει την κίνηση προς την κοινωνία της γνώσης. Θα πρέπει να αποκτήσουμε τα μέσα για να αναπτυχθεί στο πλαίσιό της η διάθεση για διά βίου εκπαίδευση και κατάρτιση» (Commission Européenne, “Livre Blanc”, 1995, σ. 16-17).

Η αντίληψη που θεωρεί την εκπαίδευση ενηλίκων και γενικότερα τη δια βίου μάθηση ως μέσο για την ανάπτυξη όχι μόνο της οικονομίας αλλά και της κοινωνικής συνοχής φαίνεται ότι αρχίζει να διαδίδεται στην Ευρώπη.

Στην Ελλάδα οι πρώτες προσπάθειες για την εκπαίδευση ενηλίκων παρουσιάστηκαν στο τέλος του 19ου αιώνα. Η φιλελεύθερη κυβέρνηση ψήφισε το 1929 μία σειρά νόμων που απέβλεπε στη συνολική αντιμετώπιση των προβλημάτων της εκπαίδευσης, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέχθηκε και το πρόβλημα της υποεκπαίδευσης των ενηλίκων. Επρόκειτο για μια προσπάθεια αντιμετώπισης του αναλφαβητισμού κυρίως και έγινε κάτω από την πίεση των λαϊκών στρωμάτων με κύριο στόχο την ομαλή ένταξη των μεταναστών που είχαν έρθει στην Ελλάδα με τις μετακινήσεις πληθυσμών μετά τις αλλαγές των συνόρων στα Βαλκάνια και την αντιμετώπιση του κοινωνικού αποκλεισμού. Η προσπάθεια αυτή δεν απέδωσε, κυρίως γιατί η ίδρυση και λειτουργία των νυκτερινών σχολείων δεν ανταποκρινόταν στα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες των ενήλικων εκπαιδευομένων (Βεργίδης Δ., 1995).

Στις αρχές του 20ου αιώνα οι εργατικές ενώσεις οργανώνουν μαθήματα για τα μέλη τους. Κατά την εποχή του Μεσοπολέμου το 1943 ιδρύεται η Διεύθυνση Λαϊκής Επιμόρφωσης στο Υπουργείο Παιδείας. Στόχος της σύμφωνα με τον ιδρυτικό νόμο ήταν και πάλι η αντιμετώπιση του αναλφαβητισμού και η ομογενοποίηση των πληθυσμών , στην πράξη όμως η λαϊκή επιμόρφωση χρησιμοποιήθηκε σαν μηχανισμός προπαγάνδας για να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη επιρροή του ΕΑΜ.

Ο τρόπος με τον οποίο ήταν οργανωμένες όλες αυτές οι μορφές εκπαίδευσης ενηλίκων χαρακτηριζόταν από ένα αυστηρό συγκεντρωτισμό και μια εξίσου αυστηρή ιεραρχία. Τελικά η λαϊκή επιμόρφωση λειτούργησε σαν καταπιεστικός μηχανισμός τόσο προς την κατεύθυνση αυτών που ήταν «υπόχρεοι φοιτήσεως», όσο και προς τους δασκάλους, τους οποίους σχεδόν εξανάγκαζε να δουλεύουν χωρίς αμοιβή, μια και υπήρχε έλλειψη χρημάτων. Δημιούργησε ,έτσι , στους δημοκρατικούς πολίτες μια αρνητική στάση απέναντι στο θεσμό. (Βεργίδης Δ., 1995).

Την περίοδο αυτή όπως και πολύ αργότερα μέχρι περίπου το 1974 η εκπαίδευση ενηλίκων αναπτύχθηκε κυρίως στα πλαίσια της πολιτικο-ιδεολογικής στρατηγικής, ενώ τα χαρακτηριστικά, οι ανάγκες και οι αρχές μάθησης της εκπαίδευσης ενήλικων εκπαιδευομένων φαίνεται να είναι άγνωστα στην Ελλάδα. Η εγκατάλειψη αυτής της στρατηγικής ήρθε μετά την μεταπολίτευση με την πρόοδο του εκδημοκρατισμού και εκσυγχρονισμού της χώρας και την είσοδο στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (Καραλής, 2005).

Η ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση είχε σαν αποτέλεσμα να χρηματοδοτείται η χώρα μας από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο μέσω του Α΄ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης (1989-1993) γεγονός που προκάλεσε ριζικές αλλαγές ποιοτικές και ποσοτικές στην Εκπαίδευση Ενηλίκων. Οι προσπάθειες στράφηκαν προς την κατεύθυνση της απορρόφησης των κονδυλίων αυτών, από τους δημόσιους κυρίως φορείς εκπαίδευσης, τα αποτελέσματα όμως δεν ήταν τα αναμενόμενα.

Ενώ στη δεκαετία το 80 το μεγαλύτερο μέρος των προγραμμάτων προσφέρονταν από τον δημόσιο τομέα, η κατάσταση άλλαξε δραστικά τη δεκαετία του 90, όταν ιδιωτικά (στην πλειονότητά τους) κέντρα επαγγελματικής κατάρτισης άρχισαν να προσλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης της Ε.Ε. με στόχο κυρίως την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού που προέρχεται από την ανεργία. Η έμφαση ήταν πια στη συνεχιζόμενη επαγγελματική κατάρτιση, με παράλληλη αποδυνάμωση της γενικής εκπαίδευσης ενηλίκων (Πρόκου, 2007).

Σήμερα η επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο. Η νομοθεσία για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (2013) στοχεύει στην προώθηση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και την ενίσχυση της μάθησης στο χώρο της εργασίας. Το σχέδιο δράσης για την ενίσχυση της απασχόλησης έχει σαν στόχο να συνδέσει στενότερα την εκπαίδευση με την εργασία, να αναβαθμίσει την επαγγελματική κατάρτιση, να ενισχύσει τη μαθητεία και να διευρύνει τις δυνατότητες επαγγελματικού προσανατολισμού για τους νέους (CEDEFOP, 2014). Τα Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης υπάγονται στο πεδίο της μη τυπικής επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης. Την εποπτεία των δημόσιων και ιδιωτικών ΙΕΚ έχει η Γενική Γραμματεία Δια Βίου Μάθησης (ΓΓΔΒΜ) που ανήκει στο Υπουργείο Παιδείας. Σύμφωνα με το νέο νόμο, οι ειδικότητες, η οργάνωση των τμημάτων των δημόσιων φορέων επαγγελματικής κατάρτισης καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Παιδείας σύμφωνα με τις ανάγκες της εθνικής και τοπικής οικονομίας και τις προτάσεις των περιφερειών, αρμόδιων υπουργείων και κοινωνικών εταίρων. Τα προγράμματα σπουδών της αρχικής επαγγελματικής κατάρτισης διαμορφώνονται και εποπτεύονται ως προς την εφαρμογή τους από την ΓΓΔΒΜ και πιστοποιούνται από τον ΕΟΠΠΕΠ.

Το δημόσιο ΙΕΚ Αποκορώνου
Το Δημόσιο Ινστιτούτο Επαγγελματικής Κατάρτισης Αποκορώνου ξεκίνησε τη λειτουργία του το 2015 με αντικείμενα φοίτησης που αφορούν τον πρωτογενή και τριτογενή τομέα που ανθίζει στην περιοχή.

Λειτουργούν έξη τμήματα σε τέσσερις ειδικότητες, τα ακόλουθα: Στέλεχος Διοίκησης και Οικονομίας στον Τομέα του Τουρισμού, Τεχνικός Μαγειρικής Τέχνης-Αρχιμάγειρας (Chef), Tεχνικός Γαλακτοκομίας-Τυροκομίας, Τεχνικός Αισθητικής Τέχνης και Μακιγιάζ.

3.1 Μεθοδολογία και δείγμα

Για την διερεύνηση των απόψεων των εκπαιδευομένων του Δημόσιου ΙΕΚ Αποκορώνου επελέγη η ποσοτική προσέγγιση. Η έρευνα αυτή πραγματοποιήθηκε τον Μάιο 2016 σε 71 εκπαιδευομένους του Δημόσιου ΙΕΚ Αποκορώνου. Από αυτούς 35 ήταν άνδρες και 36 γυναίκες. Η συλλογή δεδομένων έγινε με έντυπο ανώνυμο δομημένο ερωτηματολόγιο που αποτελούνται από 18 ερωτήσεις κλειστού τύπου.

Τα ερευνητικά ερωτήματα ήταν:

α. Σε ποιο ποσοστό οι εκπαιδευόμενοι του Δημόσιου ΙΕΚ Αποκορώνου είναι εργαζόμενοι.

β. Ποιες είναι οι προσδοκίες τους, μετά την αποφοίτηση τους, σε σχέση με την επαγγελματική τους αποκατάσταση.

γ. Σε ποιο βαθμό θεωρούν οι εκπαιδευόμενοι ότι αποκτούν δεξιότητες/ικανότητες φοιτώντας στο ΙΕΚ.

3.2 Αποτελέσματα

Σε πολύ μεγάλο βαθμό, ποσοστό 46,48% οι εκπαιδευόμενοι θεωρούν ότι ο τίτλος σπουδών που θα αποκτήσουν θα τους βοηθήσει να βρουν δουλειά, σε μεγάλο ποσοστό, 40,85% θεωρούν ότι η φοίτησή τους στο ΙΕΚ θα τους εξασφαλίσει περισσότερες γνώσεις πάνω στο αντικείμενο της εργασίας τους, ένα ποσοστό 5,6% δήλωσε ότι θα βρεί εύκολα εργασία μετά την αποφοίτηση από το ΙΕΚ και ένα ποσοστό 7,04% δήλωσε ότι φοιτά στο ΙΕΚ για άλλους λόγους. Οι εκπαιδευόμενοι από όλα τα τμήματα, σε πολύ μεγάλα ποσοστά, Τεχνικός Αισθητικής Τέχνης και Μακιγιάζ 94,20%, Τεχνικός Γαλακτοκομίας-Τυροκομίας 89,40%, Στέλεχος Διοίκησης και Οικονομίας στον Τομέα του Τουρισμού 83,40% και Τεχνικός Μαγειρικής Τέχνης-Αρχιμάγειρας 80,80% θεωρούν ότι αναπτύσσονται οι επαγγελματικές τους δεξιότητες μέσα από την φοίτηση τους στο ΙΕΚ.

3.3 Συζήτηση αποτελεσμάτων – Συμπεράσματα

Τα Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης αναμφισβήτητα, παρέχουν σημαντικές υπηρεσίες αρχικής επαγγελματικής κατάρτισης σε αποφοίτους Γυμνασίου και Λυκείου.

Ο υψηλός βαθμός ικανοποίησης που καταγράφηκε στην παρούσα εργασία επιβεβαιώνει την συνεισφορά της δομής στην ενίσχυση των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων των εκπαιδευομένων και στην απόκτηση εκ μέρους τους επαγγελματικών και κοινωνικών δεξιοτήτων τα οποία θα τους βοηθήσουν να διεκδικήσουν ή να διατηρήσουν θέσεις εργασίες στους τομείς του τουρισμού, της πρωτογενούς παραγωγής και της παροχής υπηρεσιών.

Βιβλιογραφία

Αναστασίου, Σ. (2016), Σημειώσεις με τίτλο «Ανθρώπινο και Κοινωνικό Κεφάλαιο στην υπηρεσία της οικονομικής και όχι μόνο ανάπτυξης» του εκπαιδευτικού προγράμματος του Πανεπιστημίου Αιγαίου.

Βεργίδης, Δ., (1999), «Υποεκπαίδευση: Κοινωνικές, Πολιτικές και Πολιτισμικές Διαστάσεις», Ύψιλον: Αθήνα

Καραλής, Θ. (2005)., «Αξιολόγηση προγραμμάτων εκπαίδευσης ενηλίκων». Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο

Κόκκος, Α., (1999), «Εκπαίδευση ενηλίκων: Το πεδίο, οι αρχές μάθησης, οι συντελεστές», τόμος Α΄, ΕΑΠ, Πάτρα.

Κόκκος, Α., (2005), «Εκπαίδευση Ενηλίκων: Ανιχνεύοντας το πεδίο», Αθήνα: Μεταίχμιο

Commission Européenne, “Livre Blanc”, 1995

CEDEFOP, (2007), «Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση στην Ελλάδα», Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης

ΟΟΣΑ, (2007), Πώς η γνώση καθορίζει τη ζωή μας.

Πρόκου, Ε., (2007), Η «κυβερνητική στρατηγική» για τη δια βίου εκπαίδευση στην Ευρώπη και την Ελλάδα, Πάντειο Πανεπιστήμιο