ISSN:1792-2674
Χριστοδουλάκης Εμμανουήλ
Διευθυντής ΔΔΕ Χανίων
Περίληψη
Το αντικείμενο αυτής της εισήγησης είναι η περιγραφή και η διερεύνηση του Πειθαρχικού Δίκαιου των Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου που εντοπίζεται στον νόμο υπ’ αριθ. 4057.
Σκοπός της εισήγησης είναι η ανάδειξη του ανωτέρω ζητήματος στις σχολικές μονάδες της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, καθώς με τον νόμο 4057/12 απαριθμούνται τα πειθαρχικά παραπτώματα, στα οποία μπορεί να υποπέσει ένας δημόσιος υπάλληλος. Η πειθαρχική διαδικασία είναι αυτή, η οποία διασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης και επιπλέον εξασφαλίζει κάθε δημόσιο υπάλληλο και τον προστατεύει, με τη γνώση των νόμων, στο να μην βρεθεί εκτεθειμένος έχοντας υποπέσει σε κάποιο παράπτωμα δημιουργώντας του αίσθημα ασφάλειας και εμπιστοσύνης μεταξύ του ιδίου και του φορέα του.
Συγκεκριμένα στην εισήγηση αυτή διερευνώνται οι έννοιες των πειθαρχικών παραπτωμάτων των Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, των πειθαρχικών οργάνων και των αρμοδιοτήτων τους, οι πειθαρχικές ποινές και η παραγραφή τους, καθώς η εφαρμογή των κανόνων του ποινικού δίκαιου και η σχέση τους με την όλη πειθαρχική διαδικασία.
Συμπερασματικά, θα αναφερθούν και κάποιες προτάσεις σχετικά με την προστασία των εκπαιδευτικών στηριζόμενοι στην παρεχόμενη νομοθεσία.
Λέξεις κλειδιά: πειθαρχικό δίκαιο, πειθαρχικά παραπτώματα, πειθαρχικές ποινές, εκπαιδευτικός, πειθαρχικά όργανα, προκαταρκτική έρευνα, πειθαρχική διαδικασία.
- Εισαγωγή
Σύμφωνα με τη Δαλαμπύρα[1] (2020) ένας μόνιμος εκπαιδευτικός δημόσιου σχολείου είναι ένα φυσικό πρόσωπο, το οποίο έχει ειδική νομική σχέση με το κράτος και εξαρτάται ιεραρχικά από αυτό καθιστώντας τον με έμμεσο τρόπο όργανό του.
Μέσα από αυτή την εισήγηση εξετάζεται το μείζον θέμα του Πειθαρχικού Δίκαιου[2] των Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου[3], που εντοπίζεται στον νόμο υπ’ αριθ. 4057[4], εφόσον δημόσιοι υπάλληλοι είναι και οι μόνιμοι εκπαιδευτικοί των δημοσίων σχολείων[5], των οποίων η νομική κατάσταση υπόκειται σε ένα σύνολο συνταγματικών, νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων6.
Επομένως, η καλύτερη γνώση των νομοθετημάτων του Υπαλληλικού Κώδικα (Υ.Κ.) που αφορούν στην άσκηση των καθηκόντων των δημοσίων υπαλλήλων οδηγούν σε μία αποτελεσματικότερη και αποδοτικότερη Δημόσια Διοίκηση[6]και κατά συνέπεια σε μία αποτελεσματικότερη και αποδοτικότερη Δημόσια Εκπαίδευση.
Οι εκπαιδευτικοί γενικότερα έχουν έναν ιδιαίτερο και σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη και τη συνοχή της κοινωνίας, καθώς σκοπός της εκπαίδευσης που παρέχουν είναι η παροχή γνώσεων αλλά και η ηθικοκοινωνική διαπαιδαγώγηση των παιδιών, οπότε σύμφωνα με τον ρόλο τους επιβάλλεται να έχουν μία ανάλογη συμπεριφορά που θα αποτελεί πρότυπο για τους μαθητές και την κοινωνία γενικότερα, καθώς σε αντίθετη περίπτωση θίγουν το κύρος της πολιτείας και τον ρόλο του δημόσιου σχολείου, όπου υπηρετούν5.
2. Κυρίως μέρος εισήγησης
2.1 Μεθοδολογία εισήγησης
Στη συγκεκριμένη εισήγηση έγινε διερεύνηση και ανάλυση του ν. 4057/2012 (ΦΕΚ 54/Α΄/ 14.03.2012) με τίτλο: «Πειθαρχικό Δίκαιο Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου». Ως προς την επίτευξη αυτού του στόχου πραγματοποιήθηκε και μία βιβλιογραφική ανασκόπηση μέσω ελληνικών μηχανών αναζήτησης (π.χ. Μελετητής, ΕΚΔΔΑ κ.ά).
2.2 Αποτελέσματα εισήγησης
Ένα σημαντικό σημείο που πρέπει να τύχει ιδιαίτερης προσοχής στη συνολική εκπαιδευτική διαδικασία και είναι πολύ σημαντικό τόσο για την καθημερινότητα των εκπαιδευτικών όσο και για την οποιαδήποτε μελλοντική τους εξέλιξη είναι το μείζον θέμα του Πειθαρχικού Δίκαιου των Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, το οποίο εντοπίζεται στην πιο πρόσφατη ανακοινοποίησή του στον νόμο υπ’ αριθ. 4057[7].
Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 103, που αφορά στην αργία και στην αναστολή άσκησης καθηκόντων, ένας υπάλληλος του δημοσίου τίθεται σε αργία:
- όταν στερήθηκε για οποιονδήποτε λόγο την προσωπική του ελευθερία και αυτό συνέβη επειδή συνελήφθη και κρατήθηκε σε κάποιο σημείο Κράτησης (φυλακή) για οσοδήποτε χρονικό διάστημα ύστερα από την πρωτοβάθμια ή τη δευτεροβάθμια απόφαση κάποιου ποινικού δικαστηρίου που προέβη στην εκδίκαση της υπόθεσής του ή μετά από την εφαρμογή μέσω ενός εντάλματος προσωρινής κράτησης, προκειμένου να δικαστεί για το αδίκημα, για το οποίο κατηγορείται. Σε αυτήν την περίπτωση τα αδικήματα που είναι πιθανόν να σχετίζονται με ένα υπάλληλο του δημοσίου και ειδικά έναν εκπαιδευτικό αφορούν στη δωροδοκία, στην υπεξαίρεση, στην ασέλγεια ανηλίκου, κάτι που είναι πολύ σοβαρό και επιλήψιμο, καθώς ο εκπαιδευτικός εμπλέκεται με μικρά-ανήλικα παιδιά/μαθητές, στην ασέλγεια με κατάχρηση εξουσίας ή στην πορνογραφία ανηλίκων. Ο υπάλληλος που πιθανόν να του έχει συμβεί κάτι από τα παραπάνω είναι δυνατόν να επανέλθει στην άσκηση εκ νέου των καθηκόντων του, αν και εφόσον αθωωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση και
- όταν του επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης ή της προσωρινής παύσης άνω των έξι (6) μηνών, η οποία αρχίζει από την κοινοποίηση της πειθαρχικής απόφασης που θα γίνει σε αυτόν μέσω κάποιας δικαστικής ή άλλης έννομης αρχής και λήγει είτε την τελευταία ημέρα της προθεσμίας της άσκησης προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του αρμόδιου διοικητικού εφετείου είτε εφόσον έχει ασκηθεί προσφυγή την ημέρα της δημοσίευσης της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του διοικητικού εφετείου που έχει αναλάβει την υπόθεσή του.
Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 104, που εστιάζεται και αφορά στη δυνητική θέση κάποιου υπαλλήλου σε αργία και σε αναστολή άσκησης καθηκόντων, ένας υπάλληλος του δημοσίου τίθεται σε αργία, πρώτον, όταν του έχει ασκηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη για κάποιο σοβαρό αδίκημα, όπως τα παραπάνω που αναφέρθηκαν, δηλαδή δωροδοκία, υπεξαίρεση, ασέλγεια ανηλίκου, κάτι που είναι πολύ σοβαρό και επιλήψιμο, καθώς ο εκπαιδευτικός εμπλέκεται με μικρά-ανήλικα παιδιά/μαθητές, ασέλγεια με κατάχρηση εξουσίας ή πορνογραφία ανηλίκων, δεύτερον όταν υπάρχουν πολύ σοβαρές και σχεδόν αποδεδειγμένες ενδείξεις για άτακτη διαχείριση χρημάτων ή υπέρβαση εξουσίας και εκδόθηκε ένταλμα προσωρινής κράτησης γι’ αυτόν και ήρθη η προσωρινή κράτηση ή αντικαταστάθηκε με περιοριστικούς όρους.
Η πράξη, με την οποία ένας υπάλληλος τίθεται σε δυνητική αργία ή επαναφέρεται μετά από κάποιο χρονικό διάστημα στα καθήκοντά του, εκδίδεται μετά από προηγούμενη απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου και απαιτείται οπωσδήποτε η προηγούμενη ακρόαση αυτού από το Πειθαρχικό Συμβούλιο, προκειμένου να παρουσιαστούν οι κατηγορίες που έχουν απαγγελθεί στον κατηγορούμενο δημόσιο υπάλληλο και να αντικρουσθούν από τον ίδιο ή τον δικηγόρο του με τα ανάλογα επιχειρήματα που θα αποβούν αθωωτικά γι’ αυτόν.
Μετά από την πάροδο ενός έτους από τη θέση του υπαλλήλου σε αργία και κάθε έτος, το Πειθαρχικό Συμβούλιο είναι υποχρεωμένο να αποφαίνεται αιτιολογημένα για τη συνέχιση ή μη της αργίας του υπαλλήλου και η πράξη επανόδου του υπαλλήλου στην υπηρεσία εκδίδεται από το ίδιο μονομελές όργανο, όπως και μετά από απαλλακτική απόφαση του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου ή σχετική βεβαίωση του Προέδρου αυτού. Η αργία αρχίζει, όπως συνήθως, από την κοινοποίηση της σχετικής πράξης.
Κατά το άρθρο 107 του Πειθαρχικού Δικαίου απαριθμούνται τα πειθαρχικά παραπτώματα[8], τα οποία είναι τα εξής παρακάτω:
- άρνηση αναγνώρισης του Συντάγματος ή έλλειψη αφοσίωσης στην πατρίδα και στη δημοκρατία, δηλαδή απείθεια σε θεσμούς που έχουν από πολλά χρόνια πριν καθιερωθεί και θεσπιστεί από το ελληνικό κράτος και την ανάλογη νομοθεσία του
- κάθε παράβαση του υπαλληλικού καθήκοντος που αφορά σε μη ενδεικνυόμενες ή ανάρμοστες γενικά συμπεριφορές εντός και εκτός υπηρεσίας
- παράβαση καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους που αφορούν σε διάφορα μείζονος σημασία θέματα
- απόκτηση οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος προς όφελος του ιδίου του υπαλλήλου ή τρίτου προσώπου μέσω ενεργειών, κατά τις οποίες ο υπάλληλος χρησιμοποίησε την ιδιότητά του ως υπάλληλος του δημοσίου, δηλαδή ως δημόσιο πρόσωπο για ίδιον όφελος
- αναξιοπρεπής, ανάρμοστη ή ανάξια για υπάλληλο συμπεριφορά εντός ή εκτός υπηρεσίας, οπότε γίνεται κατανοητό ότι ένας υπάλληλος του δημοσίου, δηλαδή ένας δημόσιος υπάλληλος, πρέπει να λειτουργεί υποδειγματικά και να έχει ανάλογη συμπεριφορά
- παράβαση της αρχής της αμεροληψίας που ισχύει για κάθε δημόσιο υπάλληλο
- παραβίαση της αρχής της ισότητας και των ίσων ευκαιριών, όπως και της ίσης μεταχείρισης των ανδρών και των γυναικών
- παράβαση της υποχρέωσης της εχεμύθειας που έχει κάθε δημοσιοϋπαλληλικό πρόσωπο, η οποία αφορά σε θέματα προσωπικά, οπότε, εάν του έχουν ανακοινωθεί κάποια προσωπικά δεδομένα από κάποιο άτομο στην υπηρεσία, όπου εργάζεται, όπως από έναν γονέα για το παιδί του που μπορεί να είναι π.χ. ειδικής αγωγής, και εκείνος τα ανακοινώσει, έχει υποπέσει σε παράπτωμα
- σοβαρή απείθεια απέναντι σε ανώτερη αρχή, στην οποία είναι υποχρεωμένος ο υπάλληλος να υπακούει και, βεβαίως, να την υπηρετεί, όπως και όσο του επιβάλλεται
- αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση καθηκόντων χωρίς να ενημερώσει την προϊσταμένη του αρχή, όπως οφείλει, οπότε, εάν έλειψε από την υπηρεσία του ή δεν εκτέλεσε τα υπηρεσιακά του καθήκοντα, είναι υπόλογος στον νόμο
- αδικαιολόγητη προτίμηση νεότερων υποθέσεων με παραμέληση παλαιότερων, οπότε, στο εύλογο χρονικό διάστημα που έπρεπε να ολοκληρώσει μία υπόθεση και δεν το έπραξε γιατί έδωσε προτεραιότητα σε μία νέα υπόθεση που του παρουσιάστηκε, έκανε παράβαση στο έργο του
- άρνηση παροχής πληροφόρησης στους πολίτες και τις αρχές, κάτι που σημαίνει ότι δυσχέραινε το έργο τους, καθώς, ως δημόσιος υπάλληλος, όφειλε να βοηθήσει τους πολίτες και τις αρχές που είχαν ανάγκη της βοήθειάς του
- μη έγκαιρη απάντηση σε αιτήσεις και αναφορές πολιτών σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, δηλαδή άφησε τις προθεσμίες που προβλέπονται από τον νόμο να περάσουν ως προς το να δώσει απάντηση ή να ικανοποιήσει ή μη κάποιο αίτημα πολίτη με ανάλογη αιτιολογία
- χρησιμοποίηση της δημοσιοϋπαλληλικής ιδιότητας ή πληροφοριών που κατέχει ο υπάλληλος λόγω της υπηρεσίας ή της θέσης του για εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων του ίδιου ή τρίτων προσώπων, δηλαδή χρησιμοποίησε τη θέση του για ίδιον όφελος και προς συμφέρον του εις βάρος της υπηρεσίας του
- αδικαιολόγητη άρνηση προσέλευσης για ιατρική εξέταση, καθώς, εάν και εφ’ όσον κάτι τέτοιο ήταν επιβεβλημένο, και δεν έγινε, έθετε σε κίνδυνο πολίτες ή τη δημόσια υγεία
- άμεση ή μέσω τρίτου προσώπου συμμετοχή σε δημοπρασία που διενεργεί κάποια επιτροπή
- άσκηση κριτικής των πράξεων της προϊσταμένης αρχής δημοσίως γραπτώς ή προφορικώς, κάτι που είναι απαράδεκτο και προσβάλει την ανωτέρα του αρχή, την οποία έχει υποσχεθεί και οφείλει να υπηρετεί και να επικουρεί με κάθε δυνατό τρόπο, οπότε, εάν της ασκεί κριτική, είναι σαν να την υποβιβάζει και, εάν τη μέμφεται και την προσβάλει, ουσιαστικά κινείται εναντίον της και αυτό έρχεται σε αντίθεση με τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του απέναντι στην ανώτερη από αυτόν αρχή
- άρνηση σύμπραξης, συνεργασίας, χορήγησης στοιχείων ή εγγράφων κατά τη διεξαγωγή έρευνας από Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές, κάτι που είναι και απαράδεκτο και εσφαλμένο, καθώς οφείλει να επικουρεί και να συνδράμει αυτές τις δημόσιες υπηρεσίες με κάθε δυνατό τρόπο διότι και αυτές εργάζονται για το δημόσιο συμφέρον υπηρετώντας και προασπίζοντας τον λαό
- αδικαιολόγητα μη έγκαιρη σύνταξη ή σύνταξη μεροληπτικής έκθεσης αξιολόγησης, κάτι που μπορεί να αφορά την ίδια την υπηρεσία, όπως το σχολείο, όπου υπηρετεί, ή κάποιον υπάλληλο που θέλει να αξιολογηθεί και να προχωρήσει την καριέρα του
- άρνηση ή παρέλκυση εκτέλεσης υπηρεσίας, κάτι που οφείλει να κάνει στα πλαίσια του νόμου
- χρησιμοποίηση τρίτων προσώπων για απόκτηση υπηρεσιακής εύνοιας, πρόκληση ή ματαίωση εντολής της υπηρεσίας, κάτι που είναι απαράδεκτο, καθώς χρησιμοποιεί τη θέση του και την υπηρεσία για δικό του όφελος
- μη τήρηση του ωραρίου, δηλαδή εγκαταλείπει τη θέση του χωρίς να ενημερώσει την προϊσταμένη του αρχή και αυτό μπορεί να δημιουργήσει πρόβλημα στην εργασία του, στον προϊστάμενο ή και στους συναδέλφους του ακόμη
- αμέλεια ή ατελής εκπλήρωση του υπηρεσιακού καθήκοντος που μπορεί ή είναι πολύ πιθανόν να δημιουργήσει μεγάλο ή μικρό πρόβλημα στην εργασία του, στον προϊστάμενο/προϊσταμένη ή και στους συναδέλφους του ακόμη διότι η αμέλεια μπορεί να θέσει σε κίνδυνο, ακόμα και τη ζωή ατόμων, όπως κάποιου ή κάποιων μαθητών που φιλονικούν ή τσακώνονται με γρονθοκοπήματα και ο εκπαιδευτικός που είναι εφημερία δεν βρίσκεται στη θέση του για να αντιμετωπίσει αυτήν την κατάσταση επιλαμβανόμενος του προβλήματος με σκοπό την επίλυσή του.
Σύμφωνα με το άρθρο 109 οι πειθαρχικές ποινές είναι οι εξής:
α) έγγραφη επίπληξη, που είναι προειδοποιητική, αλλά πολύ σοβαρή για τον υπάλληλο, καθώς θα προσμετρήσει αρνητικά γι’ αυτόν, εάν ξανακάνει κάτι ανάλογο και, βέβαια, διαφοροποιείται από την απλή προφορική επίπληξη που δεν είναι τίποτα άλλο από μία απλή επίπληξη
β) πρόστιμο έως αποδοχές δώδεκα (12) μηνών, κάτι αρκετά δυσοίωνο γι’ αυτόν που του στερεί το δικαίωμα για επιβίωση και ευπρεπή ζωή
γ) στέρηση δικαιώματος για προαγωγή από ένα (1) έως πέντε (5) έτη, κάτι που του στερεί τη δυνατότητα για εξέλιξη σε ανώτερη θέση, αλλά του δίνει και τη δυνατότητα για μεγαλύτερο οικονομικό όφελος που απορρέει από μία ανώτερη θέση
δ) στέρηση δικαιώματος συμμετοχής σε διαδικασία επιλογής προϊσταμένου οργανικής μονάδας που σημαίνει δυνατότητα για ανέλιξη στην υπηρεσία και, βέβαια, μεγαλύτερο οικονομικό όφελος που απορρέει από μία οποιαδήποτε ανώτερη θέση
ε) αφαίρεση άσκησης καθηκόντων προϊσταμένου οργανικής μονάδας που είναι και όνειδος για τον ίδιο και υποβιβασμός στην υπηρεσία και στην κοινωνία, όπου ζει, γενικότερα
στ) υποβιβασμός έως δύο (2) βαθμούς, ήτοι ατομικό, υπηρεσιακό και κοινωνικό όνειδος
ζ) προσωρινή παύση από τρεις (3) έως δώδεκα (12) μήνες με πλήρη στέρηση αποδοχών και
η) οριστική παύση, κάτι που είναι καταστροφικό για τον ίδιο και την πιθανή μελλοντική καριέρα του.
Τα πειθαρχικά παραπτώματα παραγράφονται μετά από πέντε (5) έτη από την ημέρα που διαπράχτηκαν. Η πειθαρχική διαδικασία είναι γενικότερα αυτοτελής και ανεξάρτητη από την ποινική ή άλλη δίκη, η δε ποινική δίκη δεν αναστέλλει την οποιαδήποτε πειθαρχική διαδικασία που έχει ασκηθεί σε έναν δημόσιο υπάλληλο.
Ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών έχει την υποχρέωση να ανακοινώνει αμέσως και χωρίς την οποιαδήποτε πιθανή για οποιονδήποτε λόγο καθυστέρηση στην προϊσταμένη αρχή του υπαλλήλου τόσο κάθε ποινική δίωξη που ασκείται κατ’ αυτού όσο και την απόφαση ή το βούλευμα, με το οποίο τερματίζεται η δίωξη, αλλιώς υποπίπτει σε πειθαρχικό αδίκημα διότι μεροληπτεί εναντίον του ατόμου και καθυστερεί την εξελικτική πιθανή του πορεία. Σε περίπτωση εγκλεισμού σε σωφρονιστικό κατάστημα ο διευθυντής φυλακών γνωστοποιεί τούτο χωρίς καθυστέρηση στην προϊσταμένη αρχή του υπαλλήλου.
Η πειθαρχική δίωξη υπαλλήλου αρχίζει είτε με την κλήση του υπαλλήλου σε απολογία από το μονομελές πειθαρχικό όργανο είτε με την παραπομπή του στο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Η πειθαρχική διαδικασία ολοκληρώνεται υποχρεωτικά εντός του επιβεβλημένου από τον νόμο χρονικού πλαισίου, δηλαδή εντός δύο μηνών από την κλήση του υπαλλήλου σε απολογία είτε με την έκδοση πειθαρχικής απόφασης μονομελούς οργάνου είτε με παραπομπή του υπαλλήλου ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου.
Η προκαταρκτική εξέταση είναι γενικότερα η άτυπη συλλογή και η καταγραφή διαφόρων στοιχείων για να διαπιστωθεί η τέλεση ή μη του πειθαρχικού παραπτώματος και οι συνθήκες τέλεσής του. Την προκαταρκτική εξέταση μπορεί να ενεργήσει ή να διατάξει κάθε πειθαρχικώς προϊστάμενος του υπαλλήλου, όπως ο Διευθυντής ενός σχολείου. Η προκαταρκτική εξέταση περατώνεται εντός μηνός από την ημερομηνία, κατά την οποία ο πειθαρχικώς προϊστάμενος έλαβε γνώση των περιστατικών που πιθανόν συνιστούν πειθαρχικό παράπτωμα του υπαλλήλου, το οποίο και διερευνά μέσω των στοιχείων που θα συλλέξει..
Αν αυτός που ενεργεί προκαταρκτική εξέταση κρίνει, με βάση τα στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί, ότι δεν συντρέχει περίπτωση πειθαρχικής δίωξης περατώνει την εξέταση με την ανάλογη αιτιολογημένη έκθεσή του. Αν, αντιθέτως, κρίνει ότι έχει διαπραχθεί πειθαρχικό παράπτωμα, το οποίο τιμωρείται με ποινή της αρμοδιότητάς του, καλεί τον υπάλληλο σε απολογία σε καθορισμένη ημερομηνία και κατά κύριο λόγο εγγράφως με ανάλογο αριθμό πρωτοκόλλου. Αν κρίνει πάλι ότι το πειθαρχικό παράπτωμα χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση, διατάσσει την ενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης (ΕΔΕ) από ανώτερη από αυτόν αρχή που θα ξεκινήσει την ΕΔΕ.
Η Ένορκη Διοικητική Εξέταση (Ε.Δ.Ε.) ενεργείται κάθε φορά που η υπηρεσία έχει σοβαρές υπόνοιες ή σαφείς ενδείξεις για τη διάπραξη οποιουδήποτε πειθαρχικού παραπτώματος. Η εξέταση αυτή αποσκοπεί στη συλλογή επιπλέον στοιχείων για τη διαπίστωση της τέλεσης πειθαρχικού παραπτώματος και τον προσδιορισμό των προσώπων που τυχόν ευθύνονται, καθώς και στη διερεύνηση των συνθηκών κάτω από τις οποίες αυτό έχει τελεστεί. Η Ένορκη Διοικητική Εξέταση διατάσσεται από οποιονδήποτε πειθαρχικά προϊστάμενο και ενεργείται από μόνιμο υπάλληλο με βαθμό τουλάχιστον Γ’ του ίδιου Υπουργείου και περατώνεται εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία που κοινοποιήθηκε στον υπάλληλο με επίσημο και πρωτοκολλημένο έγγραφο η απόφαση ανάθεσης της διεξαγωγής της.
Η Ένορκη Διοικητική Εξέταση ολοκληρώνεται με την υποβολή αιτιολογημένης έκθεσης του υπαλλήλου που την ενεργεί. Η έκθεση αυτή υποβάλλεται με όλα τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν στον πειθαρχικά προϊστάμενο, ο οποίος διέταξε τη διενέργεια της εξέτασης.
Κατά γενικό λόγο πειθαρχική ποινή δεν επιβάλλεται, εάν ο υπάλληλος δεν κληθεί προηγουμένως σε απολογία ή με υποβολή έγγραφης απολογίας. Οι αποφάσεις των πειθαρχικώς προϊσταμένων υπόκεινται σε άμεση στα καθορισμένα χρονικά πλαίσια ένσταση ενώπιον του αρμόδιου πειθαρχικού συμβουλίου. Βέβαια, ένσταση ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου ή του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου δικαιούται να ασκήσει ο υπάλληλος που τιμωρήθηκε και υπέρ της διοίκησης.
Η ένσταση ασκείται μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης ή την πλήρη γνώση αυτής από τον υπάλληλο ή από την περιέλευσή της στα όργανα που δικαιούνται να ασκήσουν ένσταση.
Αυτά σε γενικές και πολύ εν συντομία γραμμές είναι τα πειθαρχικά παραπτώματα, στα οποία μπορεί να υποπέσει κάθε δημόσιος υπάλληλος και καλό είναι αν είναι γνωστά ή να γνωστοποιούνται κατά καιρούς για να αποφεύγονται άσημες καταστάσεις τόσο για τον δημόσιο υπάλληλο όσο και για την υπηρεσία, όπως και για όλους όσοι εμπλέκονται με αυτόν και την εργασία του.
3. Συμπεράσματα
Η πειθαρχική ευθύνη των εκπαιδευτικών είναι ένα πολυδιάστατο ζήτημα, του οποίου η επίλυση απαιτεί οργάνωση, συνεργασία μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων προσώπων και φορέων και, πρωτίστως, γνώση των υποχρεώσεων των υπαλλήλων σύμφωνα με τον δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα. Σημαντικό τμήμα της πειθαρχικής διαδικασίας είναι η επιβολή κυρώσεων με γνώμονα τη δικαιοσύνη και τη διαφάνεια[9] από πλευράς των πειθαρχικών οργάνων, οι οποίοι με τη στάση και τις αποφάσεις τους θα πρέπει να προστατεύουν τους επιδιωκόμενους σκοπούς του πειθαρχικού δικαίου[10].
Επειδή τα δεδομένα της σημερινής κοινωνίας έχουν διαφοροποιηθεί από εκείνα των παλαιότερων εποχών, κάθε δημόσιος υπάλληλος και ειδικά οι εκπαιδευτικοί πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και γνώστες των υποχρεώσεων και των καθηκόντων τους, καθώς η πειθαρχική τους ευθύνη χρήζει ιδιαίτερης προσοχής. Το θέμα είναι πολύπλοκο και, λόγω της ιδιαιτερότητάς του δεν μπορεί στην παρούσα περίπτωση να επιλυθεί στη βάση του, αλλά μπορούν να γίνουν κάποιες προσεγγίσεις-προτάσεις[11].
Έτσι, καλό θα είναι να δημιουργηθεί ένας κώδικας ηθικής και δεοντολογίας[12] για τους εκπαιδευτικούς γιατί θα προσαρμόζονται στα εκάστοτε δεδομένα και θα αντιμετωπίζουν κάθε κατάσταση με τον ανάλογο τρόπο[13].
Ένα επικουρικό βοήθημα για τους δημόσιους υπαλλήλους μπορεί να αποβεί η ενημέρωσή τους μέσω σεμιναρίων και ημερίδων που αφορούν στα ανάλογα θέματα[14], καθώς η οριοθέτηση των υποχρεώσεων κάθε εκπαιδευτικού και η επικοινωνία του με υπαλλήλους και στελέχη του δημοσίου τομέα αναπτύσσουν και εδραιώνουν τα αισθήματα συνεργασίας, εμπιστοσύνης και ασφάλειας[15].
Βιβλιογραφία
Δαλαμπύρα, Ε. (2020). Νομικός Οδηγός για εκπαιδευτικούς. Θεσσαλονίκη: 9η Διάσταση.
Εγχειρίδιο του καλού Διευθυντή Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, εκδ. Έπαφος, Αθήνα 2017.
Καφκούλα Ε. «Εκπαιδευτικοί σκοποί και οι απαιτήσεις της σύγχρονης εποχής: Προκλήσεις, προβλήματα, προοπτικές» από τα Πρακτικά του Ελληνικού Ινστιτούτου Εφαρμοσμένης Παιδαγωγικής και Εκπαίδευσης (ΕΛΛ.Ι.Ε.Π.ΕΚ.), 6ο Πανελλήνιο Συνέδριο, 5-7 Οκτωβρίου 2012.
ν. 4057/2012 (ΦΕΚ 54/Α΄/ 14.03.2012) «Πειθαρχικό Δίκαιο Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου».
Ναυπλιώτης, Ν., Πειθαρχικό Δίκαιο, Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ισχύοντος υπαλληλικού (πειθαρχικού) κώδικα ν. 2683/99 άρθρα 106-147, εκδ. Σάκκουλας, Αθήνα 2003.
Πανταζής, Ν., Ειδικό Πειθαρχικό δίκαιο δημοσίων υπαλλήλων, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2017.
Παπάζογλου, Μ., Κανόνες δεοντολογίας, Πειθαρχικό Δίκαιο, εκδ. Έλλην, Αθήνα 1995.
Πουλής, Σ. (2014). Εκπαιδευτικό Δίκαιο και Θεσμοί. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
Στράτου, Β., (Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία). «Η πειθαρχική ευθύνη των εκπαιδευτικών: Προϋποθέσεις, Περιπτωσιολογία και έννομη προστασία», Αθήνα 2024.
Φερετζάκης, Γ., Πειθαρχικό Δίκαιο, εκδ. Αρναούτη, Αθήνα 2016.
Φθενάκης Χ., Η πολιτεία και το δίκαιο των Δημοσίων Υπαλλήλων, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2000.
Φραγκάκη, Ζ., Μυλωνάς, Δ. (2023). Το Πειθαρχικό Δίκαιο των εκπαιδευτικών και η σύνδεση του Συμβούλου Ακεραιότητας με την πειθαρχική διαδικασία.DOI: https://doi.org/10.26220/mused.4830.
[1]Δαλαμπύρα, Ε. (2020). Νομικός Οδηγός για εκπαιδευτικούς. Θεσσαλονίκη: 9η Διάσταση.
[2]Φερετζάκης, Γ., Πειθαρχικό Δίκαιο, εκδ. Αρναούτη, Αθήνα 2016.
[3]Πανταζής, Ν., Ειδικό Πειθαρχικό δίκαιο δημοσίων υπαλλήλων, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2017.
[4]ν. 4057/2012 (ΦΕΚ 54/Α΄/ 14.03.2012) «Πειθαρχικό Δίκαιο Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου».
[5] Φραγκάκη, Ζ., Μυλωνάς, Δ. (2023). Το Πειθαρχικό Δίκαιο των εκπαιδευτικών και η σύνδεση του Συμβούλου Ακεραιότητας με την πειθαρχική διαδικασία. DOI: https://doi.org/10.26220/mused.4830.
[6]Πουλής, Σ. (2014). Εκπαιδευτικό Δίκαιο και Θεσμοί. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη καιΣπηλιωτόπουλος, Ε., Χρυσανθάκης, Χ., (2017). Βασικοί θεσμοί δημοσιουπαλληλικού δικαίου. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
[7] ν. 4057/2012 (ΦΕΚ 54/Α΄/ 14.03.2012) «Πειθαρχικό Δίκαιο Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου».
[8]Εγχειρίδιο του καλού Διευθυντή Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, εκδ. Έπαφος, Αθήνα 2017.
[9] Στράτου, Β., (Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία). «Η πειθαρχική ευθύνη των εκπαιδευτικών: Προϋποθέσεις, Περιπτωσιολογία και έννομη προστασία», Αθήνα 2024.
[10] Φθενάκης Χ., Η πολιτεία και το δίκαιο των Δημοσίων Υπαλλήλων, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2000.
[11] Στράτου, Β., (Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία). «Η πειθαρχική ευθύνη των εκπαιδευτικών: Προϋποθέσεις, Περιπτωσιολογία και έννομη προστασία», Αθήνα 2024.
[12] Παπάζογλου, Μ., Κανόνες δεοντολογίας, Πειθαρχικό Δίκαιο, εκδ. Έλλην, Αθήνα 1995.
[13] Στράτου, Β., (Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία). «Η πειθαρχική ευθύνη των εκπαιδευτικών: Προϋποθέσεις, Περιπτωσιολογία και έννομη προστασία», Αθήνα 2024. και Καφκούλα Ε. «Εκπαιδευτικοί σκοποί και οι απαιτήσεις της σύγχρονης εποχής: Προκλήσεις, προβλήματα, προοπτικές» από τα Πρακτικά του Ελληνικού Ινστιτούτου Εφαρμοσμένης Παιδαγωγικής και Εκπαίδευσης (ΕΛΛ.Ι.Ε.Π.ΕΚ.), 6ο Πανελλήνιο Συνέδριο, 5-7 Οκτωβρίου 2012.
[14] Στράτου, Β., (Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία). «Η πειθαρχική ευθύνη των εκπαιδευτικών: Προϋποθέσεις, Περιπτωσιολογία και έννομη προστασία», Αθήνα 2024. και Καφκούλα, Ε., «Εκπαιδευτικοί σκοποί και οι απαιτήσεις της σύγχρονης εποχής: Προκλήσεις, προβλήματα, προοπτικές» από τα Πρακτικά του Ελληνικού Ινστιτούτου Εφαρμοσμένης Παιδαγωγικής καιΕκπαίδευσης (ΕΛΛ.Ι.Ε.Π.ΕΚ.), 6ο Πανελλήνιο Συνέδριο, 5-7 Οκτωβρίου 2012.
[15] Φραγκάκη, Ζ., Μυλωνάς, Δ. (2023). Το Πειθαρχικό Δίκαιο των εκπαιδευτικών και η σύνδεση του Συμβούλου Ακεραιότητας με την πειθαρχική διαδικασία. DOI: https://doi.org/10.26220/mused.4830.