Σπάζοντας τη σιωπή: Η χρήση του προβολικού σχεδίου στην ανίχνευση της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης

ISSN:1792-2674

Μιχαήλ Μαρία, εκπαιδευτικός (Msc)

Περίληψη

Η παιδική σεξουαλική κακοποίηση είναι η κακοποίηση της εμπιστοσύνης, της δύναμης και της εξουσίας των ενηλίκων, η οποία μπορεί να επιφέρει σοβαρές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία των θυμάτων στην ενήλικη ζωή. Η εμφάνιση των ψυχαναλυτικών εννοιών της “προβολής” και του “ασυνειδήτου” οδήγησε στη δημιουργία προβολικών σχεδιαστικών μέσων για την ανίχνευση της απόρρητης σεξουαλικής κακοποίησης. Βασικός στόχος του παρόντος άρθρου είναι να διερευνήσει και στη συνέχεια να περιγράψει αφενός τον τρόπο που το παιδικό σχέδιο αξιοποιήθηκε από τους ερευνητές και θεραπευτές για την ανίχνευση της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης, αφετέρου να παρουσιάσει τις αδυναμίες και τις ανησυχίες από την εφαρμογή τους. Κατά τη διαδικασία αυτή, το επίκεντρο του ενδιαφέροντος αποτέλεσαν το Προβολικό Σχέδιο της Ανθρώπινης Φιγούρας (Human Figure Drawing) και το Κινητικό Σχέδιο της Οικογένειας (Kinetic Family).

Λέξεις κλειδιά: σεξουαλική κακοποίηση, προβολικό σχέδιο, σχέδιο της ανθρώπινης φιγούρας, σχέδιο της οικογένειας, γραφικοί δείκτες

Summary

Child sexual abuse is an abuse of trust, power and adult’s authority that may cause serious short-term and long-term problems the mental health of the victims in adulthood. The occurrence of psychoanalytic concepts like “projection” and the “unconscious” resulted in the creation of instruments projection for the detecting child sexual abuse. The main purpose of this article is to investigate and then to describe from one hand the way which the child drawing utilized by researchers and practitioners for the detecting child sexual abuse the other hand to present the weaknesses and concerns of their implementation. During this process, τhe focus of interest was the Human Figure Drawing and the Kinetic Family Drawing.

Key words: sexual abuse, projective drawing, family drawing, human figure drawing, graphic indicators

Εισαγωγή

Το ενδιαφέρον για τη συμβολή της τέχνης ως μέσο για τη συναισθηματική έκφραση και την αποτύπωση της προσωπικότητας του δημιουργού, αρχίζει να κερδίζει όλο και μεγαλύτερο έδαφος στην Ευρώπη στο τέλος του 19ου αιώνα, όταν πολλοί ειδικοί από το χώρο της ψυχιατρικής στηρίζουν την άποψη ότι η εικαστική έκφραση των ψυχικά νοσούντων ατόμων μπορεί να βοηθήσει στη διάγνωση της ψυχοπαθολογίας τους (Bristow,1993, Malchiodi, 2009). Η άποψη αυτή αρχίζει να εδραιώνεται όλο και περισσότερο με την εμφάνιση των ψυχαναλυτικών εννοιών και σταδιακά αποκτάται η επίγνωση ότι τα σύμβολα είναι μια γλώσσα του ασυνειδήτου (Bristow 1993, σ. 20).

Παράλληλα, οι πρώτοι θεραπευτές οι οποίοι χρησιμοποίησαν τις ζωγραφιές των παιδιών για την ανίχνευση της σεξουαλικής κακοποίησης, επικέντρωσαν τις ερμηνείες τους σε βασικές πτυχές της ψυχαναλυτικής θεωρίας, καθώς η εκπαίδευσή τους στηριζόταν εκτενώς σε αυτήν (Hagood, 1998). Οι Miller, Veltkamp και Janson (1987, όπ. αναφ. στο Austin, 2006) αναφέρουν ότι τα αισθήματα ενοχής ή ντροπής έχουν ως αποτέλεσμα την απροθυμία των θυμάτων να μιλήσουν ανοιχτά για τη σεξουαλική κακοποίηση. Το γεγονός αυτό εντείνεται όταν ο δράστης είναι μέλος της οικογένειας ή κάποιος σημαντικός άλλος. Επιπλέον, η ανίχνευση της σεξουαλικής κακοποίησης στα μικρά παιδιά επιβαρύνεται από την ανώριμη λεκτική έκφραση ή την έλλειψη σεξουαλικής γνώσης και λεξιλογίου για να εξηγήσουν τι συνέβη σε αυτά.

Σεξουαλική κακοποίηση – Αποσαφήνιση του ορισμού

Σύμφωνα με το Εθνικό Κέντρο Πόρων για τη Σεξουαλική Βία στην Αμερική (NSVRC, 2011), ένα πρόσωπο καταχράται σεξουαλικά ένα παιδί όταν αυτός/ή εκθέτει το παιδί σε σεξουαλική δραστηριότητα ή συμπεριφορά. Τέτοιες θεωρούνται η θωπεία των σεξουαλικών περιοχών του σώματος, ο αυνανισμός, η σεξουαλική επαφή ή η απόπειρα αυτής (στοματική, κολπική, πρωκτική), η διείσδυση αντικειμένων στις προαναφερθείσες περιοχές. Ένα στα τρία κορίτσια και ένα στα επτά αγόρια θα κακοποιηθούν σεξουαλικά κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας. Πολλά από αυτά τα παιδιά δεν θα πουν ποτέ τι συνέβη, πολύ συχνά ως αποτέλεσμα φόβου ή απειλής από το δράστη (NSVRC, 2011, Παπαστεφανάκης & Φλουρή, 2008).

Οι Douglas και Finkelhor (2005) στην προσπάθεια τους να ερευνήσουν τον αριθμό των παιδιών που είναι θύματα σεξουαλικής κακοποίησης επισημαίνουν ορισμένα ζητήματα που καθιστούν δύσκολο να καθοριστεί με ακρίβεια ο αριθμός των θυμάτων. Τα προβλήματα αυτά εστιάζονται στις ακόλουθες συνιστώσες:

Στον ορισμό της κακοποίησης. Αυτό μπορεί να επηρεάσει πολλούς διαφορετικούς τομείς, όπως τον τρόπο που τον αντιλαμβάνεται ο κόσμος, τις αντιδράσεις τους απέναντι στα εμπλεκόμενα άτομα, τα είδη σεξουαλικών συμπεριφορών που καταγγέλλονται στην αστυνομία, στον προσδιορισμό της έκτασης του φαινομένου, στην επίδραση και τις αποφάσεις της κοινωνίας που διανέμουν τους πόρους για τη θεραπεία, πρόληψη και έρευνα (Katz & Watkins, 1998, όπ. αναφ. στο Παπαστεφανάκης & Φλουρή, 2008).
Πολλοί αριθμοί αναφέρονται σε περιόδους που εκτείνονται στην περίοδο ενός έτους, στη διάρκεια της παιδικής ηλικίας ή σε κάποια στιγμή της ζωής του ατόμου.
Μερικές περιπτώσεις δεν θα αναφερθούν ποτέ σε επίσημους φορείς
Καθώς μάλιστα η σεξουαλική κακοποίηση παραμένει απόρρητη, πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι η καλύτερη εικόνα για την έκταση του φαινομένου μπορεί να ληφθεί από ενήλικες που ήταν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας. Στην Ελλάδα τα στοιχεία που βλέπουν το φως της δημοσιότητας είναι ελάχιστα σε σχέση με τις πραγματικές διαστάσεις του φαινομένου, καθώς δεν έχει συσταθεί ένα σύστημα καταγραφής του προβλήματος. Ωστόσο, οι Douglas και Finkelhor (2005) αναφέρουν ορισμένες εκτιμήσεις αναφορικά με τον αριθμό των παιδιών που είναι θύματα σεξουαλικής κακοποίησης στην Αμερική:
Σύμφωνα με την Αμερικανική Κυβερνητική Πηγή για την Υγεία, τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης το 2003 ανέρχονται σε 78.188 παιδιά, ποσοστό 1,2% ανά 1000 παιδιά.
Το 2001, η Εθνική Έρευνα για τα Θύματα Εγκληματικών Πράξεων, υπολογίζει 1,9% ανά 1000 παιδιά ηλικίας 12-17 ετών έχουν δεχτεί σεξουαλική επίθεση.
Οι Εθνικές Έρευνες των ενηλίκων διαπιστώνουν ένα ποσοστό 9-28% των γυναικών που βίωσαν κάποιο είδος σεξουαλικής κακοποίησης ή κακοποιήθηκαν στην παιδική τους ηλικία
Οι επιπτώσεις της σεξουαλικής κακοποίησης

Η παιδική σεξουαλική κακοποίηση είναι η κακοποίηση της εμπιστοσύνης, της δύναμης και της εξουσίας των ενηλίκων, η οποία μπορεί να επιφέρει μια σειρά από μικρής ή μεγαλύτερης διάρκειας επιπτώσεις στη νοητική, συναισθηματική και κοινωνική λειτουργικότητα του παιδιού. Πολλές μάλιστα από αυτές μπορεί να επηρεάσουν καταλυτικά την ψυχική υγεία των θυμάτων στην ενήλικη ζωή (Παπαστεφανάκη & Φλουρή, 2008, Wyatt & Newcomb, 1990). Πολλοί ερευνητές επισημαίνουν ότι οι συνέπειες για το παιδί που έχει κακοποιηθεί σεξουαλικά εξαρτάται από τους παρακάτω παράγοντες (Lownstein 2011, σ. 295):

Ο εξαναγκασμός του παιδιού από την επιβολή δύναμης του ενηλίκου
Εάν η σεξουαλική επαφή έχει πραγματοποιηθεί κολπικά ή πρωκτικά
Από το πρόσωπο που έχει πραγματοποιήσει την κακοποίηση
Tην έκταση και τη συχνότητα της κακοποίησης
Τα πιο συνήθη συμπτώματα που έχουν επισημανθεί αποτελούν διάφορες εκδηλώσεις προβληματικής συμπεριφοράς, όπως χαμηλή αυτοεκτίμηση, αδυναμία του παιδιού να χαρεί τη ζωή, απουσία συναισθήματος, παράπονα για σωματικές ενοχλήσεις, φόβος για επανάληψη της κακοποίησης, άγχος, επαναλαμβανόμενοι εφιάλτες, πτώση της γνωστικής επίδοσης και ψυχική αποσύνδεση. Η σεξουαλική κακοποίηση των εφήβων εμπερικλείει πολλούς κινδύνους, αν σε όλα τα παραπάνω προσθέσουμε την κατάχρηση ουσιών, εγκληματικότητα, πορνεία, αυτοκτονικό ιδεασμό και αυτοτραυματισμούς (Austin, 2006, Bristow,1993, Hagood, 1998, Lownstein, 2011). Επιπλέον, στην ενήλικη ζωή τα θύματα σεξουαλικής και σωματικής παιδικής κακοποίησης ενδέχεται να παρουσιάσουν περισσότερα προβλήματα στις διαπροσωπικές σχέσεις, δυσαρέσκεια για το σώμα, ως ένα ενδιάμεσο παράγοντα για την εμφάνιση διατροφικών διαταραχών (Παπαστεφανάκης & Φλουρή, 2008).

Η εμφάνιση των προβολικών τεστ

Η θεωρία που αξιοποιήθηκε για τη χρήση και ερμηνεία του παιδικού σχεδίου σε σωματικά ή σεξουαλικά κακοποιημένα παιδιά έγκειται στην εμφάνιση των ψυχαναλυτικών εννοιών του «ασυνειδήτου» και της «προβολής» από το Freud, ο οποίος αξιοποίησε την τέχνη ως μια καινοτομία για την κατανόηση της προσωπικότητας των ασθενών του. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, πολλές πλευρές της προσωπικότητας του ατόμου δεν μπορούν να αξιολογηθούν με μέσα που απευθύνονται στις συνειδητές γνώσεις του. Για την επίτευξη του παραπάνω στόχου θεωρείται απαραίτητο η παράκαμψη των μηχανισμών άμυνας και των αντιστάσεων του ατόμου. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω της συμβολικής δημιουργίας, καθώς το άτομο εκφράζει ασυνείδητες και συνειδητές επιθυμίες, φαντασιώσεις, προβληματισμούς και γενικά προβάλλει τον εσωτερικό του κόσμο. Έτσι οι ψυχολογικές διαδικασίες στις προβολικές δοκιμασίες είναι παρόμοιες με τη διαδικασία του καλλιτέχνη όταν προσπαθεί να συλλάβει μια εσωτερική εμπειρία ή εικόνα και να τις δώσει μια θέση στον εξωτερικό κόσμο ( Bristow, 1993, σ. 20, Hagood, 1998).

Αναλυτικότερα, βασισμένος στην εμπειρία του από τη θεραπεία ασθενών με συμπτώματα νεύρωσης, ο Freud ανέπτυξε «τη Θεωρία της Αποπλάνησης» σύμφωνα με την οποία οι ενήλικες μπορεί να αποπλανήσουν παιδιά μέσα από μια ποικιλία σεξουαλικών δραστηριοτήτων. Η θεωρία αυτή μετεξελίχθηκε αργότερα ως «Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα» και «Σύμπλεγμα της Ηλέκτρας», σύμφωνα με το οποίο τα παιδιά φέρονται να έχουν σεξουαλικές φαντασιώσεις σχετικά με τους γονείς του αντίθετου φύλου ως μία πορεία κανονικής ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης (Hagood, 1998).

Η αλλαγή κατεύθυνσης της ψυχαναλυτικής σκέψης είχε ως αποτέλεσμα οι θεραπευτές και άλλοι κλινικοί που χρησιμοποίησαν την τέχνη στη θεραπευτική διαδικασία με παιδιά, να ερμηνεύσουν τις ζωγραφιές τους ως σεξουαλικές ενορμήσεις και ασυνείδητες φαντασιώσεις για τους γονείς του αντίθετου φύλου. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, εάν ένα παιδί σχεδίαζε στις ζωγραφιές του γεννητικά όργανα, τα στοιχεία αυτά δεν αποτελούσαν υπόνοια σεξουαλικής κακοποίησης. Κατά τον ίδιο τρόπο, εάν ένας ενήλικας επιζών της σεξουαλικής κακοποίησης μετέφερε τις εμπειρίες του σε έναν ψυχαναλυτή, αυτές θεωρούνταν φαντασιώσεις (Austin, 2006, Hagood, 1998). Επιπλέον, η παρουσίαση από τον Freud της θεωρίας για την ερμηνεία των ονείρων οδήγησε αρκετούς κλινικούς να ερμηνεύουν τη δουλειά τους με την τέχνη υπέρ της σεξουαλικής κακοποίησης όταν τα παιδιά ζωγράφιζαν αντικείμενα τα οποία σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Freud αποτελούσαν σύμβολα γεννητικών οργάνων (Hagood, 1998).

Οι ιδέες του Freud επεκτάθηκαν από τον Jung, ο οποίος χρησιμοποίησε την τέχνη ως το επίκεντρο της θεωρίας του για την προσωπικότητα και το ασυνείδητο. Ο Jung υιοθέτησε στη θεωρία του την έννοια της «υπερβατικής λειτουργίας» (transcendent function) σύμφωνα με την οποία ασυνείδητο υλικό προβάλλεται μέσω της τέχνης και ολοκληρώνεται με συνείδηση. H θεωρία του Jung επηρέασε την ερμηνεία των παιδικών σχεδίων για τη σεξουαλική κακοποίηση και αποτέλεσε το θεμέλιο για την επαγγελματική ανάπτυξη των θεραπευτών που αξιοποίησαν στη δουλειά τους την τέχνη. Το ενδιαφέρον αυτό επεκτείνεται από την ανάπτυξη της ψυχολογίας του παιδιού και ως εκ τούτου αρχίζει να διερευνάται ένας πιο ολοκληρωμένος τρόπος κατανόησης της ζωγραφικής των παιδιών (DeGraw, 2002, σ. 30, Hagood, 1998, σ. 26).

Κριτική: εγκυρότητα και αξιοπιστία

Η ανάγκη της αξιολόγησης ενός εργαλείου το οποίο θα είναι μη παρεμβατικό και καθοδηγητικό, αναπτυξιακά κατάλληλο και ικανό να παρακάμπτει το μηχανισμό άμυνας των κακοποιημένων παιδιών, είχε προκαλέσει ένα κύμα ενδιαφέροντος για τη χρήση των προβολικών τεχνικών σε αυτόν τον πληθυσμό (Bristow, 1998). Οι έρευνες επικέντρωσαν το ενδιαφέρον τους στη χρήση των σχεδίων σε:

Σωματικά κακοποιημένα παιδιά
Σεξουαλικά κακοποιημένα
Μη κακοποιημένα
με στόχο

να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα των προβολικών σχεδιαστικών τεστ σε σχέση με άλλες προβολικές τεχνικές οι οποίες χρειάζονται και λεκτική ικανότητα
να εντοπιστούν γραφικοί δείκτες αναγνώρισης στα σχέδια των σεξουαλικά κακοποιημένων παιδιών
να γίνει διάκριση ανάμεσα στα παιδιά που έχουν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση και σε αυτά που δεν έχουν υποστεί
Έρευνες που πραγματοποιήθηκαν λίγο πριν και μετά τη δεκαετία του 1980 ( Main & George,1979, Kinard, 1980, Straker & Jacobson 1981, όπ. αναφ. στο Bristow, 1998) χρησιμοποίησαν μια ποικιλία από προβολικά εργαλεία σε κακοποιημένα παιδιά, όπως το «Τεστ Συναισθηματικής Ανάπτυξης» (Test of Emotional Development) και το «Παιδικό Τεστ Συναίσθησης» (Children’s Apperception Test). Οι έρευνες αυτές έδειξαν ότι τα κακοποιημένα παιδιά είχαν χαμηλή ενσυναίσθηση, δυσκολία στη λεκτική επικοινωνία και αυξημένη ικανότητα διάσπασης.

Προς την ίδια κατεύθυνση κινήθηκε η έρευνα των Stovall και Graig (1990, όπ. αναφ. στο Bristow, 1998, σ. 29) με στόχο να αξιολογήσουν την αντίληψη και τις αντικειμενικές σχέσεις σεξουαλικά κακοποιημένων κοριτσιών, σωματικά κακοποιημένων και μη κακοποιημένων, χρησιμοποιώντας το «Τεστ Θεματικής Αντίληψης» (Thematic Apperception Test). Τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής οδήγησαν στην υποστήριξη της ιδέας ότι τα κακοποιημένα παιδιά βιώνουν δυσκολίες στις διαπροσωπικές σχέσεις σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου.

Οι έρευνες που πραγματοποιήθηκαν για να εντοπιστούν γραφικοί δείκτες σεξουαλικής κακοποίησης [1] σε σωματικά κακοποιημένα παιδιά, σεξουαλικά κακοποιημένα και μη κακοποιημένα και διαφορές ανάμεσα στις πειραματικές ομάδες και τις ομάδες ελέγχου (Howe, Burgess & McCormack, 1987, Manning 1987, Cohen & Phelps, 1985, Cohen & Phelps, 1985, όπ. αναφ. στο Bristow, 1998), δεν κατάφεραν να δώσουν σαφή αποτελέσματα για τη σεξουαλική κακοποίηση με βάση τους γραφικούς δείκτες των σχεδίων που χρησιμοποιήθηκαν στις έρευνες. Τα προβλήματα αυτά θα μπορούσαν να συνοψιστούν στα άνισα και μικρά δείγματα των ομάδων, στην αξιολόγηση μίας μόνο διάστασης του προβλήματος, τη χρήση μίας μόνο προβολικής μεθόδου και αδυναμίες ελέγχου.

Ο Trowbridge (1995, όπ. αναφ. στο Austin, 2006, σ. 12), σε μια επανεξέταση των ερευνών για τους γραφικούς δείκτες σεξουαλικής κακοποίησης στα παιδικά σχέδια επισημαίνει την έλλειψη επαρκούς εγκυρότητας από τις εμπειρικές έρευνες. Αναφορικά με τους γραφικούς δείκτες της ανθρώπινης φιγούρας ο Trowbridge υποστηρίζει ότι η παρουσία στο σχέδιο δύο ή τριών δεικτών δικαιολογούν την περαιτέρω έρευνα για τη συναισθηματική κατάσταση του παιδιού.

Τέλος οι Garb, Wood & Nezworski (2007) ασκούν σκληρή κριτική στα ευρήματα της μετα-ανάλυσης του West. Σε σχετικό άρθρο του το 1998 ο West, συμπεραίνει ότι, οι προβολικές τεχνικές έχουν την ικανότητα να κάνουν διάκριση μεταξύ των παιδιών που έχουν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση και εκείνα που δεν είναι κακοποιημένα. Τα δεδομένα αυτά ωστόσο αποδεικνύονται εσφαλμένα καθώς ο West πραγματοποίησε επιλεκτική αναφορά των αποτελεσμάτων, και ακατάλληλη χρήση των κανόνων της έρευνας.

Η θέσπιση της αξιοπιστίας και της εγκυρότητας των σχεδίων αποτελεί ένα πολύπλοκο έργο και περιπλέκεται γενικότερα από τη φύση των σχεδίων. Τα σχέδια είναι ιδιαίτερα μεταβλητά από άτομο σε άτομο και επηρεάζονται από πολλούς παράγοντες. Μερικοί παράγοντες τους οποίους πρέπει να ληφθούν υπόψη από τους ερευνητές αποτελούν: το φύλο, η πολιτισμική μεταβλητότητα, η κοινωνική επιρροή, οι αναπτυξιακές πτυχές και η ιδιοσυγκρασία του ατόμου (De Graw, 2002, σ. 36).

Το προβολικό σχέδιο της «ανθρώπινης φιγούρας»

Το 1926, η Goodenough, στην διαδικασία επινόησης μιας κλίμακας νοημοσύνης αρθρώνει ένα διαφορετικό λόγο για τα σχέδια των παιδιών. Η Goodenough υποστήριξε ότι ορισμένες πτυχές της σχεδιαστικής εκτέλεσης απεικονίζουν και πτυχές της προσωπικότητας του παιδιού. Με βάση την παραπάνω άποψη, ανέπτυξε το τεστ «Ζωγράφισε έναν άνθρωπο» (Draw-Α-Μan/DAM,) για χρήση σε παιδιά ηλικίας 4-10 ετών. Για την αξιολόγηση του τεστ χρησιμοποίησε ένα σύστημα βαθμολόγησης στοιχείων (Goodenough scoring system), τα οποία συχνά εμφανίζονται στη ζωγραφική των παιδιών. Τα στοιχεία αυτά αφορούν τον αριθμό των λεπτομερειών του σχεδίου, τις σωστές αναλογίες των μελών του σώματος και τον κινητικό συντονισμό (DeGraw, 2002, σ. 30, Hagood, 1998, Malchiodi, 2009).

Η δουλειά της Goodenough επεκτάθηκε στη συνέχεια από άλλους ερευνητές, οι οποίοι προσπάθησαν να οριοθετήσουν την κλίμακα βαθμολόγησης στοιχείων των σχεδίων. Η προβολική τεχνική «Ζωγράφισε ένα πρόσωπο» (Draw -Α- Person/ DAP) που αναπτύχθηκε το 1963 από τον Harris και το «Σχέδιο της ανθρώπινης φιγούρας» (Human Figure Drawing/ HTP) που αναπτύχθηκε το 1968 από την Κoppitz, αποτελούν προβολικά εργαλεία που αξιοποιήθηκαν ευρέως από τους κλινικούς.

Γραφικοί δείκτες σεξουαλικής κακοποίησης στα προβολικά τεστ της ανθρώπινης φιγούρας

Ένας από τους πιο ισχυρούς δείκτες σεξουαλικής κακοποίησης στα έργα των παιδιών αποτελεί η παρουσία έντονα σεξουαλικών θεμάτων. Πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι η απεικόνιση γεννητικών οργάνων ή «απόκρυφων» σημείων του σώματος αποτελεί πιθανό δείκτη σεξουαλικής κακοποίησης . Ένα άλλο χαρακτηριστικό που παρουσιάζεται σταθερά στα σχέδια των σεξουαλικά κακοποιημένων παιδιών είναι οι ατελείς ανθρώπινες μορφές. Όταν κληθούν να ζωγραφίσουν έναν άνθρωπο, αλλά και όταν ζωγραφίζουν αυθόρμητα, τα σεξουαλικά κακοποιημένα παιδιά μπορούν να σχεδιάσουν μόνο το κεφάλι ή το επάνω μέρος του σώματος. (Brooke, 1997, DeGraw, 2002, Malchiodi, 2009) .

Μ1

Εικόνα 1: Πηγή Austin, 2006

Τα σεξουαλικά υπονοούμενα στα σχέδια των κακοποιημένων παιδιών δηλώνονται και διαφορετικά, πέρα από την απεικόνιση γεννητικών οργάνων ή γυμνών ανθρώπων. Έτσι τα παιδιά ενδέχεται να ζωγραφίσουν ανθρώπινες μορφές δίνοντας έμφαση σε ένα αισθησιακό φουστάνι, σε μια υπερβολική μεγάλη γλώσσα, στο έντονο μακιγιάζ ή σε άλλα χαρακτηριστικά που δίνουν σαγηνευτικό ύφος στη μορφή. Ωστόσο, τα παραπάνω σεξουαλικά υπονοούμενα στα έργα των παιδιών δεν υποδηλώνουν κατ’ ανάγκη σεξουαλική κακοποίηση καθώς ενδέχεται να έχουν επηρεαστεί και από άλλους παράγοντες όπως ο θηλασμός της μητέρας, μία πρόσφατη εγχείρηση, τραυματισμός κάποιου σημείου του σώματος και η επίδραση των Μ.Μ.Ε (Brooke, 1997, Malchiodi, 2009, σ. 193-202, DeGraw, 2002).

Μ2

Εικόνα 2: Πηγή Austin, 2006

Τα σχέδια των σεξουαλικά κακοποιημένων παιδιών είναι επίσης δυνατόν να εμφανίζουν κάποιο βαθμό αποδιοργάνωσης των μελών του σώματος. Οι ανθρώπινες μορφές είναι καθυστερημένες από αναπτυξιακή άποψη, με αδέξιες συναρθρώσεις και αμφίσημα χαρακτηριστικά και ως εκ τούτου είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς τι ακριβώς παριστάνουν (DeGraw, 2002, Malchiodi, 2009, σσ. 193-202). Επιπλέον, πιθανό χαρακτηριστικό στα σχέδια των παιδιών μπορεί να αποτελέσει η δημιουργία σχεδίων που αντιστοιχούν σε άλλα αναπτυξιακά στάδια (σχεδιαστική παλινδρόμηση).

Αυτό μπορεί να εκφραστεί στο σχέδιό τους με γραμμές, σημάδια από τελείες, μπερδεύοντας και αναμειγνύοντας χρώματα και δίνοντας επαναληπτικά δυνατά χτυπήματα στον πηλό (Malchiodi, 2009).

Το προβολικό σχέδιο της οικογένειας

Οι ζωγραφιές της οικογένειας αποτέλεσαν μία άλλη προβολική δοκιμασία, η οποία παρέχει τη δυνατότητα κατανόησης της δυναμικής της οικογένειας και της αλληλεπίδρασης των μελών που ενυπάρχουν σε αυτήν. Η τεχνική «Σπίτι- Δέντρο- Πρόσωπο» που αναπτύχθηκε από τον Buck (1978) αποτελεί μία προσπάθεια σύνδεσης στοιχείων που σχετίζονται με το οικογενειακό περιβάλλον. Ειδικότερα, το σπίτι θεωρείται ότι συμβολίζει το περιβάλλον του σπιτιού και των σχέσεων ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας. Το δέντρο αποκαλύπτει βαθύτερα και πιο ασυνείδητα αισθήματα για τον/την δημιουργό του σχεδίου, ενώ ο σχεδιασμός της ανθρώπινης φιγούρας αντανακλά την εικόνα του σώματος, την αυτοεικόνα, γνωστικές και συναισθηματικές λειτουργίες (Bristow 1993, σ. 22).

Το προβολικό τεστ που γνώρισε ραγδαία δημοσιότητα και αξιοποιήθηκε στη διάγνωση και τη θεραπεία είναι το «Kinetic Family Drawing- KFD» (Κινητικό σχέδιο της Οικογένειας) το οποίο αποτελεί επεξεργασία του «Draw-A-Family Technique» (Ζωγράφισε την οικογένειά σου) . Κατά τη διάρκεια αυτής της δοκιμασίας ζητείται από τα παιδιά να ζωγραφίσουν όλα τα μέλη της οικογένειας καθώς και τον εαυτό τους την ώρα που κάνουν κάποιο είδος δραστηριότητας. Η οδηγία «να κάνουν κάτι» τονίζεται για να ενθαρρύνει τα παιδιά να ζωγραφίσουν εικόνες που μαρτυρούν δράση ανάμεσα στα πρόσωπα. Οι ερευνητές υποστήριξαν ότι η μετακίνηση από την παραδοσιακή μέθοδο σχεδιασμού της οικογένειας θα κινητοποιούσε όχι μόνο τα συναισθήματα του παιδιού για τον εαυτό του, αλλά και τα συναισθήματα στο διαπροσωπικό τομέα (Bristow, 1993, DeGraw, 2002).

Γραφικοί δείκτες σεξουαλικής κακοποίησης στο προβολικό σχέδιο της οικογένειας

Το Κινητικό Σχέδιο της Οικογένειας (K-F-D) αξιολογήθηκε από την εξέταση του ύφους και της οργάνωσης του σχεδίου, το περιεχόμενο, τα φυσικά χαρακτηριστικά των προσώπων που απεικονίζονται στο σχέδιο και την απόσταση ανάμεσα στις φιγούρες (Brook, 1997, DeGraw 2002, σ. 60). O Burns (1982) τόνισε τη σπουδαιότητα της αξιολόγησης του προσωπικού στυλ κατά τη χρήση του K-F-D και υπογράμμισε τα ακόλουθα στοιχεία τα οποία παρουσίασε ως δείκτες της παθολογίας της οικογένειας που παρουσιάζονται σε ποικίλες περιπτώσεις: η κατάτμηση του σχεδίου, εγκλωβισμός, αναδίπλωση του χαρτιού και η τοποθέτηση των στοιχείων εντός του διπλωμένου πλαισίου, η αντιστροφή των ρόλων (τα κορίτσια ζωγραφίζουν τον εαυτό τους σε μεγαλύτερο μέγεθος από τη μητέρα τους). Επίσης οι συμβολισμοί που βρέθηκαν στο K -F-D έχουν κοινά στοιχεία με τους συμβολισμούς και τις ερμηνείες από παρόμοια προβολικά σχέδια (DeGraw, 2002, σσ. 60-61).

Μ3

Εικόνα 3: H ζωγραφιά της οικογένειας από ένα μη κακοποιημένο παιδί

Μ4

Εικόνα 4: Η ζωγραφιά της οικογένειας από ένα κακοποιημένο παιδί

Πηγή: Piperno, Di Biasi &Levi, 2007

Αντί Επιλόγου

Η χρήση των προβολικών σχεδίων για τη διάγνωση της σεξουαλικής κακοποίησης άνοιξε νέους δρόμους σε πολλούς θεραπευτές, καλλιτέχνες και παιδαγωγούς, πρωτοπόρους στο χώρο της εικαστικής θεραπείας, στην αναγνώριση της τέχνης για την αξία της πρακτικής της και είδαν αυτήν ως «καθαρτική παρέμβαση» (DeGraw, 2002, σ. 39. Hagood, 1998, σ. 52). Ως εκ τούτου, το ενδιαφέρον μετατοπίστηκε από το νόημα των συμβόλων στη δημιουργία της ίδιας της τέχνης, καταδεικνύοντας ότι η τέχνη είναι ένας θεραπευτικός μηχανισμός που επιτρέπει τη μεταφορά εικόνων του ασυνειδήτου σε απτή μορφή έκφρασης. Συνοπτικά, οι βασικές θέσεις τους θα μπορούσαν να συνοψιστούν στις παρακάτω θεμελιώδεις αρχές (Waller, 2006, σ. 271):

Η κατασκευή οπτικών εικόνων είναι μια σημαντική πτυχή της ανθρώπινης μαθησιακής διαδικασίας
Η τέχνη που γίνεται με την παρουσία ενός θεραπευτή τέχνης, μπορεί να αποτελέσει ένα μέσο επικοινωνίας ανάμεσα στο παιδί και το θεραπευτή,
Μπορεί να επιτρέψει στο παιδί να έρθει σε επαφή με συναισθήματα που δεν μπορούν να εκφραστούν λεκτικά
Η τέχνη μπορεί να ενεργήσει ως ένα «container» δυνατών συναισθημάτων,
Μπορεί να λειτουργήσει για να φωτίσει τη μεταβίβαση

Βιβλιογραφία

Austin, J. T. (2006). Using children’s projective drawings to detect sexual abuse. (Doctoral dissertation). University of Hartford Graduate Institute of Professional Psychology.

Bristow, K. I. (1993). The impact of maltreatment and sexual abuse on children’s drawings. (Doctoral dissertation). CarletonUniversityOttawa, Ontario

Brooke, S. L. (1997). Graphic indicators of Sexual Abuse.

Ανακτήθηκε 6 Δεκεμβρίου 2011, από: http://www.stephanielbrooke.com/Brooke2.pdf

DeGraw, D. (2002). Using the Kinetic Family Drawing (K-F-D) to Assess Bowenian Dynamics in a Young Adult Population. (Doctoral dissertation). SetonHallUniversity.

Douglas, M. E & Finkelhor D. (2005). Childhood sexual abuse fact sheet. Crimes against ChildrenResearchCenter. University of New Hampshire

Garb N. H., Wood M. J & Nezworski, T. (2000). Projective Techniques and the Detection of Child Sexual Abuse. Child Maltreatment 5: 161-168

Grobstein, G. (1996). Human figure drawings and the identification of child sexual abuse. (Doctoral dissertation). New YorkUniversity.

Hagood, M. M. (1998). The development of children’s drawings with reference to possible indicators of sexual abuse. (Doctoral dissertation). University of Edinburg.

Lowenstein, L. F.(2011). The Complexity of Investigating Possible Sexual Abuse of a Child. American Journal of Family Therapy39 (4): 292-298. Routledge

Malchiodi A. C (2008). Κατανοώντας τη ζωγραφική των παιδιών. ( Επιμ: Ν. Αναγνωστοπούλου). Αθήνα. Ελληνικά Γράμματα

Miller, J. M. (2006). Relationship of Human Figure Drawing with Executive Functioning and Achievement. Rochester Institute of Technology.

National Sexual ViolenceResourceCenter (2011). Child sexual abuse prevention programs for children. Pennsylvania

Παπαστεφανάκης, Ε., Φλουρή, Μ. (2008). Παιδική σεξουαλική κακοποίηση και οι επιπτώσεις στην ενήλικη γυναίκα. Στο Ο. Γιωτάκος & Μ.Τσιλιάκου (Επιμ.), Ο κύκλος της κακοποίησης (σσ. 155-180) Αθήνα. Αρχιπέλαγος

Piperno F., Di Biasi, S & Levi, G (2007). Evaluation of family drawings of physically and sexually abused children. Eur Child Adolesc Psychiatry 16:389–397

Waller, D. (2006). Art Therapy for Children: How It Leads to Change. Clinical Child Psychology and Psychiatry11(2): 271-282. Stage

Wyatt G. E, Newcomb M (1990): Internal and external mediators of women’s sexual abuse in childhood. J Consult Clin Psychol 58:758–767

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

[1] Ο όρος «γραφικοί δείκτες» αξιοποιήθηκε από τους ερευνητές για να περιγράψει ένα σύστημα βαθμολόγησης στοιχείων τα οποία εμφανίζονται συχνά στα σχέδια των κακοποιημένων παιδιών (DeGraw, 2002, Hagood, 1998, Malchiodi, 2009).